Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 16 στ. 257-350
Κι αυτοί μαζί με τον αντρόκαρδο τον Πάτροκλο κινούνε
όλο καρδιά, ώσπου πια συνάρματοι στους Τρώες απάνω επέσαν·
και χύθηκαν, σα σφήκες θά ᾽λεγες, στη στράτα που φωλιάζουν,
και τα μικρά παιδιά το πήρανε να τις κεντούν συνήθιο 260
αγγρίζοντάς τις, έτσι πού ᾽χτισαν στο δρόμο τα κελιά τους,
τ᾽ ανέμυαλα! τι κι άλλους έκαναν κακό να βρούν μεγάλο·
κι αν να περάσει κάποιος έτυχε διαβάτης κι άθελά του
τις πείραξε, μεμιάς εχίμιξαν όλες μαζί πετώντας
όλο κουράγιο κατά πάνω του, το γόνο τους να σώσουν· 265
με ίδιο κουράγιο, με ίδια ανάκαρα κι οι Μυρμιδόνες πέρα
απ᾽ τ᾽ άρμενα χιμούσαν, κι άσβηστος ο αλαλητός σκωνόταν.
Και τότε ο Πάτροκλος χουγιάζοντας γκαρδιώνει τους συντρόφους:
«Πιστοί μου Μυρμιδόνες, σύντροφοι του ξακουστού Αχιλλέα,
άντρες φανείτε, ορθή κρατάτε τη της αντριγιάς τη φλόγα, 270
το βασιλιά μας να τιμήσουμε, που στα καράβια πρώτος
μες στους Αργίτες, κι οι συντρόφοι του στο άγριο το απάλε πρώτοι·
κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας να νιώσει, ο γιος του Ατρέα,
την τύφλα του, που παραψήφησε των Αχαιών τον πρώτο.»
Αυτά ειπε, κι όλοι επήραν δύναμη και στύλωσε η καρδιά τους, 275
κι απανωτοί στους Τρώες εχίμιξαν, και τ᾽ άρμενα τρογύρα
αντιλαλήσαν άγρια, ως φώναξαν οι ψυχωμένοι Αργίτες.
Κι οι Τρώες, ως ξέκριναν τον Πάτροκλο τον αντρειωμένο ομπρός τους,
αυτόν και τον αμαξολάτη του, να λάμπουν στ᾽ άρματά τους,
όλοι τρομάρα εντός τους ένιωσαν, ξεστέλιωσαν οι λόχοι, 280
τι ο γαύρος Αχιλλέας φοβήθηκαν πως δίπλα στα καράβια
την όχτρητα έδιωξε από πάνω του κι έκαμε αγάπη πάλε·
κι όλοι τα μάτια κλωθογύριζαν, του Χάρου πώς να φύγουν.
Πρώτος ο Πάτροκλος σφεντόνισε το αστραφτερό κοντάρι
μπροστά του, μες στη μέση, όπου άρχιζαν οι πιο πολλοί να σπάζουν, 285
στου Πρωτεσίλαου του τρανόψυχου τρογύρα το καράβι·
και τον τρανό Πυραίχμη επέτυχε, πού ᾽χε τους Παίονες φέρει
απ᾽ τον Αξιό το φαρδιορέματο μακριά, απ᾽ την Αμυδώνα·
στον ώμο το δεξιό τον χτύπησε, κι ανάσκελα βογγώντας
κυλίστη καταγής, κι οι σύντροφοι τρογύρα του σκορπίσαν, 290
οι Παίονες· τι όλοι ομπρός στον Πάτροκλο το ρίξαν στη φευγάλα,
τον αρχηγό τους μόλις σκότωσε, που ήταν στη μάχη ο πρώτος.
Κι ως τούτοι πίσω εκάμαν, έσβησε τη λαμπαδούσα φλόγα,
κι απόμεινε εκεί πέρα το άρμενο μισόκαφτο· κι εκείνοι,
οι Τρώες, σκορπίσαν με άγριο τάραχο· κι οι Δαναοί χυθήκαν 295
στα βαθουλά καράβια, κι άσωστος αλαλητός ασκώθη.
