Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 13 στ. 311-382
Κι ο Ιδομενέας τού απηλογήθηκε, των Κρητικών ο ρήγας:
«Τα μεσιακά καράβια βρίσκουνται να διαφεντέψουν κι άλλοι,
οι Αίαντες οι δυο, κι ο Τεύκρος δίπλα τους, μες στους Αργίτες πρώτος
στις δοξαριές, και στο αντροπάλεμα με τους στερνούς δε στέκει.
Αυτοί θα τον χορτάσουν πόλεμο τον Έχτορα, κι ας είναι 315
όσο το θέλει λιονταρόκαρδος κι όσο αν γυρεύει απάλε.
Πολύ θα τού ᾽ρθει αλήθεια δύσκολο, σφαγή κι ας λαχταρίζει,
τη λύσσα ετούτων και τ᾽ ανίκητα να παραλύσει χέρια,
κι έτσι να κάψει τα καράβια μας, εξόν ο γιος του Κρόνου
δαυλό αναμμένο απά στα γρήγορα καράβια αν ρίξει ατός του· 320
τι ο τελαμώνιος Αίας δε γίνεται σ᾽ άλλον μπροστά να φύγει,
νά ᾽ναι μαθές θνητός, να γεύεται της Δήμητρας το στάρι,
και να λαβώνεται από τ᾽ άρματα και τα τρανά κοτρόνια.
Κι ουδέ στο ρημαχτή θα δείλιαζε μπροστά Αχιλλέα, μαζί του
ν᾽ αντροπαλέψει· μόν᾽ στο τρέξιμο θα τον περνούσε εκείνος. 325
Όσο για μας τους δυο, γιά τράβηξε ζερβά απ᾽ τ᾽ ασκέρι, κάποιον
ευτύς να ιδούμε αν θα δοξάσουμε, γιά αν κάποιος μάς δοξάσει.»
Αυτά ειπε, κι ο Μηριόνης κίνησε, σαν τον γοργό τον Άρη,
κι ο άλλος μαζί, στο ασκέρι ώσπου ᾽φτασαν, κει που ζητούσε ο πρώτος.
Κι οι Τρώες το Δομενέα σαν ένιωσαν, της αντριγιάς τη φλόγα, 330
τον ίδιο αυτόν και τον ακράνη του, με πλουμιστές αρμάτες,
ο ένας του αλλού κουράγιο δίνοντας απάνω του όλοι επέσαν·
κι ανοίξαν τα φουσάτα πόλεμο στων καραβιών τις άκρες.
Όπως βαρύν οι ανέμοι δρόλαπα σφυρίζοντας ασκώνουν,
τη μέρα ο κουρνιαχτός που πλήθυνε στις στράτες μέσα ολούθε, 335
κι όλοι μαζί φυσώντας άσκωσαν πυκνή τη σκόνη ως νέφος·
όμοια κι εκείνοι τότε ανάκατα μες στο σωρό χτυπιόνταν,
με κοφτερό χαλκό γυρεύοντας να σφάξει ο ένας τον άλλο.
Κι η φάουσα μάχη ορθανατρίχιασεν απ᾽ τα μακριά κοντάρια,
που εκράτουν και θερίζαν γύρα τους· και θάμπωναν τα μάτια 340
απ᾽ τη χαλκένια φλόγα πού ᾽βγαζαν τ᾽ αστραποβόλα κράνη
κι οι φρεσκογυαλισμένοι θώρακες και τα λαμπρά σκουτάρια,
όλοι μαζί ως τραβούσαν· σίδερο θά ᾽χε καρδιά ο που τό ᾽δε
τέτοιο κακό κι εχάρη μέσα του, χωρίς να καρδιοσώσει.
