Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 24 στ. 265-321
Έτσι μιλάει, κι αυτοί τον κύρη τους που εφώναζε σκιαχτήκαν, 265
κι όξω τραβήξαν το καλότροχο, πεντάμορφο, καινούργιο
καρότσι για τις μούλες, κι έδεσαν απάνω το κασόνι·
τον πυξαρένιο ευτύς κατέβασαν αφαλωτό ζυγό τους,
που στο καρφί ψηλά ανακρέμουνταν, με τα καλά κρικέλια·
βγάζουν μαζί και τα ζυγόλουρα, πήχες εννιά το μάκρος· 270
και το ζυγό στο καλοκάμωτο τιμόνι εβάλαν πάνω,
στην άκραν άκρα ομπρός, και πέρασαν τον κρίκο απά στη σφήνα,
και δέσαν τα λουριά δεξόζερβα πα στο κλειδί τρεις γύρους·
κι αφού ως την άκρα τα σφιχτόδεσαν, τα σφίξαν στο γλωσσίδι.
Μετά το βιος εβγάλαν το άμετρο, την ξαγορά του Εχτόρου, 275
απ᾽ το κελάρι, και το στοίβαξαν στο τορνευτό καρότσι,
και τις γερές, τις ατσαλόνυχες με βιάση εζεύαν μούλες,
δώρο ακριβό, οι Μυσοί που κάποτε στον Πρίαμο το χαρίσαν.
Και δέσαν στο ζυγό και τ᾽ άλογα, που ο γέροντας ατός του
στο τορνευτό παχνί τα τάγιζε, βιος ακριβό δικό του. 280
Έτσι γνοιαζόνταν για το ζέψιμο μες στο αψηλό παλάτι
ο γέρο Πρίαμος κι ο διαλάλης του, κι οι δυο τους μυαλωμένοι.
Κι η Εκάβη τότε εκεί τους ζύγωσε με μαραμένα σπλάχνα,
κρατώντας στο δεξί το χέρι της μαλαματένια κούπα,
σπονδές να κάνουν με γλυκόπιοτο κρασί, πριχού κινήσουν. 285
Στάθη λοιπόν ομπρός στ᾽ αλόγατα κι αυτά μιλάει και κρένει:
«Στο Δία πατέρα πάρε πρόσφερε σπονδή, κι ευκήσου νά ᾽ρθεις
γερός απ᾽ τους οχτρούς στο σπίτι σου, μια κι η καρδιά σου τόσο
στων Δαναών σε σπρώχνει τ᾽ άρμενα, χωρίς εγώ να θέλω.
Ευκήσου καν στο μαυροσύγνεφο το Δία, που απά στην Ίδα 290
θρονιάζει κι αγναντεύει αλάκερη την ξακουσμένη Τροία,
και για σημάδι ζήτα γρήγορο μαντάτορά του, τ᾽ όρνιο
το πιο ακριβό του, με τη δύναμη την πιο τρανή, να σού ᾽ρθει
δεξιά μεριά, που ως πια τα μάτια σου το ιδούν, για τα καράβια
των Δαναών να φύγεις ξέθαρρος των γοργαλογατάδων. 295
Ο Δίας αν όμως ο βροντόλαλος δικό του αποκρισάρη
δεν πει να στείλει, εγώ θα σού ᾽λεγα ν᾽ αλλάξεις γνώμη τώρα
και να μην πας στα πλοία τ᾽ αργίτικα, κι ας λαχταρά η καρδιά σου.»
Και τότε ο Πρίαμος ο θεόμορφος γυρνάει κι απηλογιέται:
«Θα την ακούσω την αρμήνια σου, καλή μου, τι ταιριάζει 300
στο Δία ν᾽ ασκώνουμε τα χέρια μας, μπας και μας συμπονέσει.»
Ως είπε τούτα, την κελάρισσα νερό γοργά προστάζει
στα χέρια να του χύσει γάργαρο· κι εκείνη τρέχει δίπλα
στο γέροντα, σταμνί στα χέρια της κρατώντας και λεγένι.
