Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 22 στ. 247-305
Αυτά ειπεν η Αθηνά, και κίνησε μπροστά πλανεύοντάς τον.
Κι όπως τρεχάτοι κοντοζύγωσαν ο ένας του αλλού χιμώντας,
ο μέγας κρανοσείστης Έχτορας του μίλησε έτσι πρώτος:
«Γιε του Πηλέα, πια δε σε σκιάζομαι σαν πριν, που επήρα δρόμο 250
στο κάστρο τρεις φορές ολόγυρα του Πρίαμου, κι ως χυνόσουν,
να σε αντικρίσω δεν το βάστηξα· τώρα η καρδιά με σπρώχνει
να χτυπηθούμε πια κατάστηθα, κι όποιονε πάρει ο Χάρος!
Μόν᾽ έλα, τους θεούς να κράξουμε, τι άλλους δεν έχει αλήθεια
κάλλιους μαρτύρους και βλεπάτορες στις σύβασές μας τούτες: 255
τι το κορμί σου εγώ σκληρόψυχα δε θα ντροπιάσω, αν ίσως
μου δώσει τώρα ο Δίας τη δύναμη και τη ζωή σού πάρω·
τα ξακουστά σα γδύσω τ᾽ άρματα, θα δώσω το κορμί σου
στους Αχαιούς για να το θάψουνε· το ίδιο και συ να κάνεις.»
Κι είπε ο Αχιλλέας ο γοργοπόδαρος ταυροκοιτάζοντάς τον: 260
«Έχτορα σκύλε, τα συβάσματα καταμεριά παράτα!
Όπως ποτέ λιοντάρια κι άνθρωποι πιστούς δε δένουν όρκους,
κι ουδέ κι αρνιά και λύκοι σμίγουνε ποτέ τους να μονιάσουν,
μονάχα μίσος ακατάλυτο δουλεύει αναμεσό τους,
παρόμοια εγώ και συ δε γίνεται νά ᾽χουμε αγάπη, μήτε 265
όρκους να κάνουμε, πριν ένας μας πέσει στη γη, τον Άρη
για να χορτάσει με το γαίμα του, τον άγριο πολεμάρχο.
Βάλε λοιπόν την πάσα τέχνη σου στο νου, καιρός να δείξεις
κονταρομάχος και πολέμαρχος πως είσαι ψυχωμένος.
Δεν έχεις γλιτωμό! Το θάνατο σου ετοίμασε η Παλλάδα 270
την ώρα αυτή με το κοντάρι μου· κι όλες μαζί τις πίκρες
θα μου πλερώσεις για τους σύντροφους που σκότωσες λυσσώντας.»
Είπε, και το μακρόισκιωτο έριξε κοντάρι του με φόρα·
μα τό ᾽δε αντίκρα ο μέγας Έχτορας και τη ριξιά ξεφεύγει,
τι έσκυψε, ως τό ᾽δε· κι από πάνω του πετώντας το κοντάρι 275
το χάλκινο στο χώμα εμπήχτηκε· τότε η Αθηνά το αρπάζει
κρυφά απ᾽ τον Έχτορα και τό ᾽δωκε ξανά στον Αχιλλέα.
Κι ο μέγας Έχτορας στον άψεγο γιο του Πηλέα φωνάζει:
«Θεόμοιαστε Αχιλλέα, ξαστόχησες, κι ουδέ το θάνατό μου
από το Δία στ᾽ αλήθεια κάτεχες, καθώς καυκιόσουν τώρα· 280
πολυλογάς μονάχα εφάνηκες και κομπωτής στα λόγια,
για να ξεχάσω από το φόβο μου κι ορμή κι αντρειά μπροστά σου.
Δε θα μου μπήξεις το κοντάρι σου στο μεσοπλάτι, ως φεύγω,
μόνο μπροστά, καθώς θα χύνουμαι, στο στήθος, αν τη χάρη
σού κάμει ένας θεός· μα γλίτωσε πιο πριν απ᾽ το δικό μου 285
χαλκό κοντάρι ― που να χώνευε στη σάρκα σου όλο μέσα !