Οι δυο του Κρόνου γιοι οι τρανόκαρδοι, με άλλη βουλή ο καθένας, 345
στ᾽ ασκέρια τ᾽ αντρειωμένα εσύγκλωθαν τρανούς καημούς ωστόσο·
στους Τρώες ζητούσε και στον Έχτορα τη νίκη ο Δίας να δώσει,
τον Αχιλλέα το γοργοπόδαρο τιμώντας· ούτε κι όμως
στην Τροία μπροστά λογάριαζε άχναροι ν᾽ αφανιστούν οι Αργίτες·
τη Θέτιδα μονάχα εδόξαζε και τον τρανό το γιο της. 350
Κι ο Ποσειδώνας πάλε ζύγωνε ν᾽ ασκώσει τους Αργίτες,
κρυφά από το ψαρί προβαίνοντας το κύμα, τι πονούσε
να τους θωρεί απ᾽ τους Τρώες να χάνουνται, και χόλιαζε του Δία.
Κι οι δυο από μια γενιά κρατιόντουσαν, τον ίδιο ειχαν πατέρα,
μα ο Δίας στη γνώση πρώτος έρχουνταν, τι πιο μπροστά εγεννήθη. 355
Γι᾽ αυτό και φανερά δεν ήθελε να δώσει χέρι, μόνο
κρυφά αναγκάρδιωνε ακατάπαυτα, με όψη θνητού, τ᾽ ασκέρι.
Έτσι του πόλεμου του ανέσπλαχνου και της σφαγής της άγριας
τεντώσαν το σκοινί από πάνω τους, για να τους κλείσουν μέσα,
ασύντριφτο, άλυτο, μα πού ᾽λυσε πολλών τα γόνα τότε. 360
Εκεί τους Δαναούς εγκάρδιωσε, κι ομπρός χιμώντας ξάφνου
ο Ιδομενέας τους Τρώες ετσάκισε, κι ας ήταν ψαρομάλλης·
τι τον τρανό Οθρυονέα κοντάρεψε, που μπήκε μες στο κάστρο
φτασμένος μόλις απ᾽ την Κάβησο, τον πόλεμο γρικώντας.
Την κόρη εζήτησε την πιο όμορφη του Πρίαμου, την Κασσάντρα, 365
με δίχως ξαγορά, και τού ᾽ταξε τρανό πως θά ᾽κανε έργο,
τους γιους των Αχαιών πως θά ᾽διωχνε μεβιάς από την Τροία.
Και δέχτη ο γέρο Πρίαμος κι έταξε να του τη δώσει ταίρι,
κι εκείνος πια, τα θάρρη του έχοντας στο λόγο αυτό, επολέμα.
Κι ο Ιδομενέας τον εσημάδεψε με αστραφτερό κοντάρι, 370
κι αυτό τον βρήκε, ως καμαρώνοντας τραβούσε· ο θώρακάς του
που εφόρα ο χάλκινος δεν άντεξε, μόν᾽ στην κοιλιά του εμπήχτη.
Πέφτει με βρόντο· καμαρώνοντας ο Ιδομενέας τού κράζει:
«Οθρυονέα, σχαρίκια αξίζουνε σε σένα πάνω απ᾽ όλους,
όλα αν τελέψεις που καυκήθηκες στον Πρίαμο, του Δαρδάνου 375
τη φύτρα, πού ᾽ταξε την κόρη του γυναίκα να σου δώσει.
Κι εμείς αλήθεια αν σου το τάζαμε, θα τό ᾽χαμε τελέψει·
την πιο πανώρια θα σου δίναμε του Ατρείδη θυγατέρα,
απ᾽ το Άργος νύφη φέρνοντάς σου την, αν ήθελες μονάχα
της Τροίας το κάστρο το πεντάμορφο μαζί μας να πατήσεις. 380
Τώρα στα πλοία τα πελαγόδρομα γιά έλα μαζί, το γάμο
για να ταιριάξουμε· κακόθελους δε θά ᾽βρεις συμπεθέρους!»
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἰδομενεύς, Κρητῶν ἀγός, ἀντίον ηὔδα·
«νηυσὶ μὲν ἐν μέσσῃσιν ἀμύνειν εἰσὶ καὶ ἄλλοι,
Αἴαντές τε δύω Τεῦκρός θ᾽, ὃς ἄριστος Ἀχαιῶν
τοξοσύνῃ, ἀγαθὸς δὲ καὶ ἐν σταδίῃ ὑσμίνῃ·
οἵ μιν ἅδην ἐλόωσι καὶ ἐσσύμενον πολέμοιο, 315
Ἕκτορα Πριαμίδην, καὶ εἰ μάλα καρτερός ἐστιν.