Από βουνού μεγάλου κάποτε ψηλή κορφή πώς σπρώχνει
ο Δίας ο αστραπορίχτης σύγνεφο πυκνό και φεύγει αλάργα,
και γύρα οι βίγλες όλες φαίνουνται, τ᾽ ακρόκορφα, οι λαγκάδες,
κι από τα ουράνια κάτω απέραντος ανοίγει ξάφνου ο αιθέρας· 300
όμοια κι οι Αργίτες, από τ᾽ άρμενα την άγρια φλόγα ως διώξαν,
μια στάλα ανάσαναν, μα ο πόλεμος δε σκόλαζε καθόλου·
τι οι Τρώες μπροστά στους πολεμόχαρους τους Αχαιούς ακόμα
δε γύριζαν την πλάτη στ᾽ άρμενα τα μαύρα για να φύγουν,
μόν᾽ στανικώς πισωδρομίζοντας αντιστεκόνταν πάντα. 305
Κι ως οι γραμμές της μάχης σκόρπισαν, σκοτώνει από ᾽ναν άντρα
κάθε αρχηγός· κι απ᾽ όλους ο άτρομος γιος του Μενοίτιου πρώτος
στο μερί πάνω τον Αρήλυκο χτυπάει, τη ράχη ως γύρνα,
με μυτερό κοντάρι χάλκινο, και βγήκε από την άλλη·
του σπάει το κόκαλο, κι απίστομα στο χώμα πέφτει εκείνος. 310
Μετά ο Μενέλαος ο πολέμαρχος το Θόα στο στήθος βρίσκει,
γυμνός πλάι στο σκουτάρι ως έμεινε, και την ορμή τού κόβει.
Τον Άμφικλο, με φόρα ως χύνουνταν, παραμονεύει ο Μέγης,
και προλαβαίνοντας τον πέτυχε πα στο μερί, κει πού ᾽ναι
κανείς πιο σαρκωμένος· κι έκοψε τα νεύρα γύρω η μύτη 315
του κονταριού, κι ευτύς εσκέπασε τα μάτια του σκοτάδι.
Κι ο πρώτος απ᾽ τους γιους του Νέστορα βαρίσκει τον Ατύμνιο,
ο Αντίλοχος, και τα λαγγόνια του περνά τα απ᾽ άκρη ως άκρη,
και πέφτει ομπρός του· τότε σίμωσε με το κοντάρι ο Μάρης,
θυμό γιομάτος για τ᾽ αδέρφι του· μπρος στο κουφάρι εστάθη, 320
και χύθη απάνω στον Αντίλοχο· μα πριν προφτάσει, ρίχνει
ο Θρασυμήδης, και τον πέτυχε στον ώμο ευτύς απάνω.
Του κονταριού ο χαλός διαχώρισε τ᾽ απανωβράχιονό του
από το κρέας τρογύρα, κι έσπασε το κόκαλό του ως πέρα.
Πέφτει βροντώντας, και του σκέπασε τα μάτια το σκοτάδι. 325
Έτσι από δυο αδερφούς σκοτώθηκαν κι ομάδι εκατεβήκαν
οι δυο του Σαρπηδόνα αντρόκαρδοι συντρόφοι μες στον Άδη,
του Αμισωδάρου οι γιοι οι πολέμαρχοι, που την αδάμαστη είχε
τη Χίμαιρα αναθρέψει, ανείπωτη ζημιά σε πλήθος κόσμο.
Κι ο Αίας, του Οιλέα ο γιος, χιμίζοντας προφταίνει, ως πιστομιόταν 330
μες στην αντάρα, τον Κλεόβουλο και τού ᾽κοψε τη φόρα,
με το σπαθί του τ᾽ ωριομάνικο χτυπώντας τον στο σβέρκο·
απ᾽ το αίμα το σπαθί του επύρωσε, και κείνου τα δυο μάτια
σφάλιξε η Μοίρα η τρανοδύναμη κι ο κόκκινος ο Χάρος.
