Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 15 στ. 300-376
Είπε, κι αυτοί γρικούν το λόγο του και πρόθυμα του ακούνε. 300
Στον Αίαντα γύρα ευτύς εστάθηκαν, στον Τεύκρο, στο Μηριόνη,
στο ρήγα Ιδομενέα, στον άτρομο, λες κι ήταν Άρης, Μέγη,
τους πιο αντρειανούς καλνώντας γύρα τους, και σύνταξαν τη μάχη
στους Τρώες αντίκρυ και στον Έχτορα· κι ωστόσο επαίρναν δρόμο
οι άλλοι, οι πολλοί, στα πλοία τ᾽ αργίτικα ξοπίσω να διαγείρουν. 305
Κι οι Τρώες απανωτοί ξεχύθηκαν, κι άνοιγε δρόμο πρώτος
με δρασκελιές μεγάλες ο Έχτορας· κι ομπρός του ετράβα ο Φοίβος,
ντυμένος σύγνεφο στους ώμους του, το ανίκητο, κροσσάτο,
λαμπρό, ανελέητο βροντοσκούταρο κρατώντας, πού ᾽χε πάρει
ο Δίας απ᾽ το χαλκιά τον Ήφαιστο, μπρος του οι θνητοί να φεύγουν. 310
Τούτο κρατώντας τότε ο Απόλλωνας μπήκε μπροστά στ᾽ ασκέρι.
Κι οι Αργίτες μαζωχτοί εκρατήθηκαν, κι άγριος αχός ασκώθη
δώθε και κείθε, κι οι σαγίτες τους πηδούσαν απ᾽ τις κόρδες·
κι απ᾽ τα πολλά κοντάρια πού ᾽ριχναν παλικαρίσια χέρια
πολλά εκαρφώνουνταν κατάσαρκα σε νέα κορμιά αντρειωμένα, 315
πολλά μεσοδρομίς, ολόλευκη πριν να γευτούνε σάρκα,
στη γη στεκόνταν, κι ας λαχτάριζαν με σάρκα να χορτάσουν.
Όσο το βροντοσκούταρο άσειστο στα χέρια εκράτα ο Φοίβος,
πληθαίναν οι ριξιές, και σκότωναν κι από τα δυο φουσάτα·
μα σύντας πια τα μάτια εστύλωσε στους Δαναούς, κι αγνάντια 320
τούς τό ᾽σεισε κι ατός του ετράβηξε φωνή τρανή, η καρδιά τους
στα στήθη επάγωσε και ξέχασαν τη λιονταρίσια ορμή τους.
Πώς σε κοπάδι βόδια αρίφνητο γιά πρόβατα, που τύχει
να λείψει από κοντά ο τσοπάνος τους, μες στην καρδιά της νύχτας,
σαν πέσουν δυο θεριά αναπάντεχα, τα διασκορπίζουν όλα· 325
παρόμοια δειλιασμένοι εσκόρπισαν κι οι Δαναοί, τι ο Φοίβος
τους Τρώες τιμώντας και τον Έχτορα τους στρώνει στη φευγάλα.
Κι ως οι γραμμές της μάχης σκόρπισαν, καθένας κι έναν ρίχνει.
Τον Αρκεσίλαο πρώτος ο Έχτορας και το Στιχίο σκοτώνει,
στους Βοιωτούς τον έναν κύβερνο τους χαλκοθωρακάτους, 330
τον άλλο μπιστεμένο σύντροφο του γαύρου Ιδομενέα.
Κι ο Αινείας τον Ίασο και το Μέδοντα χτυπάει και ρίχνει κάτω·
κι ήταν ο Μέδοντας κλεφτόγεννος του αρχοντικού του Οιλέα
κι αδέρφι του Αίαντα, κι όμως άφησε τη γη την πατρική του
και ζούσε στη Φυλάκη, τι έτυχε νά ᾽χει σκοτώσει κάποιον 335
δικό της μητρυγιάς του Εριώπιδας, πού ᾽χεν ο Οιλέας γυναίκα·
κι ο τρανός Ίασος πάλε αφέντευε στων Αθηναίων τ᾽ ασκέρι,
κι αυτός του Σφήλου υγιός λογιάζουνταν κι αγγόνι του Βουκόλου.