Κι όπως ενίφτη, απ᾽ τη γυναίκα του την κούπα παίρνει, κι όρθιος 305
στη μέση της αυλής προσεύκουνταν, και στάλαζε στο χώμα,
στον ουρανό τα μάτια ασκώνοντας, κι έτσι μιλάει και κράζει:
«Πατέρα Δία, τρανέ κι ασύγκριτε, που κυβερνάς την Ίδα,
σαν έρθω στου Αχιλλέα, συμπόνεση κι αγάπη νά ᾽βρω δώσ᾽ μου·
και για σημάδι στείλε γρήγορο μαντάτορά σου, τ᾽ όρνιο 310
το πιο ακριβό σου, με τη δύναμη την πιο τρανή, να μού ᾽ρθει
δεξιά μεριά, που ως πια τα μάτια μου το ιδούν, για τα καράβια
των Δαναών να φύγω ξέθαρρος των γοργαλογατάδων.»
Είπε, κι ο Δίας ο βαθυστόχαστος τον άκουσε που ευκήθη,
κι αϊτό τού στέλνει, απ᾽ τα πετούμενα το πιο που φανερώνει 315
το θέλημά του, μαύρο κι άρπαγο ―το λένε και μαυρόρνιο―
κι όσο φαρδιά ειναι τα πορτόφυλλα, τα στέρια, τα δεμένα,
σε σπίτι μέσα αψηλοτάβανο βαρβάτου νοικοκύρη,
τόσο απλωνόνταν κι οι φτερούγες του· κι από το κάστρο απάνω
δεξιά μεριά χιμώντας φάνηκε· κι εκείνοι, σαν τον είδαν, 320
πήραν χαρά τρανή, κι εγλύκαναν μέσα ολονώ τα σπλάχνα.
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πατρὸς ὑποδείσαντες ὁμοκλὴν 265
ἐκ μὲν ἄμαξαν ἄειραν ἐΰτροχον ἡμιονείην
καλὴν πρωτοπαγέα, πείρινθα δὲ δῆσαν ἐπ᾽ αὐτῆς,
κὰδ δ᾽ ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον ἡμιόνειον
πύξινον ὀμφαλόεν, εὖ οἰήκεσσιν ἀρηρός·
ἐκ δ᾽ ἔφερον ζυγόδεσμον ἅμα ζυγῷ ἐννεάπηχυ. 270
καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκαν ἐϋξέστῳ ἐπὶ ῥυμῷ,
πέζῃ ἔπι πρώτῃ, ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλλον,
τρὶς δ᾽ ἑκάτερθεν ἔδησαν ἐπ᾽ ὀμφαλόν, αὐτὰρ ἔπειτα
ἑξείης κατέδησαν, ὑπὸ γλωχῖνα δ᾽ ἔκαμψαν.
ἐκ θαλάμου δὲ φέροντες ἐϋξέστης ἐπ᾽ ἀπήνης 275
νήεον Ἑκτορέης κεφαλῆς ἀπερείσι᾽ ἄποινα,
ζεῦξαν δ᾽ ἡμιόνους κρατερώνυχας ἐντεσιεργούς,
τούς ῥά ποτε Πριάμῳ Μυσοὶ δόσαν ἀγλαὰ δῶρα.
ἵππους δὲ Πριάμῳ ὕπαγον ζυγόν, οὓς ὁ γεραιὸς
αὐτὸς ἔχων ἀτίταλλεν ἐϋξέστῃ ἐπὶ φάτνῃ. 280
Τὼ μὲν ζευγνύσθην ἐν δώμασιν ὑψηλοῖσι
κῆρυξ καὶ Πρίαμος, πυκινὰ φρεσὶ μήδε᾽ ἔχοντες·
ἀγχίμολον δέ σφ᾽ ἦλθ᾽ Ἑκάβη τετιηότι θυμῷ,
οἶνον ἔχουσ᾽ ἐν χειρὶ μελίφρονα δεξιτερῆφι,
χρυσέῳ ἐν δέπαϊ, ὄφρα λείψαντε κιοίτην· 285
στῆ δ᾽ ἵππων προπάροιθεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«τῆ, σπεῖσον Διὶ πατρί, καὶ εὔχεο οἴκαδ᾽ ἱκέσθαι
ἂψ ἐκ δυσμενέων ἀνδρῶν, ἐπεὶ ἂρ σέ γε θυμὸς
ὀτρύνει ἐπὶ νῆας, ἐμεῖο μὲν οὐκ ἐθελούσης.
