Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 17 στ. 274-341
Οι Αργίτες πρώτοι επισωδρόμισαν οι στραφτομάτες τότε,
κι αφήκαν το νεκρό και τό ᾽βαλαν στα πόδια, όμως κανέναν 275
δε σκότωσαν οι Τρώες οι αντρόκαρδοι, και μ᾽ όλη τους τη λύσσα,
μονάχα το νεκρό τραβούσανε· μα κι οι Αχαιοί μακριά του
πολληώρα δε σταθήκαν· γρήγορα τους μεταστρέφει πάλε
ο μέγας Αίαντας, που ξεχώριζε σ᾽ αντρειά και κάλλη απ᾽ όλους
τους Αχαιούς, εξόν τον άψεγο γιο του Πηλέα μονάχα. 280
Μέσα απ᾽ τους πρόμαχους ξεχύθηκε, στη δύναμη ίδια κάπρος,
που στα βουνά και σκύλους άκοπα και νιους αγριμολόγους
μες στα φαράγγια ξάφνου απάνω τους γυρνώντας διασκορπίζει·
όμοια κι ο Αίας, ο γιος ο αντρόκαρδος του γαύρου Τελαμώνα,
των Τρώων τις φάλαγγες διασκόρπισε, χιμώντας, δίχως κόπο, 285
που τριγυρίζανε τον Πάτροκλο και λαχταρούσαν πάντα
να τον τραβήξουν μες στο κάστρο τους, να δοξαστούν περίσσια.
Την ώρα εκείνη ο γιος ο αντρόκαρδος του πελασγού του Λήθου,
ο Ιππόθοος, μες στον άγριο σάλαγο τον έσερνε απ᾽ το πόδι,
με το λουρί τα νεύρα δένοντας, στους αστραγάλους γύρα, 290
στους Τρώες για χάρη και στον Έχτορα· μα το κακό τον βρήκε
μεμιάς, κι ουδέ κανείς τον γλίτωσε, κι ας το λαχτάρουν τόσο·
τι ο γιος του Τελαμώνα εχίμιξε μπροστά και τον βαρίσκει
από κοντά, μέσ᾽ απ᾽ το κράνος του το χαλκομαγουλάτο.
Το κράνος σπάει το αλογοφούντωτο με του χαλού το χτύπο, 295
απ᾽ το τρανό κοντάρι ως κρούστηκε και το βαρύ το χέρι·
στου κονταριού ψηλά πετάχτηκαν τη δέση τα μυαλά του
απ᾽ την πληγή, όλο γαίμα· η δύναμη του λύνεται, κι αμέσως
του φεύγει του αντρειωμένου Πάτροκλου το πόδι από τα χέρια
στη γη· κι αυτός σιμά τ᾽ απίστομα πα στο νεκρό εσωριάστη, 300
μακριά πολύ απ᾽ την παχιοχώματη τη Λάρισα· γραφτό του
δεν ήταν τους γονιούς στα γέρα τους να ιδεί κι αυτός, μόν᾽ στάθη
λιγόχρονος, κι ο Αίας τον σκότωσε με το κοντάρι τότε.
Στον Αίαντα ρίχνει αμέσως ο Έχτορας με αστραφτερό κοντάρι·
μ᾽ αυτός, ως τό ᾽δε ομπρός του πού ᾽ρχονταν, το ξέφυγε από τρίχα· 305
κι έτσι το γιο του αντρόκαρδου Ίφιτου, το Σχέδιο, στους Φωκιώτες
πρώτος απ᾽ όλους που λογιάζουνταν στην αντριγιά, και ζούσε
στον Πανοπέα τον κοσμοξάκουστο, περίσσιους κυβερνώντας―
αυτόν χτυπάει στο κλειδοκόκαλο· και πρόβαλε απ᾽ την άλλη
στο ριζοπλάτι πίσω η χάλκινη του κονταριού του μύτη. 310
Βαρύς σωριάστη, κι από πάνω του βροντήξαν τ᾽ άρματά του.
Και πάλι ο Αίας το γιο του Φαίνοπα, τον πολεμάρχο Φόρκη,
που ομπρός απ᾽ τον Ιππόθοο στάθηκε, πα στην κοιλιά βαρίσκει·
κι ως έσπασε ο χαλκός το θώρακα, μες στ᾽ άντερά του εχώθη,
κι αυτός στη γη σωριάστη σφίγγοντας το χώμα στις παλάμες. 315
Πισωδρομίζει ο γαύρος Έχτορας κι οι μπροστομάχοι τότε,
κι οι Αργίτες τους νεκρούς, χουγιάζοντας, όξω τραβούν, το Φόρκη
και τον Ιππόθοο, κι απ᾽ τους ώμους τους εγδύναν τις αρμάτες.