Μετά σκοτώνει ο Πολυδάμαντας το Μηκιστέα, τον Έχιο
χτυπά ο Πολίτης μες στους πρόμαχους, κι ο Αγήνορας τον Κλόνιο. 340
Κι ο Πάρης πέτυχε το Δήοχο στο ριζοπλάτι πίσω,
μέσα στους πρόμαχους ως έφευγε, κι ως πέρα τον καρφώνει.
Κι ως τα κουφάρια αυτοί ξαρμάτωναν, οι Αργίτες στα παλούκια
και στο ανοιχτό χαντάκι εχύνουνταν και φεύγαν δώθε κείθε
στο καστροτείχι μέσα μπαίνοντας, σπρωγμένοι απ᾽ την ανάγκη. 345
Φώναξε τότε ο μέγας Έχτορας στους Τρώες γκαρδιώνοντάς τους
στ᾽ άρμενα να χυθούν, ν᾽ αφήσουνε τα αιματωμένα κούρσα!
«Κι όποιον αλλού θα ιδώ από τ᾽ άρμενα να κοντοστέκει αλάργα,
δω πέρα θα του δώσω θάνατο, κι ουδέ ποτέ οι δικοί του,
γυναίκες κι άντρες, θα του βάλουνε φωτιά για να τον κάψουν, 350
μόν᾽ τα σκυλιά μπροστά στο κάστρο μας θα τον τραβολογήσουν!»
Είπε, κι απά στις πλάτες χτύπησε με το μαστίγι τ᾽ άτια,
γραμμές γραμμές τους Τρώες ψυχώνοντας· κι αυτοί με κείνον όλοι
φωνάζαν στ᾽ άλογα, τ᾽ αμάξια τους που εσέρναν, και τα τρέχαν
με αλαλητό βαρύ· κι ο Απόλλωνας μπροστά μπροστά τους όχτους 355
απ᾽ το βαθύ χαντάκι εγκρέμισε κλωτσώντας, και στην κοίτη
μέσα βαθιά τούς πέταξε άκοπα, και στράτα γεφυρώνει
μακριά, φαρδιά, με το κοντάρι του κανένας όσο ρίχνει,
ως σφεντονίζει δοκιμάζοντας πού φτάνει η δύναμη του.
Εκεί συμμαζεμένοι εχύνουνταν, κι ο Φοίβος πρώτος, κι είχε 360
το βροντοσκούταρο το ατίμητο στο χέρι, και το τείχος
των Αχαιών εγκρέμισε εύκολα, καθώς παιδί τον άμμο,
που αφού μαζί του παίξει χτίζοντας σπιτάκια στ᾽ ακρογιάλι,
τους δίνει μια κι ευτύς τα γκρέμισε με χέρια και με πόδια·
και συ παρόμοια, Φοίβε Απόλλωνα, τον κόπο και το μόχτο 365
των Αχαιών χαλνούσες, κι έριχνες κι εκείνους στη φευγάλα.
Έτσι κλεισμένοι αυτοί κρατιόντουσαν στα πλοία σιμά, και κράζαν
ο ένας του αλλού κουράγιο δίνοντας· και σήκωναν τα χέρια,
και ξεφωνώντας τους αθάνατους ανακαλιούνταν όλους·
και πιο πολύ ο γερήνιος Νέστορας, των Αχαιών η σκέπη, 370
τα χέρια απλώνοντας προσεύκουνταν ψηλά στ᾽ αστράτα ουράνια:
«Πατέρα Δία, στο πολυσίταρο το Άργος ποτέ αν κανείς μας
παχιά μεριά προβάτου καίγοντας γιά και βοδιού, να γείρει
παρακαλούσε στην πατρίδα του, και συ του τό ᾽χες τάξει,
μην το ξεχνάς, Ολύμπιε, σώσε μας από το μαύρο Χάρο, 375
και μην αφήνεις ν᾽ αφανίζουνται πια από τους Τρώες οι Αργίτες!»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ᾽ ἐπίθοντο· 300
οἱ μὲν ἄρ᾽ ἀμφ᾽ Αἴαντα καὶ Ἰδομενῆα ἄνακτα,
Τεῦκρον Μηριόνην τε Μέγην τ᾽, ἀτάλαντον Ἄρηϊ,
ὑσμίνην ἤρτυνον, ἀριστῆας καλέσαντες,
Ἕκτορι καὶ Τρώεσσιν ἐναντίον· αὐτὰρ ὀπίσσω
ἡ πληθὺς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν ἀπονέοντο. 305
Τρῶες δὲ προὔτυψαν ἀολλέες, ἦρχε δ᾽ ἄρ᾽ Ἕκτωρ
μακρὰ βιβάς· πρόσθεν δὲ κί᾽ αὐτοῦ Φοῖβος Ἀπόλλων
εἱμένος ὤμοιιν νεφέλην, ἔχε δ᾽ αἰγίδα θοῦριν,
δεινὴν ἀμφιδάσειαν ἀριπρεπέ᾽, ἣν ἄρα χαλκεὺς
Ἥφαιστος Διὶ δῶκε φορήμεναι ἐς φόβον ἀνδρῶν· 310
τὴν ἄρ᾽ ὅ γ᾽ ἐν χείρεσσιν ἔχων ἡγήσατο λαῶν.