Έτσι αλαφρότερο τον πόλεμο κι οι Τρώες θα νιώθαν όλοι,
αν πέθαινες, τι εσύ τους στάθηκες η πιο βαριά κατάρα.»
Είπε, και το μακρόισκιωτο έριξε κοντάρι του με φόρα,
και του Αχιλλέα στη μέση αλάθευτα βαρίσκει το σκουτάρι, 290
μα το κοντάρι πέρα επήδηξε. Θυμός τον συνεπήρε,
που η γρήγορη ριξιά τού ξέφυγε του κάκου από τα χέρια·
και με καρδιά σφιγμένη εστάθηκε, κι ουδ᾽ είχε άλλο κοντάρι.
Δριμιά φωνή του Δήφοβου έσυρε του στραφτοσκουταράτου,
για να του δώσει το κοντάρι του, μ᾽ αυτός σιμά δεν ήταν. 295
Κι ο Έχτορας τότε πια κατάλαβε βαθιά του και φωνάζει:
«Αχ, σίγουρα οι θεοί στο θάνατο μ᾽ έχουν καλέσει τώρα!
Τον αντρειωμένο εθάρρουν Δήφοβο πως έχω πλάι μου, κι είναι
στο κάστρο αυτός, και μένα, αλίμονο, μ᾽ έχει η Αθηνά πλανέψει.
Πια τώρα ο μαύρος Χάρος μ᾽ έζωσε κι ουδέ μακριά μου στέκει· 300
δεν του γλιτώνω· τέτοια απόφαση θά ᾽χουν παλιά παρμένα
ο Δίας κι ο γιος του ο μακροδόξαρος, αυτοί που πριν με αγάπη
με παραστέκαν· τώρα η μαύρη μου με συντυχαίνει Μοίρα.
Όμως να μη χαθώ απολέμιστα κι αδόξαστα, πριν κάμω
έργο τρανό, που κι οι μελλούμενες γενιές να το θυμούνται!» 305
Ὣς φαμένη καὶ κερδοσύνῃ ἡγήσατ᾽ Ἀθήνη·
οἱ δ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντες,
τὸν πρότερος προσέειπε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ·
«οὔ σ᾽ ἔτι, Πηλέος υἱέ, φοβήσομαι, ὡς τὸ πάρος περ 250
τρὶς περὶ ἄστυ μέγα Πριάμου δίον, οὐδέ ποτ᾽ ἔτλην
μεῖναι ἐπερχόμενον· νῦν αὖτέ με θυμὸς ἀνῆκε
στήμεναι ἀντία σεῖο· ἕλοιμί κεν, ἤ κεν ἁλοίην.
ἀλλ᾽ ἄγε δεῦρο θεοὺς ἐπιδώμεθα· τοὶ γὰρ ἄριστοι
μάρτυροι ἔσσονται καὶ ἐπίσκοποι ἁρμονιάων· 255
οὐ γὰρ ἐγώ σ᾽ ἔκπαγλον ἀεικιῶ, αἴ κεν ἐμοὶ Ζεὺς
δώῃ καμμονίην, σὴν δὲ ψυχὴν ἀφέλωμαι·
ἀλλ᾽ ἐπεὶ ἄρ κέ σε συλήσω κλυτὰ τεύχε᾽, Ἀχιλλεῦ,
νεκρὸν Ἀχαιοῖσιν δώσω πάλιν· ὣς δὲ σὺ ῥέζειν.»
Τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς· 260
«Ἕκτορ, μή μοι, ἄλαστε, συνημοσύνας ἀγόρευε·
ὡς οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά,
οὐδὲ λύκοι τε καὶ ἄρνες ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν,
ἀλλὰ κακὰ φρονέουσι διαμπερὲς ἀλλήλοισιν,
ὣς οὐκ ἔστ᾽ ἐμὲ καὶ σὲ φιλήμεναι, οὐδέ τι νῶϊν 265
ὅρκια ἔσσονται, πρίν γ᾽ ἢ ἕτερόν γε πεσόντα
αἵματος ἆσαι Ἄρηα, ταλαύρινον πολεμιστήν.
