Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 20 στ. 273-339
Δεύτερος τότε το μακρόισκιωτο ρίχνει ο Αχιλλέας κοντάρι,
και χτύπησε το ολούθε ισόκυκλο του Αινεία σκουτάρι, απάνω
στο ακρόχειλο, ο χαλκός κει πού ᾽τρεχε κατάφτενος, ντυμένος 275
μέσα βοδιού τομάρι ολόφτενο· και το κοντάρι εχύθη
μπροστά το φράξινο, και βρόντηξε στο χτύπο το σκουτάρι.
Κι ο Αινείας φοβήθηκε και ζάρωσε, και το σκουτάρι ασκώνει
μακριά του· και ψηλά απ᾽ τη ράχη του πετώντας το κοντάρι
τους δυο τους γύρους πρώτα ετρύπησε του σκουταριού, κι εχώθη 280
μετά στη γη· κι αυτός ξεφεύγοντας τ᾽ ολόμακρο κοντάρι
στάθη, και πίκρα εχύθη ατέλειωτη στα μάτια του, τι εσκιάχτη
που εμπήχτη το κοντάρι δίπλα του. Τότε ο Αχιλλέας λυσσώντας
το κοφτερό σπαθί του ετράβηξε κι απάνω του χιμίζει
με άγριες φωνές· κι ο Αινείας θεόρατη φουχτώνει ευτύς κοτρόνα, 285
που δυο μαζί δε θα την άσκωναν απ᾽ όσους ζούνε ανθρώπους
τώρα στη γη· μα εκείνος εύκολα την έπαιζε και μόνος.
Κι όπως χιμούσε, θα τον έβρισκε τότες ο Αινείας στο κράνος
γιά στο σκουτάρι, που του απόδιωχνε το μαύρο Χάρο πάντα,
κι εκείνον ο Αχιλλέας θα σκότωνε με το σπαθί σιμάθε, 290
του Ποσειδώνα αν δεν τους έπαιρνε το μάτι απά στην ώρα·
κι ευτύς γυρνώντας στους αθάνατους τέτοια μιλάει και κρένει:
«Ωχού μου, τον Αινεία τον άτρομο πώς τον λυπάμαι τώρα,
που απ᾽ του Αχιλλέα τα χέρια γρήγορα θα κατεβεί στον Άδη!
Του σαγιτάρη Φοίβου Απόλλωνα τον γέλασαν τα λόγια, 295
τον άμυαλο! Μα εκείνος σίγουρα το Χάρο δεν του διώχνει.
Μ᾽ αυτός γιατί να βασανίζεται για ξένες έγνοιες τώρα,
που είναι άφταιγος, και καλοπρόσδεχτα περίσσια δώρα πάντα
χαρίζει στους θεούς, που χαίρουνται ψηλά τα ουράνια πλάτη;
Ομπρός λοιπόν, ας τον γλιτώσουμε κι εμείς από το Χάρο. 300
Αν ο Αχιλλέας εδώ τον σκότωνε, θα θύμωνε, φοβούμαι,
του Κρόνου ο γιος· τι είναι απ᾽ τη Μοίρα του γραμμένο να ξεφύγει,
για να μη σβήσει ολότελα άκληρο κι ασήμαδο το γένος
του Δάρδανου, που ο γιος αγάπησε του Κρόνου απάνω απ᾽ όλα
τ᾽ άλλα παιδιά του, όσα γεννήθηκαν από θνητές γυναίκες· 305
τι τη γενιά του Πρίαμου μίσησε πια τώρα ο γιος του Κρόνου·
εδώ κι ομπρός ο Αινείας ο ατρόμητος στους Τρώες θα βασιλέψει,
και τα παιδιά του και τ᾽ αγγόνια του κι όλη σειρά η γενιά του.»
Και τότε η σεβαστή τού απάντησε βοϊδόματη Ήρα κι είπε:
«Μονάχος, Κοσμοσείστη, απόφαση για τον Αινεία θα πάρεις· 310
θα τον γλιτώσεις παραστέκοντας, γιά απ᾽ του Αχιλλέα τα χέρια
θ᾽ αφήσεις τώρα νά ᾽βρει θάνατο, με όσην αντρειά κι αν έχει;
τι εμάς τις δυο μαθές οι αθάνατοι, την Αθηνά κι εμένα,
έχουν ακούσει που ορκιζόμαστε πολλές φορές μπροστά τους,
να μη γλιτώσουμε απ᾽ το θάνατο κανένα Τρώα ποτέ μας, 315
μηδέ όταν καίει την Τροίαν αδάμαστη φωτιά, κι απ᾽ άκρη ως άκρη
θα καίγεται, απ᾽ τους πολεμόχαρους Αργίτες αναμμένη.»
