Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 3 στ. 302-368
Έτσι έλεγαν, μα ο γιος δεν έστρεξε του Κρόνου την ευκή τους.
Κι ο Πρίαμος, η γενιά του Δάρδανου, τους μίλησε έτσι τότε:
«Ομπρός ελάτε, Τρώες, ακούστε με, κι Αργίτες αντρειωμένοι·
να γείρω εγώ στην ανεμόδαρτη την Τροία λογιάζω τώρα 305
πίσω ξανά· γιατί τα μάτια μου να ιδούν δε θα βαστάξουν
το γιο μου εδώ με τον πολέμαρχο Μενέλαο να χτυπιέται.
Ο Δίας αλήθεια κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί το ξέρουν μόνο,
για ποιό απ᾽ τους δυο απ᾽ τη Μοίρα γράφτηκε να βρεί το χάρο τώρα.»
Αυτά ειπε ο ισόθεος άντρας, κι έβαλε τα δυο τ᾽ αρνιά στο αμάξι, 310
κι ατός του ανέβηκε και τράβηξε τα νιόλουρα στα πίσω,
και πλάι του ανέβηκε κι ο Αντήνορας πα στο πανώριο αμάξι.
Έτσι λοιπόν αυτοί πισώστρεψαν στο κάστρο να διαγείρουν
κι ο Έχτορας τότε, ο γιος του Πρίαμου, με τον τρανό Οδυσσέα
τον τόπο πρώτα πρώτα εμέτρησαν, λαχνούς κατόπι επήραν 315
και μες σε χάλκινο τους έβαλαν ταράζοντάς τους κράνος,
πρώτος ποιός θά ᾽ριχνε το χάλκινο κοντάρι από τους δυο τους.
Κι ευκιούνταν στους θεούς υψώνοντας τα χέρια τα φουσάτα,
και τούτα λέγαν ο καθένας τους, και Τρώες κι Αργίτες όλοι:
«Πατέρα Δία, τρανέ κι ασύγκριτε, που κυβερνάς την Ίδα, 320
τον πού ᾽ριξε τα πάθη ανάμεσα στους δυο λαούς ετούτα
δώσε να πέσει και στον άραχλο να κατεβεί τον Άδη,
και πάλι εμείς αγάπη ας κάνουμε και μπιστεμένους όρκους.»
Έτσι έλεγαν, κι ο μέγας Έχτορας εκούνησε το κράνος
πίσω θωρώντας, και πετάχτηκε γοργά ο λαχνός του Πάρη. 325
Σειρές σειρές καθίσαν όλοι τους, όπου ο καθείς αφήκε
τ᾽ αναεροκυκλοπόδικα άτια του και την πλουμάτη αρμάτα.
Και τότε ο αρχοντικός Αλέξαντρος, της ομορφομαλλούσας
Ελένης ο άντρας, τα ώρια φόρεσε στους ώμους άρματά του·
και πρώτα γύρω στ᾽ αντικνήμια του περνά κνημίδες ώριες, 330
που με θηλύκια στους αστράγαλους σφιγγόνταν ασημένια·
απ᾽ το Λυκάονα πήρε δεύτερα, τον αδερφό, και βάζει
το θώρακά του, αφού τον ταίριαξε πα στο δικό του στήθος.
Μετά το ασημοκαρφοπλούμιστο σπαθί φοράει στους ώμους
το χάλκινο, και το κατάβαρο, θεόρατο σκουτάρι. 335
Στο δυνατό κεφάλι του έβαλε καλοφτιαγμένο κράνος,
κι άγρια ψηλά από πάνω ανέμιζεν η φούντα του η αλογίσια·
και το γερό κοντάρι εφούχτωσε, που τού ᾽ρχονταν στο χέρι.
Όμοια αρματώνουνταν κι ο αντρόκαρδος Μενέλαος απ᾽ την άλλη.
Κι ως φόρεσαν οι δυο τους τ᾽ άρματα, καθείς μες στους δικούς του, 340
ανάμεσα στους Τρώες προχώρεσαν και στους Αργίτες, κι είχαν
άγρια την όψη· και θαμάζουνταν και Αργίτες αντρειωμένοι
και Τρώες αλογατάδες, όλοι τους, καθώς τους αντικρίζαν.
