Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 12 στ. 329-399
Είπε, κι ο Γλαύκος δεν αψήφησε, μόν᾽ άκουσε το λόγο.
Χιμούν γραμμή, και πλήθος πίσω τους Λυκιώτες ακλουθούσαν. 330
Κι ο Μενεσθέας, ο γιος του Πετεού, τους είδε κι εταράχτη·
τι στο δικό του πύργο ερχόντουσαν το χαλασμό να φέρουν.
Στο αργίτικο τειχί τα μάτια του γυρνάει τρογύρα, νά ᾽βρει
κάποιο ρηγάρχη, απ᾽ τους συντρόφους του το χαλασμό να διώξει.
Τους δυο τους Αίαντες, τους ανέμπληστους για πόλεμο, αναντιάζει 335
να στέκουν, και τον Τεύκρο πού ᾽φτανε στην ώρα απ᾽ το καλύβι.
Ήταν κοντά του, όμως, κι αν φώναζε, κανείς δε θα γρικούσε·
τόσο το βρούχος ήταν, κι έφτανε ψηλά στα ουράνια ο βρόντος
απ᾽ τα σκουτάρια που αντικρούγονταν, τα φουντωτά τα κράνη,
κι από τις πόρτες· τι όλες έμεναν κλειστές, κι οι οχτροί στεκόνταν 340
μπροστά τους, μήπως και τις σπάσουνε μεβιάς και τις διαβούνε.
Στέλνει λοιπόν στους Αίαντες γρήγορα τον κράχτη το Θοώτη:
«Σύρε, θεϊκέ Θοώτη, τρέχοντας τον Αίαντα να φωνάξεις·
γιά και τους δυο μαζί· καλύτερο μαθές ετούτο απ᾽ όλα·
τι όπου και νά ᾽ναι μας επλάκωσε ξεπατωμός μεγάλος. 345
Πολύ οι Λυκιώτες μάς εστρίμωξαν ρηγάδες, που και πάντα
στην άγρια μάχη μέσα χύνουνται με αλάγιαστο κουράγιο.
Μ᾽ αν και σ᾽ αυτούς κει πέρα ο πόλεμος κι η ταραχή εχει ανάψει,
του Τελαμώνα καν ο αντρόκαρδος υγιός να ᾽ρθεί μονάχος,
κι ο Τεύκρος νά ᾽ρθει καταπόδι του, του δοξαριού ο τεχνίτης.» 350
Είπε, κι ο κράχτης δεν παράκουσε, μόν᾽ άρχισε να τρέχει
στων Αχαιών των χαλκοθώρακων το καστροτείχι δίπλα,
και στάθη μπρος στους Αίαντες φτάνοντας και βιαστικά τους είπε:
«Των Αχαιών ρηγάρχες, Αίαντες, των χαλκοθωρακάτων,
ο γιος του Πετεού σάς φώναξε του αρχοντογεννημένου, 355
να πάτε εκεί και να βαστήξετε για λίγο τον αγώνα,
κάλλιο κι οι δυο μαζί· καλύτερο μαθές ετούτο απ᾽ όλα·
τι όπου και νά ᾽ναι εκεί μας πλάκωσε ξεπατωμός μεγάλος.
Πολύ οι Λυκιώτες μάς εστρίμωξαν ρηγάδες, που και πάντα
στην άγρια μάχη μέσα χύνουνται με αλάγιαστο κουράγιο. 360
Μ᾽ αν και σε σας δω πέρα ο πόλεμος κι η ταραχή εχει ανάψει,
του Τελαμώνα καν ο αντρόκαρδος υγιός να πάει μονάχος,
κι ο Τεύκρος νά ᾽ρθει καταπόδι του, του δοξαριού ο τεχνίτης.»
Είπε, κι ο μέγας Αίας συνάκουσεν, ο γιος του Τελαμώνα,
κι ευτύς στου Οιλέα το γιο ανεμάρπαστα γυρνώντας είπε λόγια: 365
«Αίαντα, εδώ με το λιοντόκαρδο το Λυκομήδη στάσου,
και τους Αργίτες δυναμώνετε να πολεμούν αντρίκεια·
κι εγώ θα τρέξω εκεί, στον πόλεμο να μπώ, και πίσω πάλε
γοργά θα γείρω, τους συντρόφους μας σα θά ᾽χω πια στυλώσει.»
Είπε, κι ευτύς να φύγει εκίνησεν ο γιος του Τελαμώνα, 370
κι ο Τεύκρος πάει μαζί, το αδέρφι του, μα πού ᾽χεν άλλη μάνα·
κοντά τους κι ο Παντίος, ασκώνοντας του Τεύκρου τα δοξάρια.
Και σύντας φτάσαν στου αντροδύναμου του Μενεσθέα τον πύργο
τραβώντας μέσα απ᾽ το καστρότειχο, τους βρήκαν ζορισμένους.
Κι οι ατρόμητοι Λυκιώτες άρχοντες και πρωτοστρατολάτες 375
στων πύργων τα μπροστήθια ανέβαιναν σα μελανό δρολάπι·
κι ήρθαν στα χέρια και χτυπιόντουσαν, κι αχός τρανός ασκώθη.