παντοίης ἀρετῆς μιμνήσκεο· νῦν σε μάλα χρὴ
αἰχμητήν τ᾽ ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστήν.
οὔ τοι ἔτ᾽ ἔσθ᾽ ὑπάλυξις, ἄφαρ δέ σε Παλλὰς Ἀθήνη 270
ἔγχει ἐμῷ δαμάᾳ· νῦν δ᾽ ἀθρόα πάντ᾽ ἀποτείσεις
κήδε᾽ ἐμῶν ἑτάρων, οὓς ἔκτανες ἔγχεϊ θύων.»
Ἦ ῥα, καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος·
καὶ τὸ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο φαίδιμος Ἕκτωρ·
ἕζετο γὰρ προϊδών, τὸ δ᾽ ὑπέρπτατο χάλκεον ἔγχος, 275
ἐν γαίῃ δ᾽ ἐπάγη· ἀνὰ δ᾽ ἥρπασε Παλλὰς Ἀθήνη,
ἂψ δ᾽ Ἀχιλῆϊ δίδου, λάθε δ᾽ Ἕκτορα, ποιμένα λαῶν.
Ἕκτωρ δὲ προσέειπεν ἀμύμονα Πηλεΐωνα·
«ἤμβροτες, οὐδ᾽ ἄρα πώ τι, θεοῖς ἐπιείκελ᾽ Ἀχιλλεῦ,
ἐκ Διὸς ἠείδης τὸν ἐμὸν μόρον· ἦ τοι ἔφης γε· 280
ἀλλά τις ἀρτιεπὴς καὶ ἐπίκλοπος ἔπλεο μύθων,
ὄφρα σ᾽ ὑποδείσας μένεος ἀλκῆς τε λάθωμαι.
οὐ μέν μοι φεύγοντι μεταφρένῳ ἐν δόρυ πήξεις,
ἀλλ᾽ ἰθὺς μεμαῶτι διὰ στήθεσφιν ἔλασσον,
εἴ τοι ἔδωκε θεός· νῦν αὖτ᾽ ἐμὸν ἔγχος ἄλευαι 285
χάλκεον· ὡς δή μιν σῷ ἐν χροῒ πᾶν κομίσαιο.
καί κεν ἐλαφρότερος πόλεμος Τρώεσσι γένοιτο
σεῖο καταφθιμένοιο· σὺ γάρ σφισι πῆμα μέγιστον.»
Ἦ ῥα, καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος,
καὶ βάλε Πηλεΐδαο μέσον σάκος οὐδ᾽ ἀφάμαρτε· 290
τῆλε δ᾽ ἀπεπλάγχθη σάκεος δόρυ· χώσατο δ᾽ Ἕκτωρ
ὅττι ῥά οἱ βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός,
στῆ δὲ κατηφήσας, οὐδ᾽ ἄλλ᾽ ἔχε μείλινον ἔγχος.
Δηΐφοβον δὲ κάλει λευκάσπιδα μακρὸν ἀΰσας·
ᾔτεέ μιν δόρυ μακρόν· ὁ δ᾽ οὔ τί οἱ ἐγγύθεν ἦεν. 295
Ἕκτωρ δ᾽ ἔγνω ᾗσιν ἐνὶ φρεσὶ φώνησέν τε·
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δή με θεοὶ θάνατόνδε κάλεσσαν·
Δηΐφοβον γὰρ ἔγωγ᾽ ἐφάμην ἥρωα παρεῖναι·
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἐν τείχει, ἐμὲ δ᾽ ἐξαπάτησεν Ἀθήνη.
νῦν δὲ δὴ ἐγγύθι μοι θάνατος κακός, οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἄνευθεν, 300
οὐδ᾽ ἀλέη· ἦ γάρ ῥα πάλαι τό γε φίλτερον ἦεν
Ζηνί τε καὶ Διὸς υἷι ἑκηβόλῳ, οἵ με πάρος γε
πρόφρονες εἰρύατο· νῦν αὖτέ με μοῖρα κιχάνει.
μὴ μὰν ἀσπουδί γε καὶ ἀκλειῶς ἀπολοίμην,
ἀλλὰ μέγα ῥέξας τι καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι.» 305