αἰπύ οἱ ἐσσεῖται μάλα περ μεμαῶτι μάχεσθαι
κείνων νικήσαντι μένος καὶ χεῖρας ἀάπτους
νῆας ἐνιπρῆσαι, ὅτε μὴ αὐτός γε Κρονίων
ἐμβάλοι αἰθόμενον δαλὸν νήεσσι θοῇσιν. 320
ἀνδρὶ δέ κ᾽ οὐκ εἴξειε μέγας Τελαμώνιος Αἴας,
ὃς θνητός τ᾽ εἴη καὶ ἔδοι Δημήτερος ἀκτήν,
χαλκῷ τε ῥηκτὸς μεγάλοισί τε χερμαδίοισιν.
οὐδ᾽ ἂν Ἀχιλλῆϊ ῥηξήνορι χωρήσειεν
ἔν γ᾽ αὐτοσταδίῃ· ποσὶ δ᾽ οὔ πως ἔστιν ἐρίζειν. 325
νῶϊν δ᾽ ὧδ᾽ ἐπ᾽ ἀριστέρ᾽ ἔχε στρατοῦ, ὄφρα τάχιστα
εἴδομεν ἠέ τῳ εὖχος ὀρέξομεν, ἦέ τις ἡμῖν.»
Ὣς φάτο, Μηριόνης δὲ θοῷ ἀτάλαντος Ἄρηϊ
ἦρχ᾽ ἴμεν, ὄφρ᾽ ἀφίκοντο κατὰ στρατόν, ᾗ μιν ἀνώγει.
Οἱ δ᾽ ὡς Ἰδομενῆα ἴδον φλογὶ εἴκελον ἀλκήν, 330
αὐτὸν καὶ θεράποντα, σὺν ἔντεσι δαιδαλέοισι,
κεκλόμενοι καθ᾽ ὅμιλον ἐπ᾽ αὐτῷ πάντες ἔβησαν·
τῶν δ᾽ ὁμὸν ἵστατο νεῖκος ἐπὶ πρυμνῇσι νέεσσιν.
ὡς δ᾽ ὅθ᾽ ὑπὸ λιγέων ἀνέμων σπέρχωσιν ἄελλαι
ἤματι τῷ ὅτε τε πλείστη κόνις ἀμφὶ κελεύθους, 335
οἵ τ᾽ ἄμυδις κονίης μεγάλην ἱστᾶσιν ὀμίχλην,
ὣς ἄρα τῶν ὁμόσ᾽ ἦλθε μάχη, μέμασαν δ᾽ ἐνὶ θυμῷ
ἀλλήλους καθ᾽ ὅμιλον ἐναιρέμεν ὀξέϊ χαλκῷ.
ἔφριξεν δὲ μάχη φθισίμβροτος ἐγχείῃσι
μακρῇς, ἃς εἶχον ταμεσίχροας· ὄσσε δ᾽ ἄμερδεν 340
αὐγὴ χαλκείη κορύθων ἄπο λαμπομενάων
θωρήκων τε νεοσμήκτων σακέων τε φαεινῶν
ἐρχομένων ἄμυδις· μάλα κεν θρασυκάρδιος εἴη
ὃς τότε γηθήσειεν ἰδὼν πόνον οὐδ᾽ ἀκάχοιτο.
Τὼ δ᾽ ἀμφὶς φρονέοντε δύω Κρόνου υἷε κραταιὼ 345
ἀνδράσιν ἡρώεσσιν ἐτεύχετον ἄλγεα λυγρά.