Τότε ο Πηνέλαος με το Λύκωνα τρέχουν κοντά, γιατί είχαν 335
ο ένας του αλλού λαθέψει κι έριξαν του κάκου τα κοντάρια·
με τα σπαθιά τους τότε σίμωσαν, κι ο Λύκωνας του δίνει
στου κράνους του αψηλά το κέρατο, μα του σπαθιού το χέρι
τού σπάει· τότε ο Πηνέλαος τού ᾽δωκε κάτω απ᾽ τ᾽ αφτί, στο σβέρκο,
και το σπαθί του εχώθη αλάκερο, κι ως μοναχά το δέρμα 340
κρατούσε, το κεφάλι εκρέμασε κι ελύθη η δύναμή του.
Τρεχάτος κι ο Μηριόνης πρόφτασε και κονταρεύει απάνω
στο δεξιόν ώμο τον Ακάμαντα, στο αμάξι του ως πηδούσε,
και πέφτει καταγής, και χύθηκε στα μάτια του σκοτάδι.
Κι ο Ιδομενέας χτυπάει με ανέσπλαχνο κοντάρι τον Ερύμα 340
στο στόμα, κι ο χαλός ο χάλκινος βγήκε αντικρύ περνώντας
στη ρίζα του μυαλού, και σύντριψε τα κόκαλά του τ᾽ άσπρα·
πετάχτηκαν τα δόντια, κι αίματα τα μάτια του γιομώσαν
τα δυο, κι απ᾽ τ᾽ ανοιχτό το στόμα του κι απ᾽ τα ρουθούνια το αίμα
ξερνούσε, και το μαύρο σύγνεφο τον έζωσε του Χάρου. 350
Οἱ δ᾽ ἅμα Πατρόκλῳ μεγαλήτορι θωρηχθέντες
ἔστιχον, ὄφρ᾽ ἐν Τρωσὶ μέγα φρονέοντες ὄρουσαν.
αὐτίκα δὲ σφήκεσσιν ἐοικότες ἐξεχέοντο
εἰνοδίοις, οὓς παῖδες ἐριδμαίνωσιν ἔθοντες, 260
αἰεὶ κερτομέοντες, ὁδῷ ἔπι οἰκί᾽ ἔχοντας,
νηπίαχοι· ξυνὸν δὲ κακὸν πολέεσσι τιθεῖσι.
τοὺς δ᾽ εἴ περ παρά τίς τε κιὼν ἄνθρωπος ὁδίτης
κινήσῃ ἀέκων, οἱ δ᾽ ἄλκιμον ἦτορ ἔχοντες
πρόσσω πᾶς πέτεται καὶ ἀμύνει οἷσι τέκεσσι. 265
τῶν τότε Μυρμιδόνες κραδίην καὶ θυμὸν ἔχοντες
ἐκ νηῶν ἐχέοντο· βοὴ δ᾽ ἄσβεστος ὀρώρει.
Πάτροκλος δ᾽ ἑτάροισιν ἐκέκλετο μακρὸν ἀΰσας·
«Μυρμιδόνες, ἕταροι Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος,
ἀνέρες ἔστε, φίλοι, μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς, 270
ὡς ἂν Πηλεΐδην τιμήσομεν, ὃς μέγ᾽ ἄριστος
Ἀργείων παρὰ νηυσὶ καὶ ἀγχέμαχοι θεράποντες,
γνῷ δὲ καὶ Ἀτρεΐδης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων
ἣν ἄτην, ὅ τ᾽ ἄριστον Ἀχαιῶν οὐδὲν ἔτεισεν.»
Ὣς εἰπὼν ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου, 275
ἐν δὲ πέσον Τρώεσσιν ἀολλέες· ἀμφὶ δὲ νῆες
σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν.
