Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 19 στ. 309-348
Αυτά τούς είπε, και προβόδησε τους άλλους βασιλιάδες·
μείναν οι γιοι του Ατρέα κι ο Φοίνικας, ο γέρο αλογολάτης, 310
εκεί, κι ο Ιδομενέας κι ο Νέστορας κι ο γαύρος Οδυσσέας,
για να ξεδώσει από τον πόνο του· μ᾽ αυτός στο ματωμένο
στόμα του πόλεμου αν δεν έμπαινε, πού να ξεδώσει ο νους του!
Κι ως τον θυμήθηκε, αναστέναζε βαθιά του κι είπε τότε:
«Και συ μαθές πιο πριν, βαριόμοιρε, που απ᾽ όλους πιο αγαπούσα, 315
μες στο καλύβι ατός σου νόστιμο μου τό ᾽στρωνες το γιόμα
με προθυμιά κι ασπούδα, ως βιάζουνταν οι Αργίτες κάθε τόσο
στους Τρώες τους αλογάδες πόλεμο πολύδακρο ν᾽ ασκώσουν.
Και τώρα εσύ μπροστά μου κείτεσαι νεκρός, κι εμέ η καρδιά μου
ψωμί, κρασί, σταλιά δε γεύεται, κι ας έχω μέσα απ᾽ όλα, 320
απ᾽ τον καημό σου· τι χειρότερο δε γίνεται να πάθω
άλλο κακό, κι ακόμα αν μού ᾽λεγαν πως πέθανε ο γονιός μου·
που τώρα εκεί στη Φθία τα μάτια του ποτάμι λέω θα τρέχουν,
τέτοιος τρανός υγιός που τού ᾽λειψε· κι εγώ σε τόπους ξένους
για τη φριχτήν Ελένη κάθουμαι και με τους Τρώες χτυπιέμαι. 325
Και για το γιο μου ακόμα αν μάθαινα, που αντρώνεται στη Σκύρο,
ακόμα αν ζει ο Νεοπτόλεμος ο θεοδιωματάρης·
τι πάντα πριν στα στήθη μέσα μου λογάριαζα πως μόνος
εγώ από το Άργος το αλογόθροφο μακριά θα σκοτωνόμουν,
στην Τροίαν εδώ, και συ θα γύριζες πίσω στη Φθία, το γιο μου 330
από τη Σκύρο μες στο γρήγορο, το μαύρο σου καράβι
να πάρεις, να τον πας στο σπίτι του, να του τα δείξεις όλα,
το βιος μου, το τρανό αψηλόροφο παλάτι και τους δούλους·
τι πια ο Πηλέας έχει, στοχάζομαι, πεθάνει μια για πάντα,
γιά, κι αν ζωή μια στάλα τού ᾽μεινε, τα βάσανα τον τρώνε 335
κι απ᾽ τα έρμα γέρατα κι απ᾽ το άπαυτο το καρδιοχτύπι, πότε
το μαύρο θα του παν το μήνυμα, να μάθει το χαμό μου.»
Αυτά θρηνώντας έλεε, κι έκλαιγαν μαζί του κι οι γερόντοι,
καθείς τα όσα άφησε θυμάμενος μακριά, στο αρχοντικό του.
Κι ο γιος του Κρόνου, ως είδε πού ᾽κλαιγαν, εψυχοπόνεσέ τους, 340
και λόγια μίλησε ανεμάρπαστα στην Αθηνά γυρνώντας:
«Πια ολότελα απαρνήθης, κόρη μου, τον άξιο ετούτον άντρα!
Τον Αχιλλέα μαθές δε γνοιάζεσαι καθόλου στην καρδιά σου.
Μπρος στα καράβια τα ορθοκέρατα πώς κάθεται γιά ιδές τον,
τον ακριβό του ακράνη κλαίγοντας· να φάνε πήγαν οι άλλοι, 345
και μόνο εκείνος αγιομάτιστος κι αφάγωτος κρατιέται.
Μόν᾽ τρέχα, στάλαξέ του αθάνατο κρασί στα στήθια μέσα
και θεϊκιά θροφή πανέμνοστη, να μην τον κόψει η πείνα.»