Ζεὺς μέν ῥα Τρώεσσι καὶ Ἕκτορι βούλετο νίκην,
κυδαίνων Ἀχιλῆα πόδας ταχύν· οὐδέ τι πάμπαν
ἤθελε λαὸν ὀλέσθαι Ἀχαιϊκὸν Ἰλιόθι πρό,
ἀλλὰ Θέτιν κύδαινε καὶ υἱέα καρτερόθυμον. 350
Ἀργείους δὲ Ποσειδάων ὀρόθυνε μετελθών,
λάθρῃ ὑπεξαναδὺς πολιῆς ἁλός· ἤχθετο γάρ ῥα
Τρωσὶν δαμναμένους, Διὶ δὲ κρατερῶς ἐνεμέσσα.
ἦ μὰν ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γένος ἠδ᾽ ἴα πάτρη,
ἀλλὰ Ζεὺς πρότερος γεγόνει καὶ πλείονα ᾔδη. 355
τῶ ῥα καὶ ἀμφαδίην μὲν ἀλεξέμεναι ἀλέεινε,
λάθρῃ δ᾽ αἰὲν ἔγειρε κατὰ στρατόν, ἀνδρὶ ἐοικώς.
τοὶ δ᾽ ἔριδος κρατερῆς καὶ ὁμοιΐου πτολέμοιο
πεῖραρ ἐπαλλάξαντες ἐπ᾽ ἀμφοτέροισι τάνυσσαν,
ἄρρηκτόν τ᾽ ἄλυτόν τε, τὸ πολλῶν γούνατ᾽ ἔλυσεν. 360
Ἔνθα μεσαιπόλιός περ ἐὼν Δαναοῖσι κελεύσας
Ἰδομενεὺς Τρώεσσι μετάλμενος ἐν φόβον ὦρσε.
πέφνε γὰρ Ὀθρυονῆα Καβησόθεν ἔνδον ἐόντα,
ὅς ῥα νέον πολέμοιο μετὰ κλέος εἰληλούθει,
ᾔτεε δὲ Πριάμοιο θυγατρῶν εἶδος ἀρίστην, 365
Κασσάνδρην, ἀνάεδνον, ὑπέσχετο δὲ μέγα ἔργον,
ἐκ Τροίης ἀέκοντας ἀπωσέμεν υἷας Ἀχαιῶν.
τῷ δ᾽ ὁ γέρων Πρίαμος ὑπό τ᾽ ἔσχετο καὶ κατένευσε
δωσέμεναι· ὁ δὲ μάρναθ᾽ ὑποσχεσίῃσι πιθήσας.
Ἰδομενεὺς δ᾽ αὐτοῖο τιτύσκετο δουρὶ φαεινῷ, 370
καὶ βάλεν ὕψι βιβάντα τυχών· οὐδ᾽ ἤρκεσε θώρηξ
χάλκεος, ὃν φορέεσκε, μέσῃ δ᾽ ἐν γαστέρι πῆξε.
δούπησεν δὲ πεσών· ὁ δ᾽ ἐπεύξατο φώνησέν τε·
«Ὀθρυονεῦ, περὶ δή σε βροτῶν αἰνίζομ᾽ ἁπάντων,
εἰ ἐτεὸν δὴ πάντα τελευτήσεις ὅσ᾽ ὑπέστης 375
Δαρδανίδῃ Πριάμῳ· ὁ δ᾽ ὑπέσχετο θυγατέρα ἥν.
καί κέ τοι ἡμεῖς ταῦτά γ᾽ ὑποσχόμενοι τελέσαιμεν,
δοῖμεν δ᾽ Ἀτρεΐδαο θυγατρῶν εἶδος ἀρίστην,
Ἄργεος ἐξαγαγόντες, ὀπυιέμεν, εἴ κε σὺν ἄμμιν
Ἰλίου ἐκπέρσῃς εὖ ναιόμενον πτολίεθρον. 380
ἀλλ᾽ ἕπε᾽, ὄφρ᾽ ἐπὶ νηυσὶ συνώμεθα ποντοπόροισιν
ἀμφὶ γάμῳ, ἐπεὶ οὔ τοι ἐεδνωταὶ κακοί εἰμεν.»