Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 11 στ. 299-367
Ποιόν πρώτο αλήθεια και ποιόν ύστερο του Πρίαμου ο γιος στο χώμα,
ο Έχτορας, έριξε, όπως τού ᾽δινεν ο Δίας τη νίκη τώρα; 300
Τον Ώρο, τον Ασαίο, τον άτρομον Ιππόνοο, τον Οπίτη,
και του Κλυτέα το γιο το Δόλοπα και τον Αγέλαο ρίχνει
και τον Αυτόνοο και τον Αίσυμνο και τον Οφέλτιο πρώτα·
αυτούς απ᾽ τους Αργίτες σκότωσε ρηγάδες, και στο πλήθος
πέφτει μετά. Καθώς ο Ζέφυρος με σίφουνα μεγάλο 305
φερμένα από το Νότο σύγνεφα λευκά χτυπάει και σπρώχνει,
και φουσκωτά κυλούν τα κύματα, κι η άχνη ψηλά σκορπιέται
απ᾽ την ορμή του πολυτάξιδου κυνηγημένη ανέμου·
παρόμοια κι ο Έχτορας εθέριζε πολλά κεφάλια τότε.
Δουλειές αγιάτρευτες θα γίνουνταν εκεί, μεγάλη θράψη, 310
κι οι Αργίτες στα καράβια φεύγοντας θα πέφταν, ο Οδυσσέας
αν στου Τυδέα το γιο δε φώναζε κουράγιο δίνοντάς του:
«Διομήδη, τί είναι αυτά που επάθαμε και της αντρειάς ξεχνούμε;
Έλα, καλέ μου, στάσου δίπλα μου, τι θά ᾽ναι δα ντροπή μας
να πάρει τ᾽ άρμενά μας ο Έχτορας ο λαμπροκρανοσείστης.» 315
Κι ο δυνατός Διομήδης στράφηκε κι απηλογιά τού δίνει:
«Εγώ θα κρατηθώ στη θέση μου και θα βαστήξω, ωστόσο
δε θά ᾽ναι λέω μεγάλο τ᾽ όφελος, τι ο νεφελοστοιβάχτης
ο Δίας στους Τρώες τη νίκη θέλησε, κι όχι σε μας να δώσει.»
Είπε, και το Θυβραίο κοντάρεψε στο αριστερό βυζί του, 320
κι από το αμάξι του τον γκρέμισε· και τον ισόθεο πάλε
Μολίονα, του Θυβραίου το σύντροφο, ρίχνει ο Οδυσσέας στο χώμα.
Τους κόψαν την ορμή για πόλεμο κι εκεί τους παρατήσαν,
κι εκείνοι μες στο ασκέρι εχύθηκαν και κάναν θράψη, ως κάπροι
που θρασεμένοι απάνω εχίμιξαν σε σκύλους κυνηγάρους· 325
όμοια, ξανά χιμώντας, σκότωναν τους Τρώες, και ξανασάναν
χαρούμενοι, απ᾽ το θείο τον Έχτορα κυνηγημένοι, οι Αργίτες.
Τότε μαζί κι αμάξι εκούρσεψαν και δυο αντρειανούς σκοτώσαν
απ᾽ την Περκώτη, γιους του Μέροπα, που απ᾽ όλους πιο τους άλλους
της μαντικής τις τέχνες κάτεχε, κι ουδ᾽ άφηνε τους γιους του 330
στον αντροφά να πάνε πόλεμο· μ᾽ αυτοί δεν τον ακούσαν,
οι μαύρες Λάμιες λες του Χάροντα στο χαλασμό τούς σπρώχναν.
Αυτών των δυο ο Διομήδης άρπαξε, κονταροκατεχάρης,
ζωή, ψυχή, και τα περίλαμπρα τους έγδυσε άρματά τους.
Δυο κι ο Οδυσσέας σκοτώνει, Ιππόδαμο κι Υπείροχο τους λέγαν. 335
Κι ανάμεσά τους ισοζύγιαζε τη μάχη από την Ίδα
ο Δίας βιγλίζοντας, και σκότωναν ο ένας τον άλλο εκείνοι.
Πρώτα ο Διομήδης τον Αγάστροφο χτυπάει με το κοντάρι,
το γιο του Παίονα, στο λαγγόνι του· δεν είχε αυτός κοντά του
το αμάξι του να φύγει τρέχοντας, κι ήταν βαρύ το λάθος. 340
Τ᾽ άτια κρατούσε ο αμαξολάτης του πέρα μακριά, και τούτος
πεζός στους πρώτους μέσα εμάχουνταν, ώσπου τον βρήκε ο Χάρος.