Ἀργεῖοι δ᾽ ὑπέμειναν ἀολλέες, ὦρτο δ᾽ ἀϋτὴ
ὀξεῖ᾽ ἀμφοτέρωθεν, ἀπὸ νευρῆφι δ᾽ ὀϊστοὶ
θρῷσκον· πολλὰ δὲ δοῦρα θρασειάων ἀπὸ χειρῶν
ἄλλα μὲν ἐν χροῒ πήγνυτ᾽ ἀρηϊθόων αἰζηῶν, 315
πολλὰ δὲ καὶ μεσσηγύ, πάρος χρόα λευκὸν ἐπαυρεῖν
ἐν γαίῃ ἵσταντο λιλαιόμενα χροὸς ἆσαι.
ὄφρα μὲν αἰγίδα χερσὶν ἔχ᾽ ἀτρέμα Φοῖβος Ἀπόλλων,
τόφρα μάλ᾽ ἀμφοτέρων βέλε᾽ ἥπτετο, πῖπτε δὲ λαός.
αὐτὰρ ἐπεὶ κατ᾽ ἐνῶπα ἰδὼν Δαναῶν ταχυπώλων 320
σεῖσ᾽, ἐπὶ δ᾽ αὐτὸς ἄϋσε μάλα μέγα, τοῖσι δὲ θυμὸν
ἐν στήθεσσιν ἔθελξε, λάθοντο δὲ θούριδος ἀλκῆς.
οἱ δ᾽ ὥς τ᾽ ἠὲ βοῶν ἀγέλην ἢ πῶϋ μέγ᾽ οἰῶν
θῆρε δύω κλονέωσι μελαίνης νυκτὸς ἀμολγῷ,
ἐλθόντ᾽ ἐξαπίνης σημάντορος οὐ παρεόντος, 325
ὣς ἐφόβηθεν Ἀχαιοὶ ἀνάλκιδες· ἐν γὰρ Ἀπόλλων
ἧκε φόβον, Τρωσὶν δὲ καὶ Ἕκτορι κῦδος ὄπαζεν.
Ἔνθα δ᾽ ἀνὴρ ἕλεν ἄνδρα κεδασθείσης ὑσμίνης.
Ἕκτωρ μὲν Στιχίον τε καὶ Ἀρκεσίλαον ἔπεφνε,
τὸν μὲν Βοιωτῶν ἡγήτορα χαλκοχιτώνων, 330
τὸν δὲ Μενεσθῆος μεγαθύμου πιστὸν ἑταῖρον·
Αἰνείας δὲ Μέδοντα καὶ Ἴασον ἐξενάριξεν.
ἤτοι ὁ μὲν νόθος υἱὸς Ὀϊλῆος θείοιο
ἔσκε Μέδων, Αἴαντος ἀδελφεός· αὐτὰρ ἔναιεν
ἐν Φυλάκῃ γαίης ἄπο πατρίδος, ἄνδρα κατακτάς, 335
γνωτὸν μητρυιῆς Ἐριώπιδος, ἣν ἔχ᾽ Ὀϊλεύς·
Ἴασος αὖτ᾽ ἀρχὸς μὲν Ἀθηναίων ἐτέτυκτο,
υἱὸς δὲ Σφήλοιο καλέσκετο Βουκολίδαο.
