Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 10 στ. 382-464
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος του απηλογήθη κι είπε:
«Κάνε κουράγιο, και το θάνατο μη βάζει διόλου ο νους σου.
Μόν᾽ έλα τώρα, δώσε απόκριση και πες την πάσα αλήθεια:
πώς έτσι μόνος στα καράβια μας από το ασκέρι αλάργα 385
μες στης νυχτιάς το σκότος έρχεσαι, που όλοι οι θνητοί κοιμούνται;
Μην τους νεκρούς, εδώ που βρίσκουνται κειτάμενοι, να γδύσεις;
Γιά μήπως ο Έχτορας τί κάνουμε να ιδείς εδώ σε στέλνει
στα πλοία τα βαθουλά; Γιά κι η ίδια σου καρδιά σε σπρώχνει νά ᾽ρθεις;»
Κι είπεν ο Δόλωνας, και τού ᾽τρεμαν τα γόνατα από κάτω: 390
«Ο Έχτορας πλάνεψε τα φρένα μου με τα μωρόλογά του,
που μού ᾽ταξε το χαλκοπλούμιστο να μου χαρίσει αμάξι,
μαζί και τ᾽ άτια τα μονόνυχα του ξακουστού Αχιλλέα·
και στους οχτρούς να τρέξω μ᾽ έσπρωχνε, να τους κοντοζυγώσω
μες στη γοργή νυχτιά την άφωτη, γυρεύοντας να μάθω, 395
τάχα τα γρήγορα καράβια τους φυλάγουνται ως και πρώτα,
γιά δαμασμένοι από τα χέρια μας αρχίσαν μεταξύ τους
να κουβεντιάζουν πώς θα φύγουνε, κι ουδέ και θέλουν τώρα
τη νύχτα να φυλάν, τι απόστασαν του κόπου τσακισμένοι;»
Αχνογελώντας ο πολύτεχνος του απάντησε Οδυσσέας: 400
«Πολύ μεγάλο αλήθεια χάρισμα λαχτάρησε η καρδιά σου,
του αντρόκαρδου Αχιλλέα τ᾽ αλόγατα, που ζόρικο πολύ ᾽ναι
θνητοί να τα μερώσουν άνθρωποι και να τα κυβερνήσουν.
Μόνο ο Αχιλλέας μπορεί, τι αθάνατη τον έχει κάνει μάνα.
Μόν᾽ έλα τώρα, δώσε απόκριση και πες την πάσα αλήθεια: 405
Σαν κίνησες για δω, τον Έχτορα πού αφήκες το ρηγάρχη;
Πού έχει ακουμπήσει, πες μου, τ᾽ άρματα; πού στέκουν τ᾽ άλογά του;
και με των άλλων Τρώων τί γίνεται τις βάρδιες; πού πλαγιάζουν;
Ποιάν έχουν πάρει τώρα απόφαση: στα πλοία κοντά να μείνουν
μακριά απ᾽ το κάστρο τους στοχάζουνται, γιά λεν να γείρουν πίσω 410
και μέσα να κλειστούν, σα νίκησαν πια τώρα τους Αργίτες;»
Κι ο γιος του Ευμήδη τότε, ο Δόλωνας, του απηλογήθη κι είπε:
«Εγώ σ᾽ αυτά που με αναρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια·
ο Έχτορας κάνει τώρα σύναξη με τους πρωτογερόντους,
να πάρει απόφασες, και βρίσκεται στου Ίλου το μνήμα δίπλα, 415
μακριά απ᾽ τη χλαλοή, πολέμαρχε· κι οι βάρδιες που ρωτάς με,
καμιά δε διαφεντεύει ξέχωρη κι ουδέ φυλάει τ᾽ ασκέρι.
Από τους Τρώες κρατιούνται ξάγρυπνοι πλάι στις φωτιές μονάχα
όσοι είναι ανάγκη, και τις βάρδιες τους ο ένας του αλλού φωνάζουν
να τις κρατούν ξυπνοί· μα οι σύμμαχοι κοιμούνται οι ξακουσμένοι, 420
κι έχουν στους Τρώες αφήσει ολότελα του φυλαγμού την έγνοια·
τι τα παιδιά και τις γυναίκες τους αυτοί κοντά δεν έχουν.»
