Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 2 στ. 278-332
Έτσι έλεαν, κι ο Οδυσσέας σηκώθηκεν ο καστροπολεμίτης
με το ραβδί στο χέρι· δίπλα του με κράχτη ειδή εστεκόταν
και φώναζε η Αθηνά η γλαυκόματη στ᾽ ασκέρια να σωπάσουν, 280
και πρώτοι και στερνοί το λόγο του να τον ακούσουν όλοι
οι Αργίτες τώρα, και τη γνώμη του καλά να στοχαστούνε.
Κι εκείνος μίλησε καλόγνωμος αναμεσό τους κι είπε:
«Υγιέ του Ατρέα, στο νου τους έβαλαν οι Αργίτες, πρωταφέντη,
θαρρώ να σε ντροπιάσουν άσκημα μπρος στους ανθρώπους όλους· 285
το λόγο δεν κρατούν που σού ᾽δωκαν, ακόμα ως ξεκινούσαν
πέρα από το Άργος το αλογόθροφο στα μέρη εδώ, πριν πάρεις
πρώτα την Τροία την ωριοτείχιστη, να μη διαγείρουν πίσω.
Μ᾽ αυτοί, παιδιά λες κι είναι ανήλικα γιά και γυναίκες χήρες,
τους πήρε τώρα το παράπονο να γείρουν στην πατρίδα. 290
Δε λέω, μπορεί κι από βαριέστισμα να θες να γείρεις πίσω·
τι κι ένα μήνα από το ταίρι σου μακριά να λείψεις μόνο,
βαρυγκομίζεις στο πολύκουπο καράβι σου, που τό ᾽χουν
φουρτούνες κλείσει χειμωνιάτικες και θάλασσα αγριεμένη.
Κι εμείς ακόμα εδώ βρισκόμαστε, κι έχουν κυλήσει χρόνια 295
εννιά! Γι᾽ αυτό και δεν αγαναχτώ που τους Αργίτες τώρα
τους παίρνει μπρος στα δρεπανόγυρτα καράβια η βαρυγκόμια.
Κι όμως ντροπή είναι, τόσο πού ᾽μεινες, να γείρεις με άδεια χέρια.
Βαστάτε, φίλοι, υπομονέψετε λίγον καιρό, να ιδούμε,
τάχα σωστά ᾽ναι τα μαντέματα του Κάλχα γιά δεν είναι· 300
τι όλοι καλά στο νου μας τό ᾽χουμε κι είστε όλοι εσείς μαρτύροι,
εξόν απ᾽ όσους πήραν κι έφυγαν οι Λάμιες του θανάτου,
σα χτες ακόμα, που τ᾽ αργίτικα καράβια στην Αυλίδα
να φέρουν συφορές μαζώχτηκαν στον Πρίαμο και στους Τρώες·
κι εμείς στη νερομάνα ολόγυρα, μπρος στους βωμούς τους άγιους, 305
σφαχτάρια σφάζαμε αψεγάδιαστα στους αθανάτους, κάτω
απ᾽ όμορφο πλατάνι, οπού ᾽τρεχε νερό κρουσταλλιασμένο.
Τρανό σημάδι τότε φάνηκε: φίδι φριχτό, με ράχη
κοκκινωπή, στο φως απ᾽ του Όλυμπου σταλμένο τον αφέντη,
πετάχτη απ᾽ το βωμό και χύθηκε στον πλάτανο ν᾽ ανέβει. 310
Κι ήταν εκεί μικρά κλωσόπουλα, νιογέννητα σπουργίτια,
στην άκρη ενός κλαριού, και ζάρωναν κρυμμένα μες στα φύλλα,
οχτώ, κι εννιά με τη μητέρα τους, που τά ᾽χε γεννημένα.
Όμως το φίδι τότε τά ᾽φαγε, και τσίριζαν εκείνα
σπαραχτικά· κι η μάνα κλαίγοντας πετούσε ολόγυρά τους· 315
κι αυτό λυγάει κι απ᾽ τη φτερούγα της την άρπαξε, ως θρηνούσε.
Μα τα σπουργίτια και τη μάνα τους σαν έφαγε το φίδι,
ο θεός που τό ᾽χε στείλει τό ᾽καμε τρανό σημάδι τότε·
τι ο γιος του Κρόνου του δολόπλοκου το πέτρωσε εκεί πάνω.
Κι εμείς ασάλευτοι σαστίσαμε να ιδούμε τέτοιο θάμα, 320
το άγριο θεριό, που μας ετάραξε την άγια τη θυσία.
Μα ευτύς ο Κάλχας προφητεύοντας το λόγο επήρε κι είπε:
“Τί τάχα επιάστη, μακρομάλληδες Αργίτες, η λαλιά σας;
Είναι για μας ο Δίας που τό ᾽στειλε τρανό σημάδι ετούτο,
αργό, αργοτέλεστο, μα αθάνατο θα μείνει το άκουσμά του. 325
Ως όλα τα σπουργίτια τά ᾽φαγε το φίδι και τη μάνα,
οχτώ, κι εννιά με τη μητέρα τους, που τά ᾽χε γεννημένα,
όμοια άλλα τόσα χρόνια φεύγοντας κι εμείς θ᾽ αγωνιστούμε,
μ᾽ απά στα δέκα το πλατύδρομο θα πάρουμε καστρί τους.”
Ο μάντης έτσι τότε μίλησε· τώρα αληθεύουν όλα. 330
Εδώ λοιπόν να μείνετε όλοι σας, καλαντρειωμένοι Αργίτες,
ωσότου πια του Πρίαμου πάρουμε το ξακουσμένο κάστρο.»