Κι εκείνοι εστάθηκαν σιμώνοντας στο μετρημένο αλώνι,
γοργοκουνώντας τα κοντάρια τους ο ένας του αλλού με λύσσα. 245
Πρώτος ο Πάρης το μακρόισκιωτο κοντάρι τότε ρίχνει
και χτύπησε στ᾽ ολούθε ισόκυκλο του γιου του Ατρέα σκουτάρι,
μα δεν το τρύπησε, τι εστράβωσε του κονταριού του η μύτη
πα στο γερό σκουτάρι. Δεύτερος ο γιος του Ατρέα χιμίζει
με το χαλκό κοντάρι, υψώνοντας ευκή στο Δία πατέρα: 350
«Αφέντη Δία, τον άντρα βόηθα μου, που πρωταδίκησέ με,
να γδικιωθώ, τον αρχοντόγεννο τον Πάρη· ρίξε μου τον
στα χέρια αυτά, που κι οι μελλούμενες γενιές ν᾽ ανατριχιάζουν
στον που τους δέχτη και τους φίλεψε ποτέ κακό να κάνουν.»
Είπε, και το μακρόισκιωτο έριξε κοντάρι του με φόρα, 355
και το λαμπρό, τ᾽ ολούθε ισόκυκλο σκουτάρι πετυχαίνει
του γιου του Πρίαμου, κι ως το πέρασε, το δυνατό κοντάρι
τρυπάει και χώνεται στο θώρακα το βαριοξομπλιασμένο,
και δίπλα στο λαγγόνι του έσκισε το ρούχο πέρα ως πέρα·
μ᾽ αυτός ανάγειρε και γλίτωσε του ασβολωμένου Χάρου. 360
Το ασημοκαρφοπλούμιστο έσυρε σπαθί ο Μενέλαος τότε
κι ασκώνοντάς το απά στα κέρατα του χτύπησε το κράνος,
μα το σπαθί χιλιοτσακίστηκε και τού ᾽πεσε απ᾽ το χέρι.
Και τότε ο Ατρείδης βαρυγκόμησε τον ουρανό θωρώντας:
«Πατέρα Δία, θεός σκληρόκαρδος κανένας πιο από σένα! 365
Την αδικιά του Αλέξαντρου έλεγα θα γδικιωνόμουν τώρα,
μα νά που το σπαθί στα χέρια μου τσακίστη, κι απ᾽ τη φούχτα
τινάχτη το κοντάρι μου άδικα, χωρίς να τον πετύχω.»
Ὣς ἔφαν, οὐδ᾽ ἄρα πώ σφιν ἐπεκραίαινε Κρονίων.
τοῖσι δὲ Δαρδανίδης Πρίαμος μετὰ μῦθον ἔειπε·
«κέκλυτέ μευ, Τρῶες καὶ ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί·
ἤτοι ἐγὼν εἶμι προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν 305
ἄψ, ἐπεὶ οὔ πω τλήσομ᾽ ἐν ὀφθαλμοῖσιν ὁρᾶσθαι
μαρνάμενον φίλον υἱὸν ἀρηϊφίλῳ Μενελάῳ·
Ζεὺς μέν που τό γε οἶδε καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι,
ὁπποτέρῳ θανάτοιο τέλος πεπρωμένον ἐστίν.»
Ἦ ῥα, καὶ ἐς δίφρον ἄρνας θέτο ἰσόθεος φώς, 310
ἂν δ᾽ ἄρ᾽ ἔβαιν᾽ αὐτός, κατὰ δ᾽ ἡνία τεῖνεν ὀπίσσω·
πὰρ δέ οἱ Ἀντήνωρ περικαλλέα βήσετο δίφρον.
τὼ μὲν ἄρ᾽ ἄψορροι προτὶ Ἴλιον ἀπονέοντο·
Ἕκτωρ δὲ Πριάμοιο πάϊς καὶ δῖος Ὀδυσσεὺς
χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον, αὐτὰρ ἔπειτα 315
κλήρους ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον ἑλόντες,
ὁππότερος δὴ πρόσθεν ἀφείη χάλκεον ἔγχος.