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος του απηλογήθη κι είπε:
«Χώρια κοιμούνται αυτοί, γιά ανάκατα με τους αλογατάδες
τους Τρώες; Γιά μίλα μου ξεκάθαρα· θέλω καλά να ξέρω.» 425
Κι ο γιος του Ευμήδη τότε, ο Δόλωνας, του απηλογήθη κι είπε:
«Λέω και σ᾽ αυτά που τώρα ρώτησες να πω την πάσα αλήθεια·
γιαλού μεριά στεκόνται οι Παίονες οι γυρτοδοξαράτοι,
μαζί κι οι Πελασγοί κι οι Λέλεγες κι οι Καύκωνες κι οι Κάρες·
κατά τη Θύβρη πάλε οι πέρφανοι Μυσοί με τους Λυκιώτες, 430
κι οι Μαίονες, οι τρανοί στον πόλεμο, κι οι αλογατάδες Φρύγες.
Μ᾽ από όλα τούτα ποιό ειναι τ᾽ όφελος που με ψιλορωτάτε;
Αν τώρα να χυθείτε θέλετε μέσα στων Τρώων τ᾽ ασκέρι,
νά τους οι Θράκες, μόλις πού ᾽φτασαν, στην άκρα, χώρια απ᾽ όλους.
Γιος του Ηονέα λογιέται ο ρήγας τους και Ρήσο τον φωνάζουν. 435
Σαν τα φαριά του έτσι πεντάμορφα και πιο τρανά δεν είδα·
κι από το χιόνι ακόμα ασπρότερα, γοργά σαν τους ανέμους.
Κι είναι το αμάξι του με μάλαμα κι ασήμι δουλεμένο.
Αρματωσιά χρυσή, θεόρατη, να ιδείς και να θαμάξεις,
ήρθε φορώντας. Ν᾽ αρματώνουνται με τέτοια αρμάτα ανθρώποι 440
δε στέκει· μοναχά σε αθάνατους θεούς αυτά ταιριάζουν.
Όμως εμένα τώρα φέρτε με στα γρήγορα καράβια,
γιά με σκοινιά ανελέητα δέστε με κι αφήστε με εδώ πέρα,
ως να γυρίστε πίσω κι έχετε σιγουρευτεί για μένα,
αν ό,τι τώρα σας μολόγησα σωστό ᾽τανε γιά κι όχι.» 445
Ταυροκοιτώντας τον του μίλησε τότε ο τρανός Διομήδης:
«Πια γλιτωμό δεν έχεις, Δόλωνα, στα χέρια τα δικά μας
μια κι έχεις πέσει, κι ας μας έδωσες καλά μαντάτα τώρα.
Γιατί αν με λύτρα σ᾽ απολύσουμε γιά κι αν σ᾽ αφήσουμε έτσι,
κι άλλη φορά θα ᾽ρθείς στα γρήγορα των Αχαιών καράβια 450
να σπιουνέψεις, γιά και πόλεμο και συ να μας ανοίξεις.
Μ᾽ αν δαμαστείς από το χέρι μου και τη ζωή σου χάσεις,
ποτέ σου πια κακό δε δύνεσαι να κάνεις στους Αργίτες.»
Είπε, κι ως ο άλλος το σαγόνι του με το χοντρό του χέρι
να πιάσει ελόγιαζε προσπέφτοντας, χιμάει, και το σπαθί του 455
κατάσβερκά του κατεβάζοντας, τα δυο του νεύρα κόβει,
κι όπως μιλούσε ακόμα, εκύλησε στο χώμα η κεφαλή του.
Παίρνουν εκείνοι απ᾽ το κεφάλι του το κουναβίσιο κράνος,
και το κοντάρι, το δοξάρι του και την προβιά του λύκου.