Και τότε οι Δαναοί οι πολέμαρχοι τους Τρώες στο κάστρο απάνω
δίχως ψυχή καμιά κι ανάκαρα θα κυνηγούσαν πίσω, 320
κι αυτοί, αντρειωμένοι και λιοντόκαρδοι, δόξα τρανή κι ενάντια
στου Δία το θέλημα θα κέρδιζαν, αν τον Αινεία με βιάση
δεν άσκωνεν ο Φοίβος, μοιάζοντας στην όψη τον Περίφα,
το γιο του Ηπύτη το μαντάτορα, που πλάι στου Αινεία τον κύρη,
γέρος κι αυτός, εζούσε με άδολη μες στην καρδιά του αγάπη· 325
όμοιος μ᾽ αυτόν ο Φοίβος τού ᾽κραξεν, ο γιος του Δία, και τού ᾽πε:
«Αινεία, την Τροία και πώς θα σώζατε την αψηλή, και δίχως
να θέλουν οι θεοί; Πολέμαρχους είδα πολλούς ως τώρα
που άλλο δεν είχαν απ᾽ την τόλμη τους και την παλικαριά τους
και την αντρειά και τα φουσάτα τους, κι ας ήταν λίγοι ωστόσο. 330
Και τώρα ο Δίας εμείς να πάρουμε τη νίκη, κι όχι οι Αργίτες,
ποθεί, μα εσείς μονάχα τρέμετε κι ουδέ που πολεμάτε!»
Έτσι μιλάει, κι ο Αινείας τον γνώρισε, στα μάτια όπως τον είδε
το μακρορίχτη Φοίβο, κι έκραξε φωνάζοντας του Εχτόρου:
«Έχτορα εσύ κι οι επίλοιποι άρχοντες των Τρώων και των συμμάχων, 335
ντροπή μας απ᾽ τους πολεμόχαρους κυνηγημένοι Αργίτες
δίχως ψυχή καμιά κι ανάκαρα στο κάστρο ν᾽ ανεβούμε.
Νά, τώρα ακόμα εστάθη δίπλα μου κάποιος θεός, και μού ᾽πε
διαφεντευτή το Δία πως έχουμε, τον κύβερνο του κόσμου.
Στους Δαναούς λοιπόν ας πέσουμε γραμμή, να μη μας πάρουν 340
το νεκρό Πάτροκλο ανεμπόδιστα ξοπίσω στ᾽ άρμενά τους.»
Ὦσαν δὲ πρότεροι Τρῶες ἑλίκωπας Ἀχαιούς·
νεκρὸν δὲ προλιπόντες ὑπέτρεσαν, οὐδέ τιν᾽ αὐτῶν 275
Τρῶες ὑπέρθυμοι ἕλον ἔγχεσιν ἱέμενοί περ,
ἀλλὰ νέκυν ἐρύοντο· μίνυνθα δὲ καὶ τοῦ Ἀχαιοὶ
μέλλον ἀπέσσεσθαι· μάλα γάρ σφεας ὦκ᾽ ἐλέλιξεν
Αἴας, ὃς περὶ μὲν εἶδος, περὶ δ᾽ ἔργα τέτυκτο
τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ᾽ ἀμύμονα Πηλεΐωνα. 280
ἴθυσεν δὲ διὰ προμάχων συῒ εἴκελος ἀλκὴν
καπρίῳ, ὅς τ᾽ ἐν ὄρεσσι κύνας θαλερούς τ᾽ αἰζηοὺς
ῥηϊδίως ἐκέδασσεν, ἑλιξάμενος διὰ βήσσας·
ὣς υἱὸς Τελαμῶνος ἀγαυοῦ, φαίδιμος Αἴας,
ῥεῖα μετεισάμενος Τρώων ἐκέδασσε φάλαγγας, 285
οἳ περὶ Πατρόκλῳ βέβασαν, φρόνεον δὲ μάλιστα
ἄστυ πότι σφέτερον ἐρύειν καὶ κῦδος ἀρέσθαι.
Ἤτοι τὸν Λήθοιο Πελασγοῦ φαίδιμος υἱός,
Ἱππόθοος, ποδὸς ἕλκε κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην,
δησάμενος τελαμῶνι παρὰ σφυρὸν ἀμφὶ τένοντας, 290
Ἕκτορι καὶ Τρώεσσι χαριζόμενος· τάχα δ᾽ αὐτῷ
ἦλθε κακόν, τό οἱ οὔ τις ἐρύκακεν ἱεμένων περ.
