Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 18 στ. 243-309
Όμοια κι οι Τρώες απ᾽ την ανήμερη σφαγή κινούν και φεύγουν,
και κάτω από τ᾽ αμάξια εξέζεψαν τα γρήγορα άλογά τους,
κι ευτύς συνάχτηκαν για σύναξη, πριν να γνοιαστούν για δείπνο. 245
Ορθοί στη σύναξη όλοι εστέκουνταν, κι ουδέ κανείς τολμούσε
να κάτσει κάτω· ετρέμαν όλοι τους, τι είχε ο Αχιλλέας προβάλει,
κι ήταν καιρό πολύ απ᾽ τον πόλεμο τον άγριο τραβηγμένος.
Και πρώτος πήρε ο Πολυδάμαντας ο γνωστικός το λόγο,
του Πάνθου ο γιος, που και μελλούμενα και περασμένα εθώρα, 250
μονάχα αυτός, του Εχτόρου ο σύντροφος, της ίδιας νύχτας γέννα·
μα ετούτος στη βουλή εξεχώριζε, και στο κοντάρι εκείνος.
Και τώρα μίλησε καλόγνωμος αναμεσό τους κι είπε:
«Φίλοι, βαθιά καλολογιάστε το! τι εγώ στο κάστρο τώρα
να πάμε λέω· μην περιμένουμε τη θείαν αυγή στον κάμπο, 255
πλάι στα καράβια· και βρισκόμαστε μακριά από τα τειχιά μας·
τι όσο του ασύγκριτου Αγαμέμνονα βαστούσε αμάχη ετούτος,
πιο αλαφρωμένοι επολεμούσαμε με τους Αργίτες πάντα.
Κι εγώ χαιρόμουνα που πλάγιαζα μπρος στα γερτά καράβια,
τα δρεπανόγυρτα λογιάζοντας να πάρουμε άρμενά τους. 260
Μα τώρα του Πηλέα το γρήγορο το γιο φριχτά τρομάζω·
τι είναι η καρδιά εκεινού ανημέρωτη· στον κάμπο για να μείνει
δε θα θελήσει, εκεί που σμίγοντας και Τρώες μαζί κι Αργίτες
στη μέση με ίδια λύσσα αλάγιαστα χτυπούνε και χτυπιούνται·
θα πολεμήσει για τα ταίρια μας και για το κάστρο τώρα! 265
Πάμε στο κάστρο πίσω, ακούστε με, τι ό,τι θα πω θα γένει:
Τώρα ειναι η νύχτα που σταμάτησε το γρήγορο Αχιλλέα,
η αθάνατη· μ᾽ αν όμως σύναυγα με τ᾽ άρματά του εκείνος
μάς αντικρίσει εδώ προβέλνοντας, πολλοί θα τον γνωρίσουν
καλά. Χαρά στον που ξεφεύγοντας να μπεί θα καταφέρει 270
στην Τροία την άγια! Όμως τους πιότερους σκυλιά θα φαν κι αγιούπες
από τους Τρώες εμάς. Τέτοιο άκουσμα στ᾽ αφτιά μου να μη φτάσει!
Όμως τα λόγια μου αν ακούσουμε, κι ας θλίβεται η καρδιά μας,
θ᾽ αναθαρρέψουμε στη σύναξη τη νύχτα εμείς, και πάλε
το κάστρο οι πύργοι κι οι τετράψηλες θα διαφεντέψουν πόρτες 275
κι οι αρμοδεμένες, στέριες πάνω τους, μακριές σφιχτές σανίδες.
Και το πουρνό, τα ξημερώματα, συνάρματοι θα πάμε
και θα σταθούμε απά στους πύργους μας, κι αλί του απ᾽ τα καράβια
αν έρθει εδώ κι ανοίξει πόλεμο στο καστροτείχι γύρα!
Πίσω στα πλοία θα γείρει, τ᾽ άτια του τα ορθόλαιμα μονάχα 280
που θα κουράσει πηγαινόρχοντας κάτω απ᾽ το κάστρο ολούθε.
Μα μέσα νά ᾽μπει, το κουράγιο του δε θα βαστήξει, κι ούτε
θα το πατήσει· οι σκύλοι οι γρήγοροι πιο πρώτα θα τον φάνε.»
Και τότε ο κρανοσείστης Έχτορας ταυροκοιτώντας τού ᾽πε·
«Όσα μας είπες, Πολυδάμαντα, καθόλου δε μ᾽ αρέσουν· 285
που λες γυρνώντας μες στο κάστρο μας να στριμωχτούμε πάλε.