Τους είδε τότε ο μέγας Έχτορας μες στις γραμμές, και πέφτει
σκούζοντας πάνω τους, κι οι φάλαγγες των Τρώων ξοπίσω ερχόνταν.
Κι ως τον αντίκρισε ο βροντόφωνος Διομήδης, σύγκρυο τού ᾽ρθε, 345
και του Οδυσσέα γυρνώντας μίλησε, που πλάι του εκεί βρισκόταν:
«Κακό μεγάλο ο γαύρος Έχτορας, που απάνω μας πλακώνει·
μα εμείς εδώ ας σταθούμε ασάλευτοι να κονταροκρουστούμε.»
Είπε, και το μακρόισκιωτο έριξε κοντάρι του με φόρα,
και δεν ξαστόχησε· τον πέτυχε στην κορυφή του κράνους, 350
την κεφαλή του ως εσημάδευε· μα το χαλκό τινάζει
πίσω ο χαλκός, και στ᾽ ώριο δέρμα του δε φτάνει· τι το κράνος
το στενοπρόσωπο, το τρίδιπλο, τον γλίτωσε του Φοίβου.
Κι ο Έχτορας μίλια πισωγύρισε και χώθη μες στ᾽ασκέρι,
κι απά στα γόνατα σωριάστηκε, κι ακούμπησε στο χώμα 355
τ᾽ αδρό του χέρι, και του σκέπασε μαύρη νυχτιά τα μάτια.
Μα ώσπου να τρέξει στο κοντάρι του ξοπίσω ο Διομήδης
τραβώντας μέσα από τους πρόμαχους, να ιδεί πού τού ᾽χε πέσει,
ο Έχτορας πήρε ανάσα, επήδηξε στο αμάξι απάνω πάλε,
και μες στο πλήθος πήρε κι έφευγε, και γλίτωσε του Χάρου. 360
Κι ο δυνατός Διομήδης τού ᾽κραξε με το κοντάρι ορμώντας:
«Του Χάρου, σκύλε, πάλι εξέφυγες! Μια τρίχα και χανόσουν!
Ξανά σε γλίτωσεν ο Απόλλωνας ο Φοίβος, που ως στους χτύπους
των κονταριών κινάς, ταξίματα περίσσια θα του κάνεις.
Θα σε ξεκάμω εγώ, μη γνοιάζεσαι! Θα σε πετύχω πάλε, 365
κάποιος κι εμένα απ᾽ τους αθάνατους μαθές αν παραστέκει.
Τώρα η σειρά των άλλων· πάνω τους θα πέσω, κι όποιον λάχω!»
Ἔνθα τίνα πρῶτον, τίνα δ᾽ ὕστατον ἐξενάριξεν
Ἕκτωρ Πριαμίδης, ὅτε οἱ Ζεὺς κῦδος ἔδωκεν; 300
Ἀσαῖον μὲν πρῶτα καὶ Αὐτόνοον καὶ Ὀπίτην,
καὶ Δόλοπα Κλυτίδην καὶ Ὀφέλτιον ἠδ᾽ Ἀγέλαον,
Αἴσυμνόν τ᾽ Ὦρόν τε καὶ Ἱππόνοον μενεχάρμην.
τοὺς ἄρ᾽ ὅ γ᾽ ἡγεμόνας Δαναῶν ἕλεν, αὐτὰρ ἔπειτα
πληθύν, ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ 305
ἀργεστᾶο Νότοιο, βαθείῃ λαίλαπι τύπτων·
πολλὸν δὲ τρόφι κῦμα κυλίνδεται, ὑψόσε δ᾽ ἄχνη
σκίδναται ἐξ ἀνέμοιο πολυπλάγκτοιο ἰωῆς·
ὣς ἄρα πυκνὰ καρήαθ᾽ ὑφ᾽ Ἕκτορι δάμνατο λαῶν.