Κι ο Ποσειδώνας μόλις άκουσε τα λόγια αυτά, ξεκόβει,
κι ανοίγει δρόμο μες στον πόλεμο, στων κονταριών τους χτύπους·
κι ως έφτασε στο μέρος πού ᾽στεκαν ο γαύρος Αχιλλέας 320
κι ο Αινείας, αντάρα ευτύς εσκόρπισε μπρος στου Αχιλλέα τα μάτια,
και το κοντάρι του το φράξινο, το χαλκαρματωμένο,
απ᾽ το σκουτάρι του λιοντόκαρδου του Αινεία τραβάει και βγάζει·
κι αφού μπρος στου Αχιλλέα το απίθωσε τα πόδια, τον Αινεία
ψηλά απ᾽ τη γης ασκώνει γρήγορα και σφεντονίζει πίσω. 325
Από πολλές σειρές πολέμαρχους, πολλές σειρές αμάξια
πήδηξε πάνω ο Αινείας, πετάμενος απ᾽ του θεού το χέρι,
και στης σφαγής της άγριας βρέθηκε την άκρην άκρη πίσω,
κει που αρματώνουνταν οι Καύκωνες για να ριχτούν στη μάχη.
Κι ο Κοσμοσείστης τότε δίπλα του σιμώνοντας εστάθη, 330
τον έκραξε και με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Σαν ποιός θεός, Αινεία, σε τύφλωσε κι έτσι σε σπρώχνει τώρα
με του Πηλέα το γιο τον άφοβο να χτυπηθείς αγνάντια,
που είναι από σένα και πιο αντρόκαρδος και στους θεούς πιο φίλος;
Γύρνα τά πίσω ωστόσο, αγνάντια σου μόλις προβάλει εκείνος, 335
στον Άδη μη βρεθείς, η Μοίρα σου κι ας μην το γράφει ακόμα.
Μα σύντας πια τον έβρει ο θάνατος τον Αχιλλέα και λείψει,
πολέμα τότε μες στους πρόμαχους, κανένα μη φοβάσαι·
τι άλλος Αργίτης λέω δε δύνεται να σε σκοτώσει εσένα.»
Δεύτερος αὖτ᾽ Ἀχιλεὺς προΐει δολιχόσκιον ἔγχος,
καὶ βάλεν Αἰνείαο κατ᾽ ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην,
ἄντυγ᾽ ὕπο πρώτην, ᾗ λεπτότατος θέε χαλκός, 275
λεπτοτάτη δ᾽ ἐπέην ῥινὸς βοός· ἡ δὲ διαπρὸ
Πηλιὰς ἤϊξεν μελίη, λάκε δ᾽ ἀσπὶς ὑπ᾽ αὐτῆς.
Αἰνείας δ᾽ ἐάλη καὶ ἀπὸ ἕθεν ἀσπίδ᾽ ἀνέσχε
δείσας· ἐγχείη δ᾽ ἄρ᾽ ὑπὲρ νώτου ἐνὶ γαίῃ
ἔστη ἱεμένη, διὰ δ᾽ ἀμφοτέρους ἕλε κύκλους 280
ἀσπίδος ἀμφιβρότης· ὁ δ᾽ ἀλευάμενος δόρυ μακρὸν
ἔστη, κὰδ δ᾽ ἄχος οἱ χύτο μυρίον ὀφθαλμοῖσι,
ταρβήσας ὅ οἱ ἄγχι πάγη βέλος. αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
ἐμμεμαὼς ἐπόρουσεν ἐρυσσάμενος ξίφος ὀξύ,
σμερδαλέα ἰάχων· ὁ δὲ χερμάδιον λάβε χειρὶ 285
Αἰνείας, μέγα ἔργον, ὃ οὐ δύο γ᾽ ἄνδρε φέροιεν,
οἷοι νῦν βροτοί εἰσ᾽· ὁ δέ μιν ῥέα πάλλε καὶ οἶος.
ἔνθα κεν Αἰνείας μὲν ἐπεσσύμενον βάλε πέτρῳ
ἢ κόρυθ᾽ ἠὲ σάκος, τό οἱ ἤρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον,
τὸν δέ κε Πηλεΐδης σχεδὸν ἄορι θυμὸν ἀπηύρα, 290
εἰ μὴ ἄρ᾽ ὀξὺ νόησε Ποσειδάων ἐνοσίχθων·
αὐτίκα δ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖς μετὰ μῦθον ἔειπεν·
«ὢ πόποι, ἦ μοι ἄχος μεγαλήτορος Αἰνείαο,
ὃς τάχα Πηλεΐωνι δαμεὶς Ἄϊδόσδε κάτεισι,
πειθόμενος μύθοισιν Ἀπόλλωνος ἑκάτοιο, 295
νήπιος, οὐδέ τί οἱ χραισμήσει λυγρὸν ὄλεθρον.
