Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 5 στ. 311-374
Ο Αινείας ο ρήγας τότε σίγουρα θα χάνουνταν, η κόρη
του γιου του Κρόνου αν δεν τον ξέκρινεν, η μάνα του Αφροδίτη,
με τον Αγχίση που τον έκανε, ψηλά στο βουκολιό του·
και γύρω από το γιο της έριξε τα χιονοβράχιονά της,
κι άπλωσε ακόμα από το λιόφωτο μαντί μια δίπλα ομπρός του, 315
να τον φυλάξει απ᾽ τα χτυπήματα, κανείς γοργαλογάρης
Αργίτης μην τον βρει κατάστηθα και τη ζωή τού πάρει.
Αυτή λοιπόν το γιο της πάλευε να βγάλει από τη μάχη·
μα ο γιος του Καπανέα δεν ξέχασε καθόλου την ορμήνια,
αυτή που τού ᾽χε ο βροντερόφωνος Διομήδης πριν δοσμένα. 320
Κόβει τη φόρα απ᾽ τα μονόνυχα δικά τους άτια, κι όξω
τα βγάζει απ᾽ τη βουή, τα νιόλουρα κρεμώντας απ᾽ το γύρο,
και δίχως άργητα στα ωριότριχα του Αινεία χιμίζει τ᾽ άτια,
από τους Τρώες στους λιονταρόκαρδους για να τα φέρει Αργίτες.
Εκεί στο σύντροφό του Δήπυλο τα δίνει, που τιμούσε 325
χώρια απ᾽ τους άλλους συνομήλικους, τι είχε περίσσια γνώση,
για να τα φέρει στα πλεούμενα τα βαθουλά, κι εκείνος
πα στα δικά του ανέβη αλόγατα και τα λουριά φουχτώνει
τ᾽ αστραφτερά, και τ᾽ ατσαλόνυχα κεντάει φαριά με βιάση,
να φτάσει το Διομήδη θέλοντας· κι εκείνος κυνηγούσε 330
με ανέσπλαχνο χαλκό την Κύπριδα, τι ήταν δειλιάρα, κι όχι
σαν τις θεές που ανακατώνουνται μες στων αντρών τις μάχες,
μήτε Αθηνά μηδέ και Χουγιαχτώ καστελοκαταλύτρα.
Κι ως κυνηγώντας τήν επρόφτασε μες στο πολύ το ασκέρι,
παίρνοντας φόρα ο γιος του αντρόκαρδου Τυδέα την κονταρεύει 335
μ᾽ ένα του πήδημα, και ξώδερμα στο χέρι τη λαβώνει
το τρυφερό· και το κοντάρι του μεμιάς στο δέρμα εμπήχτη
μέσ᾽ απ᾽ το θείο μαντί, που κάποτε της τό ᾽χαν φάνει οι Χαρές,
απάνω στον αρμό· και χύνουνταν το αθάνατό της αίμα,
ο ιχώρας, που μες στων τρισεύτυχων θεών κυλάει τις φλέβες· 340
ψωμί δεν τρων μαθές, δεν πίνουνε κρασί φλογάτο εκείνοι,
γι᾽ αυτό δεν έχουν κι αίμα μέσα τους κι αθάνατους τους κράζουν.
Βγάζει φωνή τρανή κι αμόλησε το γιο της που κρατούσε.
Κείνον ευτύς τον πήρε ο Απόλλωνας ο Φοίβος στην αγκάλη,
σε μαύρο κρύβοντάς τον σύγνεφο, κανείς γοργαλογάρης 345
Αργίτης μην τον βρει κατάστηθα και τη ζωή τού πάρει.
Τότε ο Διομήδης ο βροντόφωνος σέρνει φωνή μεγάλη:
«Κόρη του Δία, τ᾽ αντροπαλέματα και τη σφαγή παράτα!
Μη δε σε φτάνει που τις άβουλες γυναίκες ξελογιάζεις;
Μ᾽ αν θες στον πόλεμο να μού ᾽ρχεσαι, θ᾽ ακούς θαρρώ σε λίγο 350
πόλεμο κάπου αλλού να γίνεται, και θα σε πιάνει τρόμος!»
Είπε, κι εκείνη φεύγει ξέφρενη, του πόνου δαμασμένη·
κι η Ίριδα τρέχει η ανεμοπόδαρη κι απ᾽ τη σφαγή τη βγάζει.
Πονούσε αβάσταχτα, κι η σάρκα της μελάνιαζε η ροδάτη.