Στην κουρσολόγα τότε τ᾽ άσκωσε την Αθηνά ο Οδυσσέας, 460
ψηλά στα χέρια του, κι ευκήθηκε τέτοια μιλώντας λόγια:
«Χάρου με αυτά, θεά! Θα κράξουμε και πάλε εσένα πρώτη
απ᾽ όλους τους θεούς στον Όλυμπο. Και συ με τη σειρά σου
συντρόφεψέ μας στα θρακιώτικα φαριά και τα λημέρια.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«θάρσει, μηδέ τί τοι θάνατος καταθύμιος ἔστω.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον·
πῇ δὴ οὕτως ἐπὶ νῆας ἀπὸ στρατοῦ ἔρχεαι οἷος 385
νύκτα δι᾽ ὀρφναίην, ὅτε θ᾽ εὕδουσι βροτοὶ ἄλλοι;
ἤ τινα συλήσων νεκύων κατατεθνηώτων;
ἦ σ᾽ Ἕκτωρ προέηκε διασκοπιᾶσθαι ἕκαστα
νῆας ἔπι γλαφυράς; ἦ σ᾽ αὐτὸν θυμὸς ἀνῆκε;»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Δόλων, ὑπὸ δ᾽ ἔτρεμε γυῖα· 390
«πολλῇσίν μ᾽ ἄτῃσι παρὲκ νόον ἤγαγεν Ἕκτωρ,
ὅς μοι Πηλεΐωνος ἀγαυοῦ μώνυχας ἵππους
δωσέμεναι κατένευσε καὶ ἅρματα ποικίλα χαλκῷ,
ἠνώγει δέ μ᾽ ἰόντα θοὴν διὰ νύκτα μέλαιναν
ἀνδρῶν δυσμενέων σχεδὸν ἐλθέμεν, ἔκ τε πυθέσθαι 395
ἠὲ φυλάσσονται νῆες θοαὶ ὡς τὸ πάρος περ,
ἦ ἤδη χείρεσσιν ὑφ᾽ ἡμετέρῃσι δαμέντες
φύξιν βουλεύουσι μετὰ σφίσιν, οὐδ᾽ ἐθέλουσι
νύκτα φυλασσέμεναι, καμάτῳ ἀδηκότες αἰνῷ.»
Τὸν δ᾽ ἐπιμειδήσας προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· 400
«ἦ ῥά νύ τοι μεγάλων δώρων ἐπεμαίετο θυμός,
ἵππων Αἰακίδαο δαΐφρονος· οἱ δ᾽ ἀλεγεινοὶ
ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι ἠδ᾽ ὀχέεσθαι,
ἄλλῳ γ᾽ ἢ Ἀχιλῆϊ, τὸν ἀθανάτη τέκε μήτηρ.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον· 405
ποῦ νῦν δεῦρο κιὼν λίπες Ἕκτορα ποιμένα λαῶν;
ποῦ δέ οἱ ἔντεα κεῖται ἀρήϊα, ποῦ δέ οἱ ἵπποι;
πῶς δ᾽ αἱ τῶν ἄλλων Τρώων φυλακαί τε καὶ εὐναί;
ἅσσα τε μητιόωσι μετὰ σφίσιν, ἢ μεμάασιν
αὖθι μένειν παρὰ νηυσὶν ἀπόπροθεν, ἦε πόλινδε 410
ἂψ ἀναχωρήσουσιν, ἐπεὶ δαμάσαντό γ᾽ Ἀχαιούς.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Δόλων, Εὐμήδεος υἱός·
«τοὶ γὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μάλ᾽ ἀτρεκέως καταλέξω.
Ἕκτωρ μὲν μετὰ τοῖσιν, ὅσοι βουληφόροι εἰσί,
βουλὰς βουλεύει θείου παρὰ σήματι Ἴλου, 415
νόσφιν ἀπὸ φλοίσβου· φυλακὰς δ᾽ ἃς εἴρεαι, ἥρως,
οὔ τις κεκριμένη ῥύεται στρατὸν οὐδὲ φυλάσσει.
ὅσσαι μὲν Τρώων πυρὸς ἐσχάραι, οἷσιν ἀνάγκη,
οἱ δ᾽ ἐγρηγόρθασι φυλασσέμεναί τε κέλονται
ἀλλήλοις· ἀτὰρ αὖτε πολύκλητοι ἐπίκουροι 420
εὕδουσι· Τρωσὶν γὰρ ἐπιτραπέουσι φυλάσσειν·
οὐ γάρ σφιν παῖδες σχεδὸν ἥαται οὐδὲ γυναῖκες.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«πῶς γὰρ νῦν, Τρώεσσι μεμιγμένοι ἱπποδάμοισιν
εὕδουσ᾽, ἦ ἀπάνευθε; δίειπέ μοι ὄφρα δαείω.» 425
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Δόλων, Εὐμήδεος υἱός·
«τοιγὰρ ἐγὼ καὶ ταῦτα μάλ᾽ ἀτρεκέως καταλέξω.