Ὣς εἰπὼν ἄλλους μὲν ἀπεσκέδασεν βασιλῆας,
δοιὼ δ᾽ Ἀτρεΐδα μενέτην καὶ δῖος Ὀδυσσεύς, 310
Νέστωρ Ἰδομενεύς τε γέρων θ᾽ ἱππηλάτα Φοῖνιξ,
τέρποντες πυκινῶς ἀκαχήμενον· οὐδέ τι θυμῷ
τέρπετο, πρὶν πολέμου στόμα δύμεναι αἱματόεντος.
μνησάμενος δ᾽ ἁδινῶς ἀνενείκατο φώνησέν τε·
«ἦ ῥά νύ μοί ποτε καὶ σύ, δυσάμμορε, φίλταθ᾽ ἑταίρων, 315
αὐτὸς ἐνὶ κλισίῃ λαρὸν παρὰ δεῖπνον ἔθηκας
αἶψα καὶ ὀτραλέως, ὁπότε σπερχοίατ᾽ Ἀχαιοὶ
Τρωσὶν ἐφ᾽ ἱπποδάμοισι φέρειν πολύδακρυν Ἄρηα.
νῦν δὲ σὺ μὲν κεῖσαι δεδαϊγμένος, αὐτὰρ ἐμὸν κῆρ
ἄκμηνον πόσιος καὶ ἐδητύος, ἔνδον ἐόντων, 320
σῇ ποθῇ· οὐ μὲν γάρ τι κακώτερον ἄλλο πάθοιμι,
οὐδ᾽ εἴ κεν τοῦ πατρὸς ἀποφθιμένοιο πυθοίμην,
ὅς που νῦν Φθίηφι τέρεν κατὰ δάκρυον εἴβει
χήτεϊ τοιοῦδ᾽ υἷος· ὁ δ᾽ ἀλλοδαπῷ ἐνὶ δήμῳ
εἵνεκα ῥιγεδανῆς Ἑλένης Τρωσὶν πολεμίζω· 325
ἠὲ τὸν ὃς Σκύρῳ μοι ἔνι τρέφεται φίλος υἱός,
εἴ που ἔτι ζώει γε Νεοπτόλεμος θεοειδής.
πρὶν μὲν γάρ μοι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἐώλπει
οἶον ἐμὲ φθίσεσθαι ἀπ᾽ Ἄργεος ἱπποβότοιο
αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ, σὲ δέ τε Φθίηνδε νέεσθαι, 330
ὡς ἄν μοι τὸν παῖδα θοῇ ἐνὶ νηῒ μελαίνῃ
Σκυρόθεν ἐξαγάγοις καί οἱ δείξειας ἕκαστα,
κτῆσιν ἐμὴν δμῶάς τε καὶ ὑψερεφὲς μέγα δῶμα.
ἤδη γὰρ Πηλῆά γ᾽ ὀΐομαι ἢ κατὰ πάμπαν
τεθνάμεν, ἤ που τυτθὸν ἔτι ζώοντ᾽ ἀκάχησθαι 335
γήραΐ τε στυγερῷ καὶ ἐμὴν ποτιδέγμενον αἰεὶ
λυγρὴν ἀγγελίην, ὅτ᾽ ἀποφθιμένοιο πύθηται.»
Ὣς ἔφατο κλαίων, ἐπὶ δὲ στενάχοντο γέροντες,
μνησάμενοι τὰ ἕκαστος ἐνὶ μεγάροισιν ἔλειπον·
μυρομένους δ᾽ ἄρα τούς γε ἰδὼν ἐλέησε Κρονίων, 340
αἶψα δ᾽ Ἀθηναίην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«τέκνον ἐμόν, δὴ πάμπαν ἀποίχεαι ἀνδρὸς ἑῆος.
ἦ νύ τοι οὐκέτι πάγχυ μετὰ φρεσὶ μέμβλετ᾽ Ἀχιλλεύς;
κεῖνος ὅ γε προπάροιθε νεῶν ὀρθοκραιράων
ἧσται ὀδυρόμενος ἕταρον φίλον· οἱ δὲ δὴ ἄλλοι 345
οἴχονται μετὰ δεῖπνον, ὁ δ᾽ ἄκμηνος καὶ ἄπαστος.
ἀλλ᾽ ἴθι οἱ νέκταρ τε καὶ ἀμβροσίην ἐρατεινὴν
στάξον ἐνὶ στήθεσσ᾽, ἵνα μή μιν λιμὸς ἵκηται.»