ἀλλὰ τίη νῦν οὗτος ἀναίτιος ἄλγεα πάσχει,
μὰψ ἕνεκ᾽ ἀλλοτρίων ἀχέων, κεχαρισμένα δ᾽ αἰεὶ
δῶρα θεοῖσι δίδωσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν;
ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽ ἡμεῖς πέρ μιν ὑπὲκ θανάτου ἀγάγωμεν, 300
μή πως καὶ Κρονίδης κεχολώσεται, αἴ κεν Ἀχιλλεὺς
τόνδε κατακτείνῃ· μόριμον δέ οἵ ἐστ᾽ ἀλέασθαι,
ὄφρα μὴ ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄφαντος ὄληται
Δαρδάνου, ὃν Κρονίδης περὶ πάντων φίλατο παίδων,
οἳ ἕθεν ἐξεγένοντο γυναικῶν τε θνητάων. 305
ἤδη γὰρ Πριάμου γενεὴν ἤχθηρε Κρονίων·
νῦν δὲ δὴ Αἰνείαο βίη Τρώεσσιν ἀνάξει
καὶ παίδων παῖδες, τοί κεν μετόπισθε γένωνται.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα βοῶπις πότνια Ἥρη·
«ἐννοσίγαι᾽, αὐτὸς σὺ μετὰ φρεσὶ σῇσι νόησον 310
Αἰνείαν, ἤ κέν μιν ἐρύσσεαι, ἦ κεν ἐάσῃς
Πηλεΐδῃ Ἀχιλῆϊ δαμήμεναι, ἐσθλὸν ἐόντα.
ἤτοι μὲν γὰρ νῶϊ πολέας ὠμόσσαμεν ὅρκους
πᾶσι μετ᾽ ἀθανάτοισιν, ἐγὼ καὶ Παλλὰς Ἀθήνη,
μή ποτ᾽ ἐπὶ Τρώεσσιν ἀλεξήσειν κακὸν ἦμαρ, 315
μηδ᾽ ὁπότ᾽ ἂν Τροίη μαλερῷ πυρὶ πᾶσα δάηται
καιομένη, καίωσι δ᾽ ἀρήϊοι υἷες Ἀχαιῶν.»
Αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ᾽ ἄκουσε Ποσειδάων ἐνοσίχθων,
βῆ ῥ᾽ ἴμεν ἄν τε μάχην καὶ ἀνὰ κλόνον ἐγχειάων,
ἷξε δ᾽ ὅθ᾽ Αἰνείας ἠδ᾽ ὁ κλυτὸς ἦεν Ἀχιλλεύς. 320
αὐτίκα τῷ μὲν ἔπειτα κατ᾽ ὀφθαλμῶν χέεν ἀχλύν,
Πηλεΐδῃ Ἀχιλῆϊ· ὁ δὲ μελίην εὔχαλκον
ἀσπίδος ἐξέρυσεν μεγαλήτορος Αἰνείαο·
καὶ τὴν μὲν προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἔθηκεν,
Αἰνείαν δ᾽ ἔσσευεν ἀπὸ χθονὸς ὑψόσ᾽ ἀείρας. 325
πολλὰς δὲ στίχας ἡρώων, πολλὰς δὲ καὶ ἵππων
Αἰνείας ὑπερᾶλτο θεοῦ ἀπὸ χειρὸς ὀρούσας,
ἷξε δ᾽ ἐπ᾽ ἐσχατιὴν πολυάϊκος πολέμοιο,
ἔνθα τε Καύκωνες πόλεμον μέτα θωρήσσοντο.
τῷ δὲ μάλ᾽ ἐγγύθεν ἦλθε Ποσειδάων ἐνοσίχθων, 330
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Αἰνεία, τίς σ᾽ ὧδε θεῶν ἀτέοντα κελεύει
ἀντία Πηλεΐωνος ὑπερθύμοιο μάχεσθαι,
ὃς σεῦ ἅμα κρείσσων καὶ φίλτερος ἀθανάτοισιν;
ἀλλ᾽ ἀναχωρῆσαι, ὅτε κεν συμβλήσεαι αὐτῷ, 335
μὴ καὶ ὑπὲρ μοῖραν δόμον Ἄϊδος εἰσαφίκηαι.
αὐτὰρ ἐπεί κ᾽ Ἀχιλεὺς θάνατον καὶ πότμον ἐπίσπῃ,
θαρσήσας δὴ ἔπειτα μετὰ πρώτοισι μάχεσθαι·
οὐ μὲν γάρ τίς σ᾽ ἄλλος Ἀχαιῶν ἐξεναρίξει.»