Κι ο τελαμώνιος Αίας εσκότωσε τον πρώτο οχτρό στην ώρα,
τον Επικλή το λιονταρόψυχο, του Σαρπηδόνα ακράνη,
βαριά κοτρόνα σφεντονίζοντας, που στην κορφή, από μέσα, 380
την είχαν χτίσει στο καστρότειχο, τρανή, κι ουδέ κανένας
γερός κι ας ήταν, θα τη σήκωνε, και με τα δυο του χέρια,
απ᾽ όσους ζουν στον κόσμο σήμερα· μ᾽ αυτός ασκώνοντάς τη
την πέταξε, και το τετράφαλο του σπάζει κράνος, κι όλα
τού θρει της κεφαλής τα κόκαλα· σα βουτηχτής εκείνος 385
πέφτει απ᾽ τον πύργο, κι απ᾽ τα κόκαλα ξεχύθηκε η ψυχή του.
Κι ο Τεύκρος τον υγιό του Ιππόλοχου, τον αντρειωμένο Γλαύκο,
πα στο ψηλό τειχί ως εχύνουνταν, χτυπάει με τη σαγίτα,
κει που γυμνό ξανοιεί το μπράτσο του, και την ορμή τού κόβει.
Κι αυτός πηδά από το καστρότειχο κρυφά στο χώμα, Αργίτης 390
κανείς μην καυκηθεί, θωρώντας τον πως είναι λαβωμένος.
Κι ο Σαρπηδόνας, μόλις ένιωσε το Γλαύκο να μισεύει,
πικράθη, ωστόσο δεν παράτησε την άγρια ορμή του, μόνο
του Θέστορα το γιο κοντάρεψε και βρήκε, τον Αλκμάνα,
και πίσω το κοντάρι ανάσυρε· πίστομα εκείνος πέφτει 395
ξοπίσω του, και γύρα εβρόντηξεν η πλουμιστή του αρμάτα.
Κι ο Σαρπηδόνας τότε, πιάνοντας στα χέρια το μπροστήθι,
το τράβηξε γερά, κι αλάκερο γκρεμίστη, και γυμνώθη
το καστροτείχι απάνω, κι άνοιξε για τους πολλούς ο δρόμος.
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδὲ Γλαῦκος ἀπετράπετ᾽ οὐδ᾽ ἀπίθησε·
τὼ δ᾽ ἰθὺς βήτην Λυκίων μέγα ἔθνος ἄγοντε. 330
τοὺς δὲ ἰδὼν ῥίγησ᾽ υἱὸς Πετεῶο Μενεσθεύς·
τοῦ γὰρ δὴ πρὸς πύργον ἴσαν κακότητα φέροντες.
πάπτηνεν δ᾽ ἀνὰ πύργον Ἀχαιῶν, εἴ τιν᾽ ἴδοιτο
ἡγεμόνων, ὅς τίς οἱ ἀρὴν ἑτάροισιν ἀμύναι·
ἐς δ᾽ ἐνόησ᾽ Αἴαντε δύω, πολέμου ἀκορήτω, 335
ἑσταότας, Τεῦκρόν τε νέον κλισίηθεν ἰόντα,
ἐγγύθεν· ἀλλ᾽ οὔ πώς οἱ ἔην βώσαντι γεγωνεῖν·
τόσσος γὰρ κτύπος ἦεν, ἀϋτὴ δ᾽ οὐρανὸν ἷκε,
βαλλομένων σακέων τε καὶ ἱπποκόμων τρυφαλειῶν
καὶ πυλέων· πᾶσαι γὰρ ἐπώχατο, τοὶ δὲ κατ᾽ αὐτὰς 340
ἱστάμενοι πειρῶντο βίῃ ῥήξαντες ἐσελθεῖν.
αἶψα δ᾽ ἐπ᾽ Αἴαντα προΐει κήρυκα Θοώτην·
«ἔρχεο, δῖε Θοῶτα, θέων Αἴαντα κάλεσσον,
ἀμφοτέρω μὲν μᾶλλον· ὃ γάρ κ᾽ ὄχ᾽ ἄριστον ἁπάντων
εἴη, ἐπεὶ τάχα τῇδε τετεύξεται αἰπὺς ὄλεθρος. 345
ὧδε γὰρ ἔβρισαν Λυκίων ἀγοί, οἳ τὸ πάρος περ
ζαχρηεῖς τελέθουσι κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας.
