Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 8 στ. 292-356
Γυρνώντας τότε ο Τεύκρος ο άψεγος απηλογιά τού δίνει:
«Υγιέ του Ατρέα τρανέ, και μόνος μου τόσην ορμή μια κι έχω,
τί με κεντάς εσύ; Τη δύναμη που κλείνω στο κορμί μου
δεν κόβω· απ᾽ τη στιγμή που διώξαμε στο κάστρο πίσω ετούτους, 295
με το δοξάρι απ᾽ το καρτέρι μου σκοτώνω οχτρούς αράδα.
Οχτώ εχω ως τώρα μακρομύτικες σαγίτες ρίξει, κι όλες
σε αντριγιωμένων γοργοπόδαρων εμπήχτηκαν τη σάρκα.
Μονάχα αυτόν να βρώ δεν πέτυχα, το λυσσασμένο σκύλο!»
Ως είπε τούτα, από την κόρδα του κι άλλη σαγίτα ρίχνει 300
στον Έχτορα αντικρύ, κι ολόκαρδα να τον πετύχει επόθει·
μ᾽ αντίς γι᾽ αυτόν τον αψεγάδιαστο το Γοργυθίωνα βρίσκει,
του Πριάμου τον υγιό τον έμνοστο, κατάστηθα η σαγίτα.
Απ᾽ την Αισύμη νύφη η μάνα του τον είχε γεννημένο,
η Καστιάνειρα η πανέμορφη, θεά θαρρείς στο διώμα. 305
Κι ως γέρνει δίπλα το κεφάλι της στον κήπο η παπαρούνα,
που την εβάρυνε η ανοιξιάτικη δροσιά γιά κι ο καρπός της,
και το κεφάλι του όμοια απόγειρε, βαρύ απ᾽ το κράνος, δίπλα.
Κι ο Τεύκρος τότε από την κόρδα του κι άλλη σαγίτα ρίχνει
στον Έχτορα αντικρύ, κι ολόκαρδα να τον πετύχει επόθει· 310
μα δεν τον πέτυχε, τι ο Απόλλωνας της ζάβωσε το δρόμο·
τον Αρχεπτόλεμο έτσι, του Έχτορα το γαύρο αλογολάτη,
μπροστά που εχύνουνταν, εχτύπησε πα στο βυζί, στο στήθος·
κι από το αμάξι εκατρακύλησε και τ᾽ άτια εκάμαν πίσω
τα γρήγορα, κι ευτύς παράλυσαν εκεί η ψυχή κι η αντρειά του. 315
Πίκρα μεγάλη για το σύντροφο τα σωθικά του Εχτόρου
πλακώνει, όμως εκεί τον άφησε, κι ας καίγουντα η καρδιά του·
και στον Κεβριόνη, δίπλα πού ᾽λαχε, τον αδερφό του κράζει,
τα νιόλουρα να πιάσει απ᾽ τ᾽ άλογα, κι αυτός ακούει και τρέχει.
Κι ο Έχτορας πήδηξε απ᾽ τ᾽ ολόφωτο το αμάξι απά στο χώμα 320
σκούζοντας άγρια, και φουχτώνοντας βαριά στο χέρι πέτρα
ίσια στον Τεύκρο απάνω εχίμιξε, ζητώντας να του ρίξει.
Πικρή σαγίτα εκείνος έβγαλεν απ᾽ το σαγιτολόγο,
και την κοκιάζει απά στην κόρδα του, μα ως έκανε να σύρει,
στον ώμο ο κρανοσείστης Έχτορας, πα στο κλειδί, που στήθος 325
χωρίζει και λαιμό, κι είν᾽ άσκημο το λάβωμα αυτού πάντα,
κει πάνω, ως τού ᾽ριχνε, τον πέτυχε με το τραχύ κοτρόνι
και σπάει την κόρδα του, και μούδιασε το χέρι στον αρμό του·
κι όπως σωριάστη γονατίζοντας, του φεύγει το δοξάρι.
Όμως ο μέγας Αίας το αδέρφι του δεν παρατάει πεσμένο, 330
μόν᾽ τρέχει ομπρός του και τον σκέπασε με το σκουτάρι ολούθε.
Και τότε σκύψαν και τον σήκωσαν δυο γκαρδιακοί συντρόφοι,
ο αρχοντογέννητος Αλάστορας κι ο Μηκιστέας, του Εχίου
ο γιος, και τον πηγαίναν στ᾽ άρμενα, κι αυτός βαριά εβογγούσε.