πρὸς μὲν ἁλὸς Κᾶρες καὶ Παίονες ἀγκυλότοξοι
καὶ Λέλεγες καὶ Καύκωνες δῖοί τε Πελασγοί,
πρὸς Θύμβρης δ᾽ ἔλαχον Λύκιοι Μυσοί τ᾽ ἀγέρωχοι 430
καὶ Φρύγες ἱππόμαχοι καὶ Μῄονες ἱπποκορυσταί.
ἀλλὰ τίη ἐμὲ ταῦτα διεξερέεσθε ἕκαστα;
εἰ γὰρ δὴ μέματον Τρώων καταδῦναι ὅμιλον,
Θρήϊκες οἵδ᾽ ἀπάνευθε νεήλυδες, ἔσχατοι ἄλλων·
ἐν δέ σφιν Ῥῆσος βασιλεύς, πάϊς Ἠϊονῆος. 435
τοῦ δὴ καλλίστους ἵππους ἴδον ἠδὲ μεγίστους·
λευκότεροι χιόνος, θείειν δ᾽ ἀνέμοισιν ὁμοῖοι·
ἅρμα δέ οἱ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται·
τεύχεα δὲ χρύσεια πελώρια, θαῦμα ἰδέσθαι,
ἤλυθ᾽ ἔχων· τὰ μὲν οὔ τι καταθνητοῖσιν ἔοικεν 440
ἄνδρεσσιν φορέειν, ἀλλ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖσιν.
ἀλλ᾽ ἐμὲ μὲν νῦν νηυσὶ πελάσσετον ὠκυπόροισιν,
ἠέ με δήσαντες λίπετ᾽ αὐτόθι νηλέϊ δεσμῷ,
ὄφρα κεν ἔλθητον καὶ πειρηθῆτον ἐμεῖο,
ἠὲ κατ᾽ αἶσαν ἔειπον ἐν ὑμῖν, ἦε καὶ οὐκί.» 445
Τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη κρατερὸς Διομήδης·
«μὴ δή μοι φύξιν γε, Δόλων, ἐμβάλλεο θυμῷ,
ἐσθλά περ ἀγγείλας, ἐπεὶ ἵκεο χεῖρας ἐς ἁμάς.
εἰ μὲν γάρ κέ σε νῦν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν,
ἦ τε καὶ ὕστερον εἶσθα θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν, 450
ἠὲ διοπτεύσων ἢ ἐναντίβιον πολεμίξων·
εἰ δέ κ᾽ ἐμῇς ὑπὸ χερσὶ δαμεὶς ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσης,
οὐκέτ᾽ ἔπειτα σὺ πῆμά ποτ᾽ ἔσσεαι Ἀργείοισιν.»
Ἦ, καὶ ὁ μέν μιν ἔμελλε γενείου χειρὶ παχείῃ
ἁψάμενος λίσσεσθαι, ὁ δ᾽ αὐχένα μέσσον ἔλασσε 455
φασγάνῳ ἀΐξας, ἀπὸ δ᾽ ἄμφω κέρσε τένοντε·
φθεγγομένου δ᾽ ἄρα τοῦ γε κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη.
τοῦ δ᾽ ἀπὸ μὲν κτιδέην κυνέην κεφαλῆφιν ἕλοντο
καὶ λυκέην καὶ τόξα παλίντονα καὶ δόρυ μακρόν·
καὶ τά γ᾽ Ἀθηναίῃ ληΐτιδι δῖος Ὀδυσσεὺς 460
ὑψόσ᾽ ἀνέσχεθε χειρὶ καὶ εὐχόμενος ἔπος ηὔδα·
«χαῖρε, θεά, τοῖσδεσσι· σὲ γὰρ πρώτην ἐν Ὀλύμπῳ
πάντων ἀθανάτων ἐπιδωσόμεθ᾽· ἀλλὰ καὶ αὖτις
πέμψον ἐπὶ Θρῃκῶν ἀνδρῶν ἵππους τε καὶ εὐνάς.»