Μηκιστῆ δ᾽ ἕλε Πουλυδάμας, Ἐχίον δὲ Πολίτης
πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ, Κλονίον δ᾽ ἕλε δῖος Ἀγήνωρ. 340
Δηΐοχον δὲ Πάρις βάλε νείατον ὦμον ὄπισθε
φεύγοντ᾽ ἐν προμάχοισι, διαπρὸ δὲ χαλκὸν ἔλασσεν.
Ὄφρ᾽ οἱ τοὺς ἐνάριζον ἀπ᾽ ἔντεα, τόφρα δ᾽ Ἀχαιοὶ
τάφρῳ καὶ σκολόπεσσιν ἐνιπλήξαντες ὀρυκτῇ
ἔνθα καὶ ἔνθα φέβοντο, δύοντο δὲ τεῖχος ἀνάγκῃ. 345
Ἕκτωρ δὲ Τρώεσσιν ἐκέκλετο μακρὸν ἀΰσας·
«νηυσὶν ἐπισσεύεσθαι, ἐᾶν δ᾽ ἔναρα βροτόεντα·
ὃν δ᾽ ἂν ἐγὼν ἀπάνευθε νεῶν ἑτέρωθι νοήσω,
αὐτοῦ οἱ θάνατον μητίσομαι, οὐδέ νυ τόν γε
γνωτοί τε γνωταί τε πυρὸς λελάχωσι θανόντα, 350
ἀλλὰ κύνες ἐρύουσι πρὸ ἄστεος ἡμετέροιο.»
Ὣς εἰπὼν μάστιγι κατωμαδὸν ἤλασεν ἵππους,
κεκλόμενος Τρώεσσι κατὰ στίχας· οἱ δὲ σὺν αὐτῷ
πάντες ὁμοκλήσαντες ἔχον ἐρυσάρματας ἵππους
ἠχῇ θεσπεσίῃ· προπάροιθε δὲ Φοῖβος Ἀπόλλων 355
ῥεῖ᾽ ὄχθας καπέτοιο βαθείης ποσσὶν ἐρείπων
ἐς μέσσον κατέβαλλε, γεφύρωσεν δὲ κέλευθον
μακρὴν ἠδ᾽ εὐρεῖαν, ὅσον τ᾽ ἐπὶ δουρὸς ἐρωὴ
γίγνεται, ὁππότ᾽ ἀνὴρ σθένεος πειρώμενος ᾗσι.
τῇ ῥ᾽ οἵ γε προχέοντο φαλαγγηδόν, πρὸ δ᾽ Ἀπόλλων 360
αἰγίδ᾽ ἔχων ἐρίτιμον· ἔρειπε δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν
ῥεῖα μάλ᾽, ὡς ὅτε τις ψάμαθον πάϊς ἄγχι θαλάσσης,
ὅς τ᾽ ἐπεὶ οὖν ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν,
ἂψ αὖτις συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν ἀθύρων.
ὥς ῥα σύ, ἤϊε Φοῖβε, πολὺν κάματον καὶ ὀϊζὺν 365
σύγχεας Ἀργείων, αὐτοῖσι δὲ φύζαν ἐνῶρσας.
Ὣς οἱ μὲν παρὰ νηυσὶν ἐρητύοντο μένοντες,
ἀλλήλοισί τε κεκλόμενοι καὶ πᾶσι θεοῖσι
χεῖρας ἀνίσχοντες μεγάλ᾽ εὐχετόωντο ἕκαστος·
Νέστωρ αὖτε μάλιστα Γερήνιος, οὖρος Ἀχαιῶν, 370
εὔχετο, χεῖρ᾽ ὀρέγων εἰς οὐρανὸν ἀστερόεντα·
«Ζεῦ πάτερ, εἴ ποτέ τίς τοι ἐν Ἄργεΐ περ πολυπύρῳ
ἢ βοὸς ἢ οἰὸς κατὰ πίονα μηρία καίων
εὔχετο νοστῆσαι, σὺ δ᾽ ὑπέσχεο καὶ κατένευσας,
τῶν μνῆσαι καὶ ἄμυνον, Ὀλύμπιε, νηλεὲς ἦμαρ, 375
μηδ᾽ οὕτω Τρώεσσιν ἔα δάμνασθαι Ἀχαιούς.»