Τρῶες δ᾽ ὡς εἴδοντο Μενοιτίου ἄλκιμον υἱόν,
αὐτὸν καὶ θεράποντα, σὺν ἔντεσι μαρμαίροντας,
πᾶσιν ὀρίνθη θυμός, ἐκίνηθεν δὲ φάλαγγες, 280
ἐλπόμενοι παρὰ ναῦφι ποδώκεα Πηλεΐωνα
μηνιθμὸν μὲν ἀπορρῖψαι, φιλότητα δ᾽ ἑλέσθαι·
πάπτηνεν δὲ ἕκαστος ὅπῃ φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον.
Πάτροκλος δὲ πρῶτος ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ
ἀντικρὺ κατὰ μέσσον, ὅθι πλεῖστοι κλονέοντο, 285
νηῒ πάρα πρύμνῃ μεγαθύμου Πρωτεσιλάου,
καὶ βάλε Πυραίχμην, ὃς Παίονας ἱπποκορυστὰς
ἤγαγεν ἐξ Ἀμυδῶνος ἀπ᾽ Ἀξιοῦ εὐρὺ ῥέοντος·
τὸν βάλε δεξιὸν ὦμον· ὁ δ᾽ ὕπτιος ἐν κονίῃσι
κάππεσεν οἰμώξας, ἕταροι δέ μιν ἀμφὶ φόβηθεν 290
Παίονες· ἐν γὰρ Πάτροκλος φόβον ἧκεν ἅπασιν
ἡγεμόνα κτείνας, ὃς ἀριστεύεσκε μάχεσθαι.
ἐκ νηῶν δ᾽ ἔλασεν, κατὰ δ᾽ ἔσβεσεν αἰθόμενον πῦρ.
ἡμιδαὴς δ᾽ ἄρα νηῦς λίπετ᾽ αὐτόθι· τοὶ δὲ φόβηθεν
Τρῶες θεσπεσίῳ ὁμάδῳ· Δαναοὶ δ᾽ ἐπέχυντο 295
νῆας ἀνὰ γλαφυράς· ὅμαδος δ᾽ ἀλίαστος ἐτύχθη.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀφ᾽ ὑψηλῆς κορυφῆς ὄρεος μεγάλοιο
κινήσῃ πυκινὴν νεφέλην στεροπηγερέτα Ζεύς,
ἔκ τ᾽ ἔφανεν πᾶσαι σκοπιαὶ καὶ πρώονες ἄκροι
καὶ νάπαι, οὐρανόθεν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπερράγη ἄσπετος αἰθήρ, 300
ὣς Δαναοὶ νηῶν μὲν ἀπωσάμενοι δήϊον πῦρ
τυτθὸν ἀνέπνευσαν, πολέμου δ᾽ οὐ γίγνετ᾽ ἐρωή·
οὐ γάρ πώ τι Τρῶες ἀρηϊφίλων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν
προτροπάδην φοβέοντο μελαινάων ἀπὸ νηῶν,
ἀλλ᾽ ἔτ᾽ ἄρ᾽ ἀνθίσταντο, νεῶν δ᾽ ὑπόεικον ἀνάγκῃ. 305
Ἔνθα δ᾽ ἀνὴρ ἕλεν ἄνδρα κεδασθείσης ὑσμίνης
ἡγεμόνων. πρῶτος δὲ Μενοιτίου ἄλκιμος υἱὸς
αὐτίκ᾽ ἄρα στρεφθέντος Ἀρηϊλύκου βάλε μηρὸν
ἔγχεϊ ὀξυόεντι, διαπρὸ δὲ χαλκὸν ἔλασσε·
ῥῆξεν δ᾽ ὀστέον ἔγχος, ὁ δὲ πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ 310
κάππεσ᾽· ἀτὰρ Μενέλαος ἀρήϊος οὖτα Θόαντα
στέρνον γυμνωθέντα παρ᾽ ἀσπίδα, λῦσε δὲ γυῖα.
Φυλεΐδης δ᾽ Ἄμφικλον ἐφορμηθέντα δοκεύσας
ἔφθη ὀρεξάμενος πρυμνὸν σκέλος, ἔνθα πάχιστος
μυὼν ἀνθρώπου πέλεται· περὶ δ᾽ ἔγχεος αἰχμῇ 315
νεῦρα διεσχίσθη· τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψε.