Ορμή καινούργια ο ρήγας του Όλυμπου βάζει στους Τρώες, κι εκείνοι 335
τους Αχαιούς γραμμή κυνήγησαν προς το βαθύ χαντάκι·
κι έτρεχε μες στους πρώτους ο Έχτορας, όλο καρδιά και πείσμα.
Πώς σκύλος λιόντα γιά αγριογούρουνο στρώνει μπροστά και τρέχει
με πόδια γρήγορα, δαγκώνοντας ξοπίσω τα μεριά τους
και τα καπούλια, και φυλάγεται στο στριφογύρισμά τους· 340
όμοια κι εκείνος τους μακρόμαλλους Αργίτες κυνηγούσε,
και κάθε τόσο κι έναν σκότωνε, τον πιο στερνό, ως εφεύγαν.
Μα τα παλούκια πια σα διάβηκαν και το χαντάκι πέρα
μες στο φευγιό τους ―και σκοτώθηκαν πολλοί απ᾽ των Τρώων τα χέρια―
έτσι κλεισμένοι δίπλα στ᾽ άρμενα κρατιόντουσαν, και κράζαν 345
ο ένας του αλλού κουράγιο δίνοντας, και σήκωναν τα χέρια
και ξεφωνώντας τους αθάνατους ανακαλιόνταν όλους.
Και στριφογύρνα ο μέγας Έχτορας τα ωριότριχα άλογά του,
κι ως της Γοργόνας λες τα μάτια του γιά ως του αντροφόνου του Άρη.
Κι όπως τους είδε, τους σπλαχνίστηκεν η κρουσταλλόχερη Ήρα, 350
και λόγια μίλησε ανεμάρπαστα στην Αθηνά γυρνώντας:
«Ωχού, του Δία του βροντοσκούταρου παιδί, να μη γνοιαστούμε
τους Αχαιούς, εδώ που χάνουνται, καν για στερνή φορά τους;
κι είναι γραφτό τους νά ᾽βρουν θάνατο κακό και να χαθούνε
μόνο από ενούς τη λύσσα. Φρένιασε του Πρίαμου ο γιος αλήθεια, 355
ο Έχτορας, δε βαστιέται πιότερο, τόσο κακό που κάνει.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσεφώνεε Τεῦκρος ἀμύμων·
«Ἀτρεΐδη κύδιστε, τί με σπεύδοντα καὶ αὐτὸν
ὀτρύνεις; οὐ μέν τοι ὅση δύναμίς γε πάρεστι
παύομαι, ἀλλ᾽ ἐξ οὗ προτὶ Ἴλιον ὠσάμεθ᾽ αὐτούς, 295
ἐκ τοῦ δὴ τόξοισι δεδεγμένος ἄνδρας ἐναίρω.
ὀκτὼ δὴ προέηκα τανυγλώχινας ὀϊστούς,
πάντες δ᾽ ἐν χροῒ πῆχθεν ἀρηϊθόων αἰζηῶν·
τοῦτον δ᾽ οὐ δύναμαι βαλέειν κύνα λυσσητῆρα.»
Ἦ ῥα, καὶ ἄλλον ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν 300
Ἕκτορος ἀντικρύ, βαλέειν δέ ἑ ἵετο θυμός·
καὶ τοῦ μέν ῥ᾽ ἀφάμαρθ᾽, ὁ δ᾽ ἀμύμονα Γοργυθίωνα
υἱὸν ἐῢν Πριάμοιο κατὰ στῆθος βάλεν ἰῷ,
τόν ῥ᾽ ἐξ Αἰσύμηθεν ὀπυιομένη τέκε μήτηρ
καλὴ Καστιάνειρα δέμας ἐϊκυῖα θεῇσι. 305
μήκων δ᾽ ὡς ἑτέρωσε κάρη βάλεν, ἥ τ᾽ ἐνὶ κήπῳ,
καρπῷ βριθομένη νοτίῃσί τε εἰαρινῇσιν,
ὣς ἑτέρωσ᾽ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν.
Τεῦκρος δ᾽ ἄλλον ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν
Ἕκτορος ἀντικρύ, βαλέειν δέ ἑ ἵετο θυμός. 310
ἀλλ᾽ ὅ γε καὶ τόθ᾽ ἅμαρτε· παρέσφηλεν γὰρ Ἀπόλλων·
ἀλλ᾽ Ἀρχεπτόλεμον, θρασὺν Ἕκτορος ἡνιοχῆα,
ἱέμενον πόλεμόνδε βάλε στῆθος παρὰ μαζόν·
ἤριπε δ᾽ ἐξ ὀχέων, ὑπερώησαν δέ οἱ ἵπποι
ὠκύποδες· τοῦ δ᾽ αὖθι λύθη ψυχή τε μένος τε. 315
Ἕκτορα δ᾽ αἰνὸν ἄχος πύκασε φρένας ἡνιόχοιο·
τὸν μὲν ἔπειτ᾽ εἴασε καὶ ἀχνύμενός περ ἑταίρου,
Κεβριόνην δ᾽ ἐκέλευσεν ἀδελφεὸν ἐγγὺς ἐόντα
ἵππων ἡνί᾽ ἑλεῖν· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ οὐκ ἀπίθησεν ἀκούσας.