Κλεισμένοι ακόμα δε χορτάσατε στους πύργους νά ᾽στε μέσα;
Στα χρόνια τα παλιά πολύχρυσο, πολύχαλκο ακουγόταν
του Πρίαμου το καστρί περίγυρα στα στόματα του κόσμου·
μα τώρα πια απ᾽ τα σπίτια εχάθηκαν οι πλούσιοι θησαυροί μας· 290
πολλά πουλήθηκαν και πέρασαν στη Μαιονία την ώρια
και στη Φρυγία, τι η οργή μάς έζωσε του Δία του τρισμεγάλου.
Τώρα, του Κρόνου ο γιος του πίβουλου που πλάι στα πλοία μού δίνει
δόξα να πάρω, και στη θάλασσα να σπρώξω τους Αργίτες,
μπρος στο λαό βουλές, ανέμυαλε, μην ξεστομίζεις τέτοιες! 295
Μαζί σου Τρώας κανείς δεν έρχεται, τι δε θα τον αφήσω.
Μα τώρα ελάτε, ομπρός, το λόγο μου ν᾽ ακούσουμε όλοι θέλω:
Δειπνήστε τώρα μες στο στράτεμα, στο λόχο του ο καθένας,
κι ας μην ξεχνά κανείς τη βάρδια του, κι όλοι σας ξύπνιοι πάντα.
Κι αν Τρώας κανείς περίσσια γνοιάζεται τί θα γενεί το βιος του, 300
ας το χαρίσει στους ανθρώπους μας, να φαγωθεί απ᾽ τον κόσμο·
να το χαρούμε εμείς καλύτερα παρά κανείς Αργίτης.
Και το πουρνό, τα ξημερώματα, συνάρματοι θα πάμε
τον άγριον Άρη να σηκώσουμε μπρος στα βαθιά καράβια.
Κι αν ο Αχιλλέας μαθές ο αντρόψυχος απ᾽ τα καράβια ασκώθη, 305
αλί του, αν κάμει νά ᾽ρθει! Αντίκρυ του δειλιώντας δε θα φύγω
απ᾽ τον κακόκραχτο τον πόλεμο, μόν᾽ θα σταθώ μπροστά του,
και ποιός το ξέρει ποιός θα κέρδιζε, γιά αυτός γιά εγώ, τη νίκη·
τι ο Άρης σε χάρες είναι αμάθητος, κι όποιος χτυπάει χτυπά τον.»
Τρῶες δ᾽ αὖθ᾽ ἑτέρωθεν ἀπὸ κρατερῆς ὑσμίνης
χωρήσαντες ἔλυσαν ὑφ᾽ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους,
ἐς δ᾽ ἀγορὴν ἀγέροντο, πάρος δόρποιο μέδεσθαι. 245
ὀρθῶν δ᾽ ἑσταότων ἀγορὴ γένετ᾽, οὐδέ τις ἔτλη
ἕζεσθαι· πάντας γὰρ ἔχε τρόμος, οὕνεκ᾽ Ἀχιλλεὺς
ἐξεφάνη, δηρὸν δὲ μάχης ἐπέπαυτ᾽ ἀλεγεινῆς.
τοῖσι δὲ Πουλυδάμας πεπνυμένος ἦρχ᾽ ἀγορεύειν
Πανθοΐδης· ὁ γὰρ οἶος ὅρα πρόσσω καὶ ὀπίσσω· 250
Ἕκτορι δ᾽ ἦεν ἑταῖρος, ἰῇ δ᾽ ἐν νυκτὶ γένοντο,
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἂρ μύθοισιν, ὁ δ᾽ ἔγχεϊ πολλὸν ἐνίκα·
ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
«ἀμφὶ μάλα φράζεσθε, φίλοι· κέλομαι γὰρ ἔγωγε
ἄστυδε νῦν ἰέναι, μὴ μίμνειν ἠῶ δῖαν 255
ἐν πεδίῳ παρὰ νηυσίν· ἑκὰς δ᾽ ἀπὸ τείχεός εἰμεν.
ὄφρα μὲν οὗτος ἀνὴρ Ἀγαμέμνονι μήνιε δίῳ,
τόφρα δὲ ῥηΐτεροι πολεμίζειν ἦσαν Ἀχαιοί·
χαίρεσκον γὰρ ἔγωγε θοῇς ἐπὶ νηυσὶν ἰαύων
ἐλπόμενος νῆας αἱρησέμεν ἀμφιελίσσας. 260
νῦν δ᾽ αἰνῶς δείδοικα ποδώκεα Πηλεΐωνα·
οἷος κείνου θυμὸς ὑπέρβιος, οὐκ ἐθελήσει
μίμνειν ἐν πεδίῳ, ὅθι περ Τρῶες καὶ Ἀχαιοὶ
ἐν μέσῳ ἀμφότεροι μένος Ἄρηος δατέονται,
ἀλλὰ περὶ πτόλιός τε μαχήσεται ἠδὲ γυναικῶν. 265
ἀλλ᾽ ἴομεν προτὶ ἄστυ, πίθεσθέ μοι· ὧδε γὰρ ἔσται·
νῦν μὲν νὺξ ἀπέπαυσε ποδώκεα Πηλεΐωνα
ἀμβροσίη· εἰ δ᾽ ἄμμε κιχήσεται ἐνθάδ᾽ ἐόντας
αὔριον ὁρμηθεὶς σὺν τεύχεσιν, εὖ νύ τις αὐτὸν
γνώσεται· ἀσπασίως γὰρ ἀφίξεται Ἴλιον ἱρὴν 270
ὅς κε φύγῃ, πολλοὺς δὲ κύνες καὶ γῦπες ἔδονται
Τρώων· αἲ γὰρ δή μοι ἀπ᾽ οὔατος ὧδε γένοιτο.