λαοὶ δ᾽ ἠρήσαντο, θεοῖσι δὲ χεῖρας ἀνέσχον,
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν Ἀχαιῶν τε Τρώων τε·
«Ζεῦ πάτερ, Ἴδηθεν μεδέων, κύδιστε μέγιστε, 320
ὁππότερος τάδε ἔργα μετ᾽ ἀμφοτέροισιν ἔθηκε,
τὸν δὸς ἀποφθίμενον δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω,
ἡμῖν δ᾽ αὖ φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ γενέσθαι.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφαν, πάλλεν δὲ μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ
ἂψ ὁρόων· Πάριος δὲ θοῶς ἐκ κλῆρος ὄρουσεν. 325
οἱ μὲν ἔπειθ᾽ ἵζοντο κατὰ στίχας, ἧχι ἑκάστῳ
ἵπποι ἀερσίποδες καὶ ποικίλα τεύχεα κεῖτο·
αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἐδύσετο τεύχεα καλὰ
δῖος Ἀλέξανδρος, Ἑλένης πόσις ἠϋκόμοιο.
κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε 330
καλάς, ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας·
δεύτερον αὖ θώρηκα περὶ στήθεσσιν ἔδυνεν
οἷο κασιγνήτοιο Λυκάονος· ἥρμοσε δ᾽ αὐτῷ.
ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ ὤμοισιν βάλετο ξίφος ἀργυρόηλον
χάλκεον, αὐτὰρ ἔπειτα σάκος μέγα τε στιβαρόν τε· 335
κρατὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν
ἵππουριν· δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν·
εἵλετο δ᾽ ἄλκιμον ἔγχος, ὅ οἱ παλάμηφιν ἀρήρει.
ὣς δ᾽ αὔτως Μενέλαος ἀρήϊος ἔντε᾽ ἔδυνεν.
Οἱ δ᾽ ἐπεὶ οὖν ἑκάτερθεν ὁμίλου θωρήχθησαν, 340
ἐς μέσσον Τρώων καὶ Ἀχαιῶν ἐστιχόωντο
δεινὸν δερκόμενοι· θάμβος δ᾽ ἔχεν εἰσορόωντας
Τρῶάς θ᾽ ἱπποδάμους καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς.
καί ῥ᾽ ἐγγὺς στήτην διαμετρητῷ ἐνὶ χώρῳ
σείοντ᾽ ἐγχείας ἀλλήλοισιν κοτέοντε. 345
πρόσθε δ᾽ Ἀλέξανδρος προΐει δολιχόσκιον ἔγχος,
καὶ βάλεν Ἀτρεΐδαο κατ᾽ ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην,
οὐδ᾽ ἔρρηξεν χαλκός, ἀνεγνάμφθη δέ οἱ αἰχμὴ
ἀσπίδ᾽ ἐνὶ κρατερῇ· ὁ δὲ δεύτερον ὄρνυτο χαλκῷ
Ἀτρεΐδης Μενέλαος ἐπευξάμενος Διὶ πατρί· 350
«Ζεῦ ἄνα, δὸς τείσασθαι ὅ με πρότερος κάκ᾽ ἔοργε,
δῖον Ἀλέξανδρον, καὶ ἐμῇς ὑπὸ χερσὶ δάμασσον,
ὄφρα τις ἐρρίγῃσι καὶ ὀψιγόνων ἀνθρώπων
ξεινοδόκον κακὰ ῥέξαι, ὅ κεν φιλότητα παράσχῃ.»
Ἦ ῥα, καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος, 355
καὶ βάλε Πριαμίδαο κατ᾽ ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην·
διὰ μὲν ἀσπίδος ἦλθε φαεινῆς ὄβριμον ἔγχος,
καὶ διὰ θώρηκος πολυδαιδάλου ἠρήρειστο·
ἀντικρὺ δὲ παραὶ λαπάρην διάμησε χιτῶνα
ἔγχος· ὁ δ᾽ ἐκλίνθη καὶ ἀλεύατο κῆρα μέλαιναν. 360
Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος ξίφος ἀργυρόηλον
πλῆξεν ἀνασχόμενος κόρυθος φάλον· ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ αὐτῷ
τριχθά τε καὶ τετραχθὰ διατρυφὲν ἔκπεσε χειρός.
Ἀτρεΐδης δ᾽ ᾤμωξεν ἰδὼν εἰς οὐρανὸν εὐρύν·
«Ζεῦ πάτερ, οὔ τις σεῖο θεῶν ὀλοώτερος ἄλλος· 365
ἦ τ᾽ ἐφάμην τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος·
νῦν δέ μοι ἐν χείρεσσιν ἄγη ξίφος, ἐκ δέ μοι ἔγχος
ἠΐχθη παλάμηφιν ἐτώσιον, οὐδ᾽ ἔβαλόν μιν.»