Εκεί, ζερβά απ᾽ τη μάχη, αντάμωσε τον Άρη καθισμένο, 355
με τα φαριά και το κοντάρι του κρυμμένα στην αντάρα.
Στον αδερφό μπροστά σωριάστηκε, τα παρακάλια αρχίζει
ζητώντας να της δώσει τ᾽ άτια του τα χρυσοχαλινάτα:
«Καλέ αδερφέ, για παραστάσου με και δώσ᾽ μου τ᾽ άλογά σου,
για να διαγείρω απά στον Όλυμπο, στ᾽ αθάνατα λημέρια. 360
Με σφάζει ο πόνος, τι με λάβωσε κάποιος θνητός, ο γαύρος
Διομήδης, τώρα που θα τά ᾽βαζε και με το Δία πατέρα.»
Είπε, κι αυτός τής δίνει τ᾽ άλογα τα χρυσοχαλινάτα,
κι εκείνη απά στο αμάξι ανέβηκε με πονεμένα στήθη,
κι η Ίριδα ανέβη πλάι της κι άρπαξε τα νιόλουρα στα χέρια· 365
δίνει βιτσιά μεμιάς στ᾽ αλόγατα, που πρόθυμα πετάξαν,
και στον απόγκρεμο τον Όλυμπο, στα θεία λημέρια, εφτάσαν.
Εκεί η γοργή ανεμόποδη Ίριδα τραβάει να σταματήσουν,
ξεζεύει τ᾽ άλογα κι αθάνατη ταγή τούς βάζει ομπρός τους·
κι η αρχόντισσα Αφροδίτη ανάγειρε στα γόνατα της Διώνης, 370
της μάνας της· κι αυτή την κόρη της μες στην αγκάλη επήρε,
και με το χέρι της τη χάιδεψε κι έτσι μιλεί και κρένει:
«Παιδί μου, ποιός απ᾽ τους αθάνατους σου τά ᾽χει κάνει ετούτα,
άδικα, λες κακό πως έκανες σε όλο μπροστά τον κόσμο;»
Καί νύ κεν ἔνθ᾽ ἀπόλοιτο ἄναξ ἀνδρῶν Αἰνείας,
εἰ μὴ ἄρ᾽ ὀξὺ νόησε Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη,
μήτηρ, ἥ μιν ὑπ᾽ Ἀγχίσῃ τέκε βουκολέοντι·
ἀμφὶ δ᾽ ἑὸν φίλον υἱὸν ἐχεύατο πήχεε λευκώ,
πρόσθε δέ οἱ πέπλοιο φαεινοῦ πτύγμ᾽ ἐκάλυψεν, 315
ἕρκος ἔμεν βελέων, μή τις Δαναῶν ταχυπώλων
χαλκὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλὼν ἐκ θυμὸν ἕλοιτο.
Ἡ μὲν ἑὸν φίλον υἱὸν ὑπεξέφερεν πολέμοιο·
οὐδ᾽ υἱὸς Καπανῆος ἐλήθετο συνθεσιάων
τάων ἃς ἐπέτελλε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης, 320
ἀλλ᾽ ὅ γε τοὺς μὲν ἑοὺς ἠρύκακε μώνυχας ἵππους
νόσφιν ἀπὸ φλοίσβου, ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας,
Αἰνείαο δ᾽ ἐπαΐξας καλλίτριχας ἵππους
ἐξέλασε Τρώων μετ᾽ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς.
δῶκε δὲ Δηϊπύλῳ, ἑτάρῳ φίλῳ, ὃν περὶ πάσης 325
τῖεν ὁμηλικίης, ὅτι οἱ φρεσὶν ἄρτια ᾔδη,
νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ἐλαυνέμεν· αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἥρως
ὧν ἵππων ἐπιβὰς ἔλαβ᾽ ἡνία σιγαλόεντα,
αἶψα δὲ Τυδεΐδην μέθεπε κρατερώνυχας ἵππους
ἐμμεμαώς· ὁ δὲ Κύπριν ἐπῴχετο νηλέϊ χαλκῷ, 330
γιγνώσκων ὅ τ᾽ ἄναλκις ἔην θεός, οὐδὲ θεάων
τάων αἵ τ᾽ ἀνδρῶν πόλεμον κάτα κοιρανέουσιν,
οὔτ᾽ ἄρ᾽ Ἀθηναίη οὔτε πτολίπορθος Ἐνυώ.
