Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 14 στ. 300-377
Κι η Ήρα η σεβάσμια του αποκρίθηκε με πονηριά και τού ᾽πε: 300
«Θέλω να πάω να ιδώ στην τέλειωση της γης της πολυθρόφας
τον Ωκεανό, των θεών τον πρόγονο, και την Τηθή τη μάνα,
που με αναθρέψαν στο παλάτι τους και με χαϊδαναστήσαν.
Σ᾽ αυτούς πηγαίνω, τις ατέλειωτες μαλιές τους να διαλύνω·
τι πάει καιρός πολύς που αγκάλιασμα δε χαίρουνται ουδ᾽ αγάπη· 305
χώρια κοιμούνται, τι έχουν μέσα τους ο ένας του αλλού μανιάσει.
Τ᾽ άτια μου τώρα στης πολύπηγης της Ίδας με προσμένουν
τη ρίζα, πάνω κι από θάλασσες κι από στεριές να τρέξουν.
Όμως για σένα από τον Όλυμπο φτάνω εδώ πέρα τώρα,
μην τύχει και θυμώσεις έπειτα, στο αρχοντικό αν ερχόμουν 310
του Ωκεανού του βαθιορέματου χωρίς να το κατέχεις.»
Και τότε ο Δίας τής αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης:
«Ήρα, για πέρα εκεί κι αργότερα μπορείς να ξεκινήσεις·
μόν᾽ έλα τώρα να πλαγιάσουμε, τον πόθο να χαρούμε.
Ποτέ θνητής γυναίκας έρωτας γιά και θεάς ως τώρα 315
τόσο στα στήθη μου δε φούντωσε να πνίξει την καρδιά μου·
μηδέ και τότε σαν αγάπησα του Ιξίονα τη γυναίκα,
που τον Πειρίθο γιο μού εχάρισε, θεό στη φρονιμάδα·
μηδέ και σαν τη λιγναστράγαλη Δανάη, τη θυγατέρα
του Ακρίσιου, αγάπησα, που μού ᾽κανε τον ξακουστό Περσέα· 320
μηδέ του κοσμολόητου Φοίνικα την κόρη ως αγαπούσα,
που το Ραδάμανθη μου εγέννησε και τον ισόθεο Μίνω·
μηδέ και τη Σεμέλη επόθησα και την Αλκμήνη τόσο,
που η πρώτη εγέννησε το Διόνυσο, χαρά στην οικουμένη,
τον Ηρακλή στη Θήβα η δεύτερη, δικό μου γιο αντρειωμένο· 325
κι ουδέ τη ρήγισσα τη Δήμητρα την ομορφομαλλούσα,
γιά τη Λητώ την κοσμοξάκουστη γιά και την ίδια εσένα,
σαν όσο πόθο κι όσον έρωτα για σένα νιώθω τώρα.»
Κι η Ήρα η σεβάσμια του αποκρίθηκε με πονηριά και τού ᾽πε:
«Υγιέ του Κρόνου τρομερότατε, τί λόγια αυτά που κρένεις; 330
Αλήθεια θέλεις να πλαγιάσουμε, τον πόθο να χαρούμε
στης Ίδας τις κορφές, που φαίνουνται τρογύρα αλάργα ολούθε;
Και τί θα γίνει αν ως κοιμόμαστε μας δει αναιώνιος κάποιος
θεός, και σ᾽ όλους τους αθάνατους να το προφτάσει τρέξει;
Όχι, δε γίνεται, απ᾽ την κλίνη σου να σηκωθώ και πίσω 335
έτσι να φτάσω στο παλάτι σου· ντροπή μεγάλη θά ᾽ταν.