Νεστορίδαι δ᾽ ὁ μὲν οὔτασ᾽ Ἀτύμνιον ὀξέϊ δουρὶ
Ἀντίλοχος, λαπάρης δὲ διήλασε χάλκεον ἔγχος·
ἤριπε δὲ προπάροιθε. Μάρις δ᾽ αὐτοσχεδὰ δουρὶ
Ἀντιλόχῳ ἐπόρουσε κασιγνήτοιο χολωθείς, 320
στὰς πρόσθεν νέκυος· τοῦ δ᾽ ἀντίθεος Θρασυμήδης
ἔφθη ὀρεξάμενος πρὶν οὐτάσαι, οὐδ᾽ ἀφάμαρτεν,
ὦμον ἄφαρ· πρυμνὸν δὲ βραχίονα δουρὸς ἀκωκὴ
δρύψ᾽ ἀπὸ μυώνων, ἀπὸ δ᾽ ὀστέον ἄχρις ἄραξε·
δούπησεν δὲ πεσών, κατὰ δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν. 325
ὣς τὼ μὲν δοιοῖσι κασιγνήτοισι δαμέντε
βήτην εἰς Ἔρεβος, Σαρπηδόνος ἐσθλοὶ ἑταῖροι,
υἷες ἀκοντισταὶ Ἀμισωδάρου, ὅς ῥα Χίμαιραν
θρέψεν ἀμαιμακέτην, πολέσιν κακὸν ἀνθρώποισιν.
Αἴας δὲ Κλεόβουλον Ὀϊλιάδης ἐπορούσας 330
ζωὸν ἕλε, βλαφθέντα κατὰ κλόνον· ἀλλά οἱ αὖθι
λῦσε μένος, πλήξας ξίφει αὐχένα κωπήεντι.
πᾶν δ᾽ ὑπεθερμάνθη ξίφος αἵματι· τὸν δὲ κατ᾽ ὄσσε
ἔλλαβε πορφύρεος θάνατος καὶ μοῖρα κραταιή.
Πηνέλεως δὲ Λύκων τε συνέδραμον· ἔγχεσι μὲν γὰρ 335
ἤμβροτον ἀλλήλων, μέλεον δ᾽ ἠκόντισαν ἄμφω·
τὼ δ᾽ αὖτις ξιφέεσσι συνέδραμον. ἔνθα Λύκων μὲν
ἱπποκόμου κόρυθος φάλον ἤλασεν, ἀμφὶ δὲ καυλὸν
φάσγανον ἐρραίσθη· ὁ δ᾽ ὑπ᾽ οὔατος αὐχένα θεῖνε
Πηνέλεως, πᾶν δ᾽ εἴσω ἔδυ ξίφος, ἔσχεθε δ᾽ οἶον 340
δέρμα, παρηέρθη δὲ κάρη, ὑπέλυντο δὲ γυῖα.
Μηριόνης δ᾽ Ἀκάμαντα κιχεὶς ποσὶ καρπαλίμοισι
νύξ᾽ ἵππων ἐπιβησόμενον κατὰ δεξιὸν ὦμον·
ἤριπε δ᾽ ἐξ ὀχέων, κατὰ δ᾽ ὀφθαλμῶν κέχυτ᾽ ἀχλύς.
Ἰδομενεὺς δ᾽ Ἐρύμαντα κατὰ στόμα νηλέϊ χαλκῷ 345
νύξε· τὸ δ᾽ ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησε
νέρθεν ὑπ᾽ ἐγκεφάλοιο, κέασσε δ᾽ ἄρ᾽ ὀστέα λευκά·
ἐκ δὲ τίναχθεν ὀδόντες, ἐνέπλησθεν δέ οἱ ἄμφω
αἵματος ὀφθαλμοί· τὸ δ᾽ ἀνὰ στόμα καὶ κατὰ ῥῖνας
πρῆσε χανών· θανάτου δὲ μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν. 350