ἀλλ᾽ εὔχεο σύ γ᾽ ἔπειτα κελαινεφέϊ Κρονίωνι 290
Ἰδαίῳ, ὅς τε Τροίην κατὰ πᾶσαν ὁρᾶται,
αἴτει δ᾽ οἰωνόν, ταχὺν ἄγγελον, ὅς τέ οἱ αὐτῷ
φίλτατος οἰωνῶν, καί εὑ κράτος ἐστὶ μέγιστον,
δεξιόν, ὄφρα μιν αὐτὸς ἐν ὀφθαλμοῖσι νοήσας
τῷ πίσυνος ἐπὶ νῆας ἴῃς Δαναῶν ταχυπώλων. 295
εἰ δέ τοι οὐ δώσει ἑὸν ἄγγελον εὐρύοπα Ζεύς,
οὐκ ἂν ἔγωγέ σ᾽ ἔπειτα ἐποτρύνουσα κελοίμην
νῆας ἐπ᾽ Ἀργείων ἰέναι μάλα περ μεμαῶτα.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη Πρίαμος θεοειδής·
«ὦ γύναι, οὐ μέν τοι τόδ᾽ ἐφιεμένῃ ἀπιθήσω. 300
ἐσθλὸν γὰρ Διὶ χεῖρας ἀνασχέμεν, αἴ κ᾽ ἐλεήσῃ.»
Ἦ ῥα, καὶ ἀμφίπολον ταμίην ὄτρυν᾽ ὁ γεραιὸς
χερσὶν ὕδωρ ἐπιχεῦαι ἀκήρατον· ἡ δὲ παρέστη
χέρνιβον ἀμφίπολος πρόχοόν θ᾽ ἅμα χερσὶν ἔχουσα.
νιψάμενος δὲ κύπελλον ἐδέξατο ἧς ἀλόχοιο· 305
εὔχετ᾽ ἔπειτα στὰς μέσῳ ἕρκεϊ, λεῖβε δὲ οἶνον
οὐρανὸν εἰσανιδών, καὶ φωνήσας ἔπος ηὔδα·
«Ζεῦ πάτερ, Ἴδηθεν μεδέων, κύδιστε μέγιστε,
δός μ᾽ ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλθεῖν ἠδ᾽ ἐλεεινόν,
πέμψον δ᾽ οἰωνόν, ταχὺν ἄγγελον, ὅς τε σοὶ αὐτῷ 310
φίλτατος οἰωνῶν, καί εὑ κράτος ἐστὶ μέγιστον,
δεξιόν, ὄφρα μιν αὐτὸς ἐν ὀφθαλμοῖσι νοήσας
τῷ πίσυνος ἐπὶ νῆας ἴω Δαναῶν ταχυπώλων.»
Ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, τοῦ δ᾽ ἔκλυε μητίετα Ζεύς,
αὐτίκα δ᾽ αἰετὸν ἧκε, τελειότατον πετεηνῶν, 315
μόρφνον θηρητῆρ᾽, ὃν καὶ περκνὸν καλέουσιν.
ὅσση δ᾽ ὑψορόφοιο θύρη θαλάμοιο τέτυκται
ἀνέρος ἀφνειοῖο, ἐῢ κληῗσ᾽ ἀραρυῖα,
τόσσ᾽ ἄρα τοῦ ἑκάτερθεν ἔσαν πτερά· εἴσατο δέ σφι
δεξιὸς ἀΐξας διὰ ἄστεος· οἱ δὲ ἰδόντες 320
γήθησαν, καὶ πᾶσιν ἐνὶ φρεσὶ θυμὸς ἰάνθη.