τὸν δ᾽ υἱὸς Τελαμῶνος ἐπαΐξας δι᾽ ὁμίλου
πλῆξ᾽ αὐτοσχεδίην κυνέης διὰ χαλκοπαρῄου·
ἤρικε δ᾽ ἱπποδάσεια κόρυς περὶ δουρὸς ἀκωκῇ, 295
πληγεῖσ᾽ ἔγχεΐ τε μεγάλῳ καὶ χειρὶ παχείῃ,
ἐγκέφαλος δὲ παρ᾽ αὐλὸν ἀνέδραμεν ἐξ ὠτειλῆς
αἱματόεις· τοῦ δ᾽ αὖθι λύθη μένος, ἐκ δ᾽ ἄρα χειρῶν
Πατρόκλοιο πόδα μεγαλήτορος ἧκε χαμᾶζε
κεῖσθαι· ὁ δ᾽ ἄγχ᾽ αὐτοῖο πέσε πρηνὴς ἐπὶ νεκρῷ, 300
τῆλ᾽ ἀπὸ Λαρίσης ἐριβώλακος, οὐδὲ τοκεῦσι
θρέπτρα φίλοις ἀπέδωκε, μινυνθάδιος δέ οἱ αἰὼν
ἔπλεθ᾽ ὑπ᾽ Αἴαντος μεγαθύμου δουρὶ δαμέντι.
Ἕκτωρ δ᾽ αὖτ᾽ Αἴαντος ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ·
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος 305
τυτθόν· ὁ δὲ Σχεδίον, μεγαθύμου Ἰφίτου υἱόν,
Φωκήων ὄχ᾽ ἄριστον, ὃς ἐν κλειτῷ Πανοπῆϊ
οἰκία ναιετάασκε πολέσσ᾽ ἄνδρεσσιν ἀνάσσων,
τὸν βάλ᾽ ὑπὸ κληῗδα μέσην· διὰ δ᾽ ἀμπερὲς ἄκρη
αἰχμὴ χαλκείη παρὰ νείατον ὦμον ἀνέσχε· 310
δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ.
Αἴας δ᾽ αὖ Φόρκυνα, δαΐφρονα Φαίνοπος υἱόν,
Ἱπποθόῳ περιβάντα μέσην κατὰ γαστέρα τύψε·
ῥῆξε δὲ θώρηκος γύαλον, διὰ δ᾽ ἔντερα χαλκὸς
ἤφυσ᾽· ὁ δ᾽ ἐν κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ. 315
χώρησαν δ᾽ ὑπό τε πρόμαχοι καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ·
Ἀργεῖοι δὲ μέγα ἴαχον, ἐρύσαντο δὲ νεκρούς,
Φόρκυν θ᾽ Ἱππόθοόν τε, λύοντο δὲ τεύχε᾽ ἀπ᾽ ὤμων.
Ἔνθα κεν αὖτε Τρῶες ἀρηϊφίλων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν
Ἴλιον εἰσανέβησαν ἀναλκείῃσι δαμέντες, 320
Ἀργεῖοι δέ κε κῦδος ἕλον καὶ ὑπὲρ Διὸς αἶσαν
κάρτεϊ καὶ σθένεϊ σφετέρῳ· ἀλλ᾽ αὐτὸς Ἀπόλλων
Αἰνείαν ὄτρυνε, δέμας Περίφαντι ἐοικώς,
κήρυκι Ἠπυτίδῃ, ὅς οἱ παρὰ πατρὶ γέροντι
κηρύσσων γήρασκε, φίλα φρεσὶ μήδεα εἰδώς· 325
τῷ μιν ἐεισάμενος προσέφη Διὸς υἱὸς Ἀπόλλων·
«Αἰνεία, πῶς ἂν καὶ ὑπὲρ θεὸν εἰρύσσαισθε
Ἴλιον αἰπεινήν; ὡς δὴ ἴδον ἀνέρας ἄλλους
κάρτεΐ τε σθένεΐ τε πεποιθότας ἠνορέῃ τε
πλήθεΐ τε σφετέρῳ καὶ ὑπερδέα δῆμον ἔχοντας· 330
ἡμῖν δὲ Ζεὺς μὲν πολὺ βούλεται ἢ Δαναοῖσι
νίκην· ἀλλ᾽ αὐτοὶ τρεῖτ᾽ ἄσπετον οὐδὲ μάχεσθε.»
Ὣς ἔφατ᾽, Αἰνείας δ᾽ ἑκατηβόλον Ἀπόλλωνα
ἔγνω ἐσάντα ἰδών, μέγα δ᾽ Ἕκτορα εἶπε βοήσας·
«Ἕκτορ τ᾽ ἠδ᾽ ἄλλοι Τρώων ἀγοὶ ἠδ᾽ ἐπικούρων, 335
αἰδὼς μὲν νῦν ἥδε γ᾽ ἀρηϊφίλων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν
Ἴλιον εἰσαναβῆναι ἀναλκείῃσι δαμέντας.
ἀλλ᾽ ἔτι γάρ τίς φησι θεῶν ἐμοὶ ἄγχι παραστὰς
Ζῆν᾽ ὕπατον μήστωρα μάχης ἐπιτάρροθον εἶναι·
τῶ ῥ᾽ ἰθὺς Δαναῶν ἴομεν, μηδ᾽ οἵ γε ἕκηλοι 340
Πάτροκλον νηυσὶν πελασαίατο τεθνηῶτα.»