Μ᾽ αν είναι τόσος τώρα ο πόθος σου κι αν τόσο αλήθεια θέλεις,
έχεις θαρρώ δικιά σου κάμαρα, χτισμένη από το γιο σου
τον Ήφαιστο, που πόρτες στέριωσε γερές στις παραστάδες·
κει πέρα ας πάμε να πλαγιάσουμε, μια και ζητάς αγκάλη.» 340
Και τότε ο Δίας τής αποκρίθηκεν ο νεφελοστοιβάχτης:
«Ήρα, κανείς θεός, μη σκιάζεσαι, μήτε θνητός δεν είναι
για να μας δει· με τέτοιο σύγνεφο χρυσό θα σε σκεπάσω,
που μήτε ο γήλιος διαπερνώντας το βαθιά ως εμάς να φτάσει,
με όσο κι αν έχει φως και δύναμη να διαπερνάει τα πάντα.» 345
Αυτά ειπε ο Δίας, και τη γυναίκα του στην αγκαλιά του παίρνει,
κι η γης η θεία χορτάρι νιόβλαστο φυτρώνει κάτωθέ τους,
σαφράνια και τριφύλλια ολόδροσα και κρίνους και ζουμπούλια,
πυκνά, απαλά, που ανακρατούσαν τους, το χώμα μην αγγίξουν.
Κει μέσα τότε οι δυο τους έγειραν, σε σύγνεφο κρυμμένοι, 350
χρυσό, πανώριο, κι αργοστάλαζε στραφταλιστή η δροσιά του.
Έτσι γλυκά ψηλά στο Γάργαρο κοιμόταν ο Πατέρας,
σκλάβος στον ύπνο και στον έρωτα, στην αγκαλιά της Ήρας·
κι ο Ύπνος ο ολόγλυκος στ᾽ αργίτικα γοργά καράβια τρέχει,
το μήνυμα να πάει στον άρχοντα της γης, τον Κοσμοσείστη· 355
κι ως στάθη πλάι του, με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Μη στέκεις, Ποσειδώνα, σύντρεξε πια τώρα τους Αργίτες·
ας είναι και για λίγο, δώσε τους τη νίκη, όση ώρα ακόμα
κοιμάται ο Δίας· τι εγώ του σκέπασα με ύπνο απαλό τα φρένα,
κι η Ήρα απ᾽ την άλλη τον ξεγέλασε, μαζί της να πλαγιάσει.» 360
Ως είπε αυτά, στων πολυξάκουστων θνητών τις χώρες φεύγει·
κι εκείνος, κεντρισμένος πιότερο να δώσει χέρι τώρα
στους Δαναούς, μεμιάς επήδηξε και στους προμάχους κράζει:
«Αργίτες, τί; ξανά θ᾽ αφήσουμε στον Έχτορα τη νίκη,
για να πατήσει τα καράβια μας, να δοξαστεί περίσσια; 365
Έτσι φωνάζει αυτός και πέτεται, τον Αχιλλέα θωρώντας
στα πλοία τα βαθουλά να κάθεται με μανιασμένα σπλάχνα.
Μα ούτε κι αυτόν θ᾽ αποζητήσουμε και τόσο, εμείς μονάχα
να κρατηθούμε αντρίκεια, δίνοντας ο ένας του αλλού κουράγιο.
Μα τώρα ελάτε, ομπρός, το λόγο μου ν᾽ ακούσουμε όλοι θέλω: 370
Τα πιο τρανά φορέστε πού ᾽χουμε, τα πιο γερά σκουτάρια,
χώστε σε κράνη τα κεφάλια σας στραφταλιστά, κι ακόμα
φουχτώστε μες στις απαλάμες σας τα πιο μακριά κοντάρια,
κι ομπρός, εγώ το δρόμο ανοίγω σας! Του Πρίαμου ο γιος αλήθεια
δε θα κρατήσει ομπρός μας, ο Έχτορας, με όσην ορμή κι αν έχει. 375
Κι αν ένας αντρειανός στον ώμο του μικρό κρατάει σκουτάρι,
ας το περάσει ενού αχαμνότερου και πιο τρανό ας φορέσει.»