εἰ δ᾽ ἂν ἐμοῖς ἐπέεσσι πιθώμεθα κηδόμενοί περ,
νύκτα μὲν εἰν ἀγορῇ σθένος ἕξομεν, ἄστυ δὲ πύργοι
ὑψηλαί τε πύλαι σανίδες τ᾽ ἐπὶ τῇς ἀραρυῖαι 275
μακραὶ ἐΰξεστοι ἐζευγμέναι εἰρύσσονται·
πρῶϊ δ᾽ ὑπηοῖοι σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες
στησόμεθ᾽ ἂμ πύργους· τῷ δ᾽ ἄλγιον, αἴ κ᾽ ἐθέλῃσιν
ἐλθὼν ἐκ νηῶν περὶ τείχεος ἄμμι μάχεσθαι.
ἂψ πάλιν εἶσ᾽ ἐπὶ νῆας, ἐπεί κ᾽ ἐριαύχενας ἵππους 280
παντοίου δρόμου ἄσῃ ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων·
εἴσω δ᾽ οὔ μιν θυμὸς ἐφορμηθῆναι ἐάσει,
οὐδέ ποτ᾽ ἐκπέρσει· πρίν μιν κύνες ἀργοὶ ἔδονται.»
Τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ·
«Πουλυδάμα, σὺ μὲν οὐκέτ᾽ ἐμοὶ φίλα ταῦτ᾽ ἀγορεύεις, 285
ὃς κέλεαι κατὰ ἄστυ ἀλήμεναι αὖτις ἰόντας.
ἦ οὔ πω κεκόρησθε ἐελμένοι ἔνδοθι πύργων;
πρὶν μὲν γὰρ Πριάμοιο πόλιν μέροπες ἄνθρωποι
πάντες μυθέσκοντο πολύχρυσον πολύχαλκον·
νῦν δὲ δὴ ἐξαπόλωλε δόμων κειμήλια καλά, 290
πολλὰ δὲ δὴ Φρυγίην καὶ Μῃονίην ἐρατεινὴν
κτήματα περνάμεν᾽ ἵκει, ἐπεὶ μέγας ὠδύσατο Ζεύς.
νῦν δ᾽ ὅτε πέρ μοι ἔδωκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω
κῦδος ἀρέσθ᾽ ἐπὶ νηυσί, θαλάσσῃ τ᾽ ἔλσαι Ἀχαιούς,
νήπιε, μηκέτι ταῦτα νοήματα φαῖν᾽ ἐνὶ δήμῳ· 295
οὐ γάρ τις Τρώων ἐπιπείσεται· οὐ γὰρ ἐάσω.
ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽ ὡς ἂν ἐγὼ εἴπω, πειθώμεθα πάντες.
νῦν μὲν δόρπον ἕλεσθε κατὰ στρατὸν ἐν τελέεσσι,
καὶ φυλακῆς μνήσασθε, καὶ ἐγρήγορθε ἕκαστος·
Τρώων δ᾽ ὃς κτεάτεσσιν ὑπερφιάλως ἀνιάζει, 300
συλλέξας λαοῖσι δότω καταδημοβορῆσαι·
τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν ἤ περ Ἀχαιούς.
πρῶϊ δ᾽ ὑπηοῖοι σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες
νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ἐγείρομεν ὀξὺν Ἄρηα.
εἰ δ᾽ ἐτεὸν παρὰ ναῦφιν ἀνέστη δῖος Ἀχιλλεύς, 305
ἄλγιον, αἴ κ᾽ ἐθέλῃσι, τῷ ἔσσεται· οὔ μιν ἔγωγε
φεύξομαι ἐκ πολέμοιο δυσηχέος, ἀλλὰ μάλ᾽ ἄντην
στήσομαι, ἤ κε φέρῃσι μέγα κράτος, ἦ κε φεροίμην.
ξυνὸς Ἐνυάλιος, καί τε κτανέοντα κατέκτα.»