αὐτὸς δ᾽ ἐκ δίφροιο χαμαὶ θόρε παμφανόωντος 320
σμερδαλέα ἰάχων· ὁ δὲ χερμάδιον λάβε χειρί,
βῆ δ᾽ ἰθὺς Τεύκρου, βαλέειν δέ ἑ θυμὸς ἀνώγει.
ἤτοι ὁ μὲν φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀϊστόν,
θῆκε δ᾽ ἐπὶ νευρῇ· τὸν δ᾽ αὖ κορυθαίολος Ἕκτωρ
αὐερύοντα παρ᾽ ὦμον, ὅθι κληῒς ἀποέργει 325
αὐχένα τε στῆθός τε, μάλιστα δὲ καίριόν ἐστι,
τῇ ῥ᾽ ἐπὶ οἷ μεμαῶτα βάλεν λίθῳ ὀκριόεντι,
ῥῆξε δέ οἱ νευρήν· νάρκησε δὲ χεὶρ ἐπὶ καρπῷ,
στῆ δὲ γνὺξ ἐριπών, τόξον δέ οἱ ἔκπεσε χειρός.
Αἴας δ᾽ οὐκ ἀμέλησε κασιγνήτοιο πεσόντος, 330
ἀλλὰ θέων περίβη καί οἱ σάκος ἀμφεκάλυψε.
τὸν μὲν ἔπειθ᾽ ὑποδύντε δύω ἐρίηρες ἑταῖροι,
Μηκιστεὺς Ἐχίοιο πάϊς καὶ δῖος Ἀλάστωρ,
νῆας ἔπι γλαφυρὰς φερέτην βαρέα στενάχοντα.
Ἂψ δ᾽ αὖτις Τρώεσσιν Ὀλύμπιος ἐν μένος ὦρσεν· 335
οἱ δ᾽ ἰθὺς τάφροιο βαθείης ὦσαν Ἀχαιούς·
Ἕκτωρ δ᾽ ἐν πρώτοισι κίε σθένεϊ βλεμεαίνων.
ὡς δ᾽ ὅτε τίς τε κύων συὸς ἀγρίου ἠὲ λέοντος
ἅπτηται κατόπισθε, ποσὶν ταχέεσσι διώκων,
ἰσχία τε γλουτούς τε, ἑλισσόμενόν τε δοκεύει, 340
ὣς Ἕκτωρ ὤπαζε κάρη κομόωντας Ἀχαιούς,
αἰὲν ἀποκτείνων τὸν ὀπίστατον· οἱ δὲ φέβοντο.
αὐτὰρ ἐπεὶ διά τε σκόλοπας καὶ τάφρον ἔβησαν
φεύγοντες, πολλοὶ δὲ δάμεν Τρώων ὑπὸ χερσίν,
οἱ μὲν δὴ παρὰ νηυσὶν ἐρητύοντο μένοντες, 345
ἀλλήλοισί τε κεκλόμενοι καὶ πᾶσι θεοῖσι
χεῖρας ἀνίσχοντες μεγάλ᾽ εὐχετόωντο ἕκαστος·
Ἕκτωρ δ᾽ ἀμφιπεριστρώφα καλλίτριχας ἵππους,
Γοργοῦς ὄμματ᾽ ἔχων ἠδὲ βροτολοιγοῦ Ἄρηος.
Τοὺς δὲ ἰδοῦσ᾽ ἐλέησε θεὰ λευκώλενος Ἥρη, 350
αἶψα δ᾽ Ἀθηναίην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ὢ πόποι, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος, οὐκέτι νῶϊ
ὀλλυμένων Δαναῶν κεκαδησόμεθ᾽ ὑστάτιόν περ;
οἵ κεν δὴ κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντες ὄλωνται
ἀνδρὸς ἑνὸς ῥιπῇ, ὁ δὲ μαίνεται οὐκέτ᾽ ἀνεκτῶς 355
Ἕκτωρ Πριαμίδης, καὶ δὴ κακὰ πολλὰ ἔοργε.»