Τὸν δὲ δολοφρονέουσα προσηύδα πότνια Ἥρη· 300
«ἔρχομαι ὀψομένη πολυφόρβου πείρατα γαίης,
Ὠκεανόν τε, θεῶν γένεσιν, καὶ μητέρα Τηθύν,
οἵ με σφοῖσι δόμοισιν ἐῢ τρέφον ἠδ᾽ ἀτίταλλον·
τοὺς εἶμ᾽ ὀψομένη, καί σφ᾽ ἄκριτα νείκεα λύσω·
ἤδη γὰρ δηρὸν χρόνον ἀλλήλων ἀπέχονται 305
εὐνῆς καὶ φιλότητος, ἐπεὶ χόλος ἔμπεσε θυμῷ.
ἵπποι δ᾽ ἐν πρυμνωρείῃ πολυπίδακος Ἴδης
ἑστᾶσ᾽, οἵ μ᾽ οἴσουσιν ἐπὶ τραφερήν τε καὶ ὑγρήν.
νῦν δὲ σεῦ εἵνεκα δεῦρο κατ᾽ Οὐλύμπου τόδ᾽ ἱκάνω,
μή πώς μοι μετέπειτα χολώσεαι, αἴ κε σιωπῇ 310
οἴχωμαι πρὸς δῶμα βαθυρρόου Ὠκεανοῖο.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
«Ἥρη, κεῖσε μὲν ἔστι καὶ ὕστερον ὁρμηθῆναι,
νῶϊ δ᾽ ἄγ᾽ ἐν φιλότητι τραπείομεν εὐνηθέντε.
οὐ γάρ πώ ποτέ μ᾽ ὧδε θεᾶς ἔρος οὐδὲ γυναικὸς 315
θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχυθεὶς ἐδάμασσεν,
οὐδ᾽ ὁπότ᾽ ἠρασάμην Ἰξιονίης ἀλόχοιο,
ἣ τέκε Πειρίθοον, θεόφιν μήστωρ᾽ ἀτάλαντον·
οὐδ᾽ ὅτε περ Δανάης καλλισφύρου Ἀκρισιώνης,
ἣ τέκε Περσῆα, πάντων ἀριδείκετον ἀνδρῶν· 320
οὐδ᾽ ὅτε Φοίνικος κούρης τηλεκλειτοῖο,
ἣ τέκε μοι Μίνων τε καὶ ἀντίθεον ῾Ραδάμανθυν·
οὐδ᾽ ὅτε περ Σεμέλης οὐδ᾽ Ἀλκμήνης ἐνὶ Θήβῃ,
ἥ ῥ᾽ Ἡρακλῆα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα·
ἡ δὲ Διώνυσον Σεμέλη τέκε, χάρμα βροτοῖσιν· 325
οὐδ᾽ ὅτε Δήμητρος καλλιπλοκάμοιο ἀνάσσης,
οὐδ᾽ ὁπότε Λητοῦς ἐρικυδέος, οὐδὲ σεῦ αὐτῆς,
ὡς σέο νῦν ἔραμαι καί με γλυκὺς ἵμερος αἱρεῖ.»
Τὸν δὲ δολοφρονέουσα προσηύδα πότνια Ἥρη·
«αἰνότατε Κρονίδη, ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες. 330
εἰ νῦν ἐν φιλότητι λιλαίεαι εὐνηθῆναι
Ἴδης ἐν κορυφῇσι, τὰ δὲ προπέφανται ἅπαντα·
πῶς κ᾽ ἔοι, εἴ τις νῶϊ θεῶν αἰειγενετάων
εὕδοντ᾽ ἀθρήσειε, θεοῖσι δὲ πᾶσι μετελθὼν
πεφράδοι; οὐκ ἂν ἔγωγε τεὸν πρὸς δῶμα νεοίμην 335
ἐξ εὐνῆς ἀνστᾶσα, νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη.