Ὣς φάσαν ἡ πληθύς· ἀνὰ δ᾽ ὁ πτολίπορθος Ὀδυσσεὺς
ἔστη σκῆπτρον ἔχων· παρὰ δὲ γλαυκῶπις Ἀθήνη
εἰδομένη κήρυκι σιωπᾶν λαὸν ἀνώγει, 280
ὡς ἅμα θ᾽ οἱ πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι υἷες Ἀχαιῶν
μῦθον ἀκούσειαν καὶ ἐπιφρασσαίατο βουλήν·
ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
«Ἀτρεΐδη, νῦν δή σε, ἄναξ, ἐθέλουσιν Ἀχαιοὶ
πᾶσιν ἐλέγχιστον θέμεναι μερόπεσσι βροτοῖσιν, 285
οὐδέ τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥν περ ὑπέσταν
ἐνθάδ᾽ ἔτι στείχοντες ἀπ᾽ Ἄργεος ἱπποβότοιο,
Ἴλιον ἐκπέρσαντ᾽ εὐτείχεον ἀπονέεσθαι.
ὥς τε γὰρ ἢ παῖδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῖκες
ἀλλήλοισιν ὀδύρονται οἶκόνδε νέεσθαι. 290
ἦ μὴν καὶ πόνος ἐστὶν ἀνιηθέντα νέεσθαι·
καὶ γάρ τίς θ᾽ ἕνα μῆνα μένων ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο
ἀσχαλάᾳ σὺν νηῒ πολυζύγῳ, ὅν περ ἄελλαι
χειμέριαι εἰλέωσιν ὀρινομένη τε θάλασσα·
ἡμῖν δ᾽ εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐνιαυτὸς 295
ἐνθάδε μιμνόντεσσι· τῶ οὐ νεμεσίζομ᾽ Ἀχαιοὺς
ἀσχαλάαν παρὰ νηυσὶ κορωνίσιν· ἀλλὰ καὶ ἔμπης
αἰσχρόν τοι δηρόν τε μένειν κενεόν τε νέεσθαι.
τλῆτε, φίλοι, καὶ μείνατ᾽ ἐπὶ χρόνον, ὄφρα δαῶμεν
ἢ ἐτεὸν Κάλχας μαντεύεται, ἦε καὶ οὐκί. 300
εὖ γὰρ δὴ τόδε ἴδμεν ἐνὶ φρεσίν, ἐστὲ δὲ πάντες
μάρτυροι, οὓς μὴ κῆρες ἔβαν θανάτοιο φέρουσαι·
χθιζά τε καὶ πρωΐζ᾽, ὅτ᾽ ἐς Αὐλίδα νῆες Ἀχαιῶν
ἠγερέθοντο κακὰ Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ φέρουσαι,
ἡμεῖς δ᾽ ἀμφὶ περὶ κρήνην ἱεροὺς κατὰ βωμοὺς 305
ἕρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἑκατόμβας,
καλῇ ὑπὸ πλατανίστῳ, ὅθεν ῥέεν ἀγλαὸν ὕδωρ·
ἔνθ᾽ ἐφάνη μέγα σῆμα· δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός,
σμερδαλέος, τόν ῥ᾽ αὐτὸς Ὀλύμπιος ἧκε φόωσδε,
βωμοῦ ὑπαΐξας πρός ῥα πλατάνιστον ὄρουσεν. 310
ἔνθα δ᾽ ἔσαν στρουθοῖο νεοσσοί, νήπια τέκνα,
ὄζῳ ἐπ᾽ ἀκροτάτῳ, πετάλοις ὑποπεπτηῶτες,
ὀκτώ, ἀτὰρ μήτηρ ἐνάτη ἦν, ἣ τέκε τέκνα.
ἔνθ᾽ ὅ γε τοὺς ἐλεεινὰ κατήσθιε τετριγῶτας·
μήτηρ δ᾽ ἀμφιποτᾶτο ὀδυρομένη φίλα τέκνα· 315
τὴν δ᾽ ἐλελιξάμενος πτέρυγος λάβεν ἀμφιαχυῖαν.
αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ τέκνα φάγε στρουθοῖο καὶ αὐτήν,
τὸν μὲν ἀρίζηλον θῆκεν θεός, ὅς περ ἔφηνε·
λᾶαν γάρ μιν ἔθηκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω·
ἡμεῖς δ᾽ ἑσταότες θαυμάζομεν οἷον ἐτύχθη. 320
ὡς οὖν δεινὰ πέλωρα θεῶν εἰσῆλθ᾽ ἑκατόμβας,
Κάλχας δ᾽ αὐτίκ᾽ ἔπειτα θεοπροπέων ἀγόρευε·
“τίπτ᾽ ἄνεῳ ἐγένεσθε, κάρη κομόωντες Ἀχαιοί;
ἡμῖν μὲν τόδ᾽ ἔφηνε τέρας μέγα μητίετα Ζεύς,
ὄψιμον, ὀψιτέλεστον, ὅου κλέος οὔ ποτ᾽ ὀλεῖται. 325
ὡς οὗτος κατὰ τέκνα φάγε στρουθοῖο καὶ αὐτήν,
ὀκτώ, ἀτὰρ μήτηρ ἐνάτη ἦν, ἣ τέκε τέκνα,
ὣς ἡμεῖς τοσσαῦτ᾽ ἔτεα πτολεμίξομεν αὖθι,
τῷ δεκάτῳ δὲ πόλιν αἱρήσομεν εὐρυάγυιαν.”
κεῖνος τὼς ἀγόρευε· τὰ δὴ νῦν πάντα τελεῖται. 330
ἀλλ᾽ ἄγε, μίμνετε πάντες, ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί,
αὐτοῦ, εἰς ὅ κεν ἄστυ μέγα Πριάμοιο ἕλωμεν.»