εἰ δέ σφιν καὶ κεῖθι πόνος καὶ νεῖκος ὄρωρεν,
ἀλλά περ οἶος ἴτω Τελαμώνιος ἄλκιμος Αἴας,
καί οἱ Τεῦκρος ἅμα σπέσθω τόξων ἐῢ εἰδώς.» 350
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἄρα οἱ κῆρυξ ἀπίθησεν ἀκούσας,
βῆ δὲ θέειν παρὰ τεῖχος Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων,
στῆ δὲ παρ᾽ Αἰάντεσσι κιών, εἶθαρ δὲ προσηύδα·
«Αἴαντ᾽, Ἀργείων ἡγήτορε χαλκοχιτώνων,
ἠνώγει Πετεῶο διοτρεφέος φίλος υἱὸς 355
κεῖσ᾽ ἴμεν, ὄφρα πόνοιο μίνυνθά περ ἀντιάσητον,
ἀμφοτέρω μὲν μᾶλλον· ὃ γάρ κ᾽ ὄχ᾽ ἄριστον ἁπάντων
εἴη, ἐπεὶ τάχα κεῖθι τετεύξεται αἰπὺς ὄλεθρος·
ὧδε γὰρ ἔβρισαν Λυκίων ἀγοί, οἳ τὸ πάρος περ
ζαχρηεῖς τελέθουσι κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας. 360
εἰ δὲ καὶ ἐνθάδε περ πόλεμος καὶ νεῖκος ὄρωρεν,
ἀλλά περ οἶος ἴτω Τελαμώνιος ἄλκιμος Αἴας,
καί οἱ Τεῦκρος ἅμα σπέσθω τόξων ἐῢ εἰδώς.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε μέγας Τελαμώνιος Αἴας.
αὐτίκ᾽ Ὀϊλιάδην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· 365
«Αἶαν, σφῶϊ μὲν αὖθι, σὺ καὶ κρατερὸς Λυκομήδης,
ἑσταότες Δαναοὺς ὀτρύνετον ἶφι μάχεσθαι·
αὐτὰρ ἐγὼ κεῖσ᾽ εἶμι καὶ ἀντιόω πολέμοιο·
αἶψα δ᾽ ἐλεύσομαι αὖτις, ἐπὴν εὖ τοῖς ἐπαμύνω.»
Ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη Τελαμώνιος Αἴας, 370
καί οἱ Τεῦκρος ἅμ᾽ ᾖε κασίγνητος καὶ ὄπατρος·
τοῖς δ᾽ ἅμα Πανδίων Τεύκρου φέρε καμπύλα τόξα.
εὖτε Μενεσθῆος μεγαθύμου πύργον ἵκοντο
τείχεος ἐντὸς ἰόντες, ἐπειγομένοισι δ᾽ ἵκοντο,
οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ἐπάλξεις βαῖνον ἐρεμνῇ λαίλαπι ἶσοι 375
ἴφθιμοι Λυκίων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες·
σὺν δ᾽ ἐβάλοντο μάχεσθαι ἐναντίον, ὦρτο δ᾽ ἀϋτή.
Αἴας δὲ πρῶτος Τελαμώνιος ἄνδρα κατέκτα,
Σαρπήδοντος ἑταῖρον, Ἐπικλῆα μεγάθυμον,
μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών, ὅ ῥα τείχεος ἐντὸς 380
κεῖτο μέγας παρ᾽ ἔπαλξιν ὑπέρτατος· οὐδέ κέ μιν ῥέα
χείρεσσ᾽ ἀμφοτέρῃς ἔχοι ἀνὴρ οὐδὲ μάλ᾽ ἡβῶν,
οἷοι νῦν βροτοί εἰσ᾽· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ὑψόθεν ἔμβαλ᾽ ἀείρας,
θλάσσε δὲ τετράφαλον κυνέην, σὺν δ᾽ ὀστέ᾽ ἄραξε
πάντ᾽ ἄμυδις κεφαλῆς· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἀρνευτῆρι ἐοικὼς 385
κάππεσ᾽ ἀφ᾽ ὑψηλοῦ πύργου, λίπε δ᾽ ὀστέα θυμός.
Τεῦκρος δὲ Γλαῦκον, κρατερὸν παῖδ᾽ Ἱππολόχοιο,
ἰῷ ἐπεσσύμενον βάλε τείχεος ὑψηλοῖο,
ᾗ ῥ᾽ ἴδε γυμνωθέντα βραχίονα, παῦσε δὲ χάρμης.
ἂψ δ᾽ ἀπὸ τείχεος ἆλτο λαθών, ἵνα μή τις Ἀχαιῶν 390
βλήμενον ἀθρήσειε καὶ εὐχετόῳτ᾽ ἐπέεσσι.
Σαρπήδοντι δ᾽ ἄχος γένετο Γλαύκου ἀπιόντος,
αὐτίκ᾽ ἐπεί τ᾽ ἐνόησεν· ὅμως δ᾽ οὐ λήθετο χάρμης,
ἀλλ᾽ ὅ γε Θεστορίδην Ἀλκμάονα δουρὶ τυχήσας
νύξ᾽, ἐκ δ᾽ ἔσπασεν ἔγχος· ὁ δ᾽ ἑσπόμενος πέσε δουρὶ 395
πρηνής, ἀμφὶ δέ οἱ βράχε τεύχεα ποικίλα χαλκῷ.
Σαρπηδὼν δ᾽ ἄρ᾽ ἔπαλξιν ἑλὼν χερσὶ στιβαρῇσιν
ἕλχ᾽, ἡ δ᾽ ἕσπετο πᾶσα διαμπερές, αὐτὰρ ὕπερθε
τεῖχος ἐγυμνώθη, πολέεσσι δὲ θῆκε κέλευθον.