ἀλλ᾽ εἰ δή ῥ᾽ ἐθέλεις καί τοι φίλον ἔπλετο θυμῷ,
ἔστιν τοι θάλαμος, τόν τοι φίλος υἱὸς ἔτευξεν
Ἥφαιστος, πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν·
ἔνθ᾽ ἴομεν κείοντες, ἐπεί νύ τοι εὔαδεν εὐνή.» 340
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
«Ἥρη, μήτε θεῶν τό γε δείδιθι μήτε τιν᾽ ἀνδρῶν
ὄψεσθαι· τοῖόν τοι ἐγὼ νέφος ἀμφικαλύψω
χρύσεον· οὐδ᾽ ἂν νῶϊ διαδράκοι Ἠέλιός περ,
οὗ τε καὶ ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι.» 345
Ἦ ῥα, καὶ ἀγκὰς ἔμαρπτε Κρόνου παῖς ἣν παράκοιτιν·
τοῖσι δ᾽ ὑπὸ χθὼν δῖα φύεν νεοθηλέα ποίην,
λωτόν θ᾽ ἑρσήεντα ἰδὲ κρόκον ἠδ᾽ ὑάκινθον
πυκνὸν καὶ μαλακόν, ὃς ἀπὸ χθονὸς ὑψόσ᾽ ἔεργε.
τῷ ἔνι λεξάσθην, ἐπὶ δὲ νεφέλην ἕσσαντο 350
καλὴν χρυσείην· στιλπναὶ δ᾽ ἀπέπιπτον ἔερσαι.
Ὣς ὁ μὲν ἀτρέμας εὗδε πατὴρ ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ,
ὕπνῳ καὶ φιλότητι δαμείς, ἔχε δ᾽ ἀγκὰς ἄκοιτιν·
βῆ δὲ θέειν ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν νήδυμος Ὕπνος
ἀγγελίην ἐρέων γαιηόχῳ ἐννοσιγαίῳ· 355
ἀγχοῦ δ᾽ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«πρόφρων νῦν Δαναοῖσι, Ποσείδαον, ἐπάμυνε,
καί σφιν κῦδος ὄπαζε μίνυνθά περ, ὄφρ᾽ ἔτι εὕδει
Ζεύς, ἐπεὶ αὐτῷ ἐγὼ μαλακὸν περὶ κῶμα κάλυψα·
Ἥρη δ᾽ ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηθῆναι.» 360
Ὣς εἰπὼν ὁ μὲν ᾤχετ᾽ ἐπὶ κλυτὰ φῦλ᾽ ἀνθρώπων,
τὸν δ᾽ ἔτι μᾶλλον ἀνῆκεν ἀμυνέμεναι Δαναοῖσιν.
αὐτίκα δ᾽ ἐν πρώτοισι μέγα προθορὼν ἐκέλευσεν·
«Ἀργεῖοι, καὶ δὴ αὖτε μεθίεμεν Ἕκτορι νίκην
Πριαμίδῃ, ἵνα νῆας ἕλῃ καὶ κῦδος ἄρηται; 365
ἀλλ᾽ ὁ μὲν οὕτω φησὶ καὶ εὔχεται, οὕνεκ᾽ Ἀχιλλεὺς
νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσι μένει κεχολωμένος ἦτορ·
κείνου δ᾽ οὔ τι λίην ποθὴ ἔσσεται, εἴ κεν οἱ ἄλλοι
ἡμεῖς ὀτρυνώμεθ᾽ ἀμυνέμεν ἀλλήλοισιν.
ἀλλ᾽ ἄγεθ᾽, ὡς ἂν ἐγὼν εἴπω, πειθώμεθα πάντες· 370
ἀσπίδες ὅσσαι ἄρισται ἐνὶ στρατῷ ἠδὲ μέγισται
ἑσσάμενοι, κεφαλὰς δὲ παναίθῃσιν κορύθεσσι
κρύψαντες, χερσίν τε τὰ μακρότατ᾽ ἔγχε᾽ ἑλόντες,
ἴομεν· αὐτὰρ ἐγὼν ἡγήσομαι, οὐδ᾽ ἔτι φημὶ
Ἕκτορα Πριαμίδην μενέειν μάλα περ μεμαῶτα. 375
ὃς δέ κ᾽ ἀνὴρ μενέχαρμος, ἔχει δ᾽ ὀλίγον σάκος ὤμῳ,
χείρονι φωτὶ δότω, ὁ δ᾽ ἐν ἀσπίδι μείζονι δύτω.»