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἐκίχανε πολὺν καθ᾽ ὅμιλον ὀπάζων,
ἔνθ᾽ ἐπορεξάμενος μεγαθύμου Τυδέος υἱὸς 335
ἄκρην οὔτασε χεῖρα μετάλμενος ὀξέϊ δουρὶ
ἀβληχρήν· εἶθαρ δὲ δόρυ χροὸς ἀντετόρησεν
ἀμβροσίου διὰ πέπλου, ὅν οἱ Χάριτες κάμον αὐταί,
πρυμνὸν ὕπερ θέναρος· ῥέε δ᾽ ἄμβροτον αἷμα θεοῖο,
ἰχώρ, οἷός πέρ τε ῥέει μακάρεσσι θεοῖσιν· 340
οὐ γὰρ σῖτον ἔδουσ᾽, οὐ πίνουσ᾽ αἴθοπα οἶνον,
τοὔνεκ᾽ ἀναίμονές εἰσι καὶ ἀθάνατοι καλέονται.
ἡ δὲ μέγα ἰάχουσα ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν·
καὶ τὸν μὲν μετὰ χερσὶν ἐρύσατο Φοῖβος Ἀπόλλων
κυανέῃ νεφέλῃ, μή τις Δαναῶν ταχυπώλων 345
χαλκὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλὼν ἐκ θυμὸν ἕλοιτο·
τῇ δ᾽ ἐπὶ μακρὸν ἄϋσε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης·
«εἶκε, Διὸς θύγατερ, πολέμου καὶ δηϊοτῆτος·
ἦ οὐχ ἅλις ὅττι γυναῖκας ἀνάλκιδας ἠπεροπεύεις;
εἰ δὲ σύ γ᾽ ἐς πόλεμον πωλήσεαι, ἦ τέ σ᾽ ὀΐω 350
ῥιγήσειν πόλεμόν γε καὶ εἴ χ᾽ ἑτέρωθι πύθηαι.»
Ὣς ἔφαθ᾽, ἡ δ᾽ ἀλύουσ᾽ ἀπεβήσετο, τείρετο δ᾽ αἰνῶς·
τὴν μὲν ἄρ᾽ Ἶρις ἑλοῦσα ποδήνεμος ἔξαγ᾽ ὁμίλου
ἀχθομένην ὀδύνῃσι, μελαίνετο δὲ χρόα καλόν.
εὗρεν ἔπειτα μάχης ἐπ᾽ ἀριστερὰ θοῦρον Ἄρηα 355
ἥμενον· ἠέρι δ᾽ ἔγχος ἐκέκλιτο καὶ ταχέ᾽ ἵππω·
ἡ δὲ γνὺξ ἐριποῦσα κασιγνήτοιο φίλοιο
πολλὰ λισσομένη χρυσάμπυκας ᾔτεεν ἵππους·
«φίλε κασίγνητε, κόμισαί τέ με δός δέ μοι ἵππους,
ὄφρ᾽ ἐς Ὄλυμπον ἵκωμαι, ἵν᾽ ἀθανάτων ἕδος ἐστί. 360
λίην ἄχθομαι ἕλκος, ὅ με βροτὸς οὔτασεν ἀνήρ,
Τυδεΐδης, ὃς νῦν γε καὶ ἂν Διὶ πατρὶ μάχοιτο.»
Ὣς φάτο, τῇ δ᾽ ἄρ᾽ Ἄρης δῶκε χρυσάμπυκας ἵππους·
ἡ δ᾽ ἐς δίφρον ἔβαινεν ἀκηχεμένη φίλον ἦτορ,
πὰρ δέ οἱ Ἶρις ἔβαινε καὶ ἡνία λάζετο χερσί, 365
μάστιξεν δ᾽ ἐλάαν, τὼ δ᾽ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην.
αἶψα δ᾽ ἔπειθ᾽ ἵκοντο θεῶν ἕδος, αἰπὺν Ὄλυμπον·
ἔνθ᾽ ἵππους ἔστησε ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις
λύσασ᾽ ἐξ ὀχέων, παρὰ δ᾽ ἀμβρόσιον βάλεν εἶδαρ·
ἡ δ᾽ ἐν γούνασι πῖπτε Διώνης δῖ᾽ Ἀφροδίτη, 370
μητρὸς ἑῆς· ἡ δ᾽ ἀγκὰς ἐλάζετο θυγατέρα ἥν,
χειρί τέ μιν κατέρεξεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἐκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«τίς νύ σε τοιάδ᾽ ἔρεξε, φίλον τέκος, Οὐρανιώνων
μαψιδίως, ὡς εἴ τι κακὸν ῥέζουσαν ἐνωπῇ;»