Ἔνθά κε λοιγὸς ἔην καὶ ἀμήχανα ἔργα γένοντο, 310
καί νύ κεν ἐν νήεσσι πέσον φεύγοντες Ἀχαιοί,
εἰ μὴ Τυδεΐδῃ Διομήδεϊ κέκλετ᾽ Ὀδυσσεύς·
«Τυδεΐδη τί παθόντε λελάσμεθα θούριδος ἀλκῆς;
ἀλλ᾽ ἄγε δεῦρο, πέπον, παρ᾽ ἔμ᾽ ἵσταο· δὴ γὰρ ἔλεγχος
ἔσσεται εἴ κεν νῆας ἕλῃ κορυθαίολος Ἕκτωρ.» 315
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη κρατερὸς Διομήδης·
«ἤτοι ἐγὼ μενέω καὶ τλήσομαι· ἀλλὰ μίνυνθα
ἡμέων ἔσσεται ἦδος, ἐπεὶ νεφεληγερέτα Ζεὺς
Τρωσὶν δὴ βόλεται δοῦναι κράτος ἠέ περ ἡμῖν.»
Ἦ, καὶ Θυμβραῖον μὲν ἀφ᾽ ἵππων ὦσε χαμᾶζε, 320
δουρὶ βαλὼν κατὰ μαζὸν ἀριστερόν· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἀντίθεον θεράποντα Μολίονα τοῖο ἄνακτος.
τοὺς μὲν ἔπειτ᾽ εἴασαν, ἐπεὶ πολέμου ἀπέπαυσαν·
τὼ δ᾽ ἀν᾽ ὅμιλον ἰόντε κυδοίμεον, ὡς ὅτε κάπρω
ἐν κυσὶ θηρευτῇσι μέγα φρονέοντε πέσητον· 325
ὣς ὄλεκον Τρῶας πάλιν ὀρμένω· αὐτὰρ Ἀχαιοὶ
ἀσπασίως φεύγοντες ἀνέπνεον Ἕκτορα δῖον.
Ἔνθ᾽ ἑλέτην δίφρον τε καὶ ἀνέρε δήμου ἀρίστω,
υἷε δύω Μέροπος Περκωσίου, ὃς περὶ πάντων
ᾔδεε μαντοσύνας, οὐδὲ οὓς παῖδας ἔασκε 330
στείχειν ἐς πόλεμον φθισήνορα· τὼ δέ οἱ οὔ τι
πειθέσθην· κῆρες γὰρ ἄγον μέλανος θανάτοιο.
τοὺς μὲν Τυδεΐδης δουρικλειτὸς Διομήδης
θυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδὼν κλυτὰ τεύχε᾽ ἀπηύρα·
Ἱππόδαμον δ᾽ Ὀδυσεὺς καὶ Ὑπείροχον ἐξενάριξεν. 335
Ἔνθα σφιν κατὰ ἶσα μάχην ἐτάνυσσε Κρονίων
ἐξ Ἴδης καθορῶν· τοὶ δ᾽ ἀλλήλους ἐνάριζον.
ἤτοι Τυδέος υἱὸς Ἀγάστροφον οὔτασε δουρὶ
Παιονίδην ἥρωα κατ᾽ ἰσχίον· οὐ δέ οἱ ἵπποι
ἐγγὺς ἔσαν προφυγεῖν, ἀάσατο δὲ μέγα θυμῷ. 340
τοὺς μὲν γὰρ θεράπων ἀπάνευθ᾽ ἔχεν, αὐτὰρ ὁ πεζὸς
θῦνε διὰ προμάχων, ἧος φίλον ὤλεσε θυμόν.
Ἕκτωρ δ᾽ ὀξὺ νόησε κατὰ στίχας, ὦρτο δ᾽ ἐπ᾽ αὐτοὺς
κεκλήγων· ἅμα δὲ Τρώων εἵποντο φάλαγγες.
τὸν δὲ ἰδὼν ῥίγησε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης, 345
αἶψα δ᾽ Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα·
«νῶϊν δὴ τόδε πῆμα κυλίνδεται, ὄβριμος Ἕκτωρ·
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ στέωμεν καὶ ἀλεξώμεσθα μένοντες.»
Ἦ ῥα, καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει δολιχόσκιον ἔγχος,
καὶ βάλεν, οὐδ᾽ ἀφάμαρτε, τιτυσκόμενος κεφαλῆφιν, 350
ἄκρην κὰκ κόρυθα· πλάγχθη δ᾽ ἀπὸ χαλκόφι χαλκός,
οὐδ᾽ ἵκετο χρόα καλόν· ἐρύκακε γὰρ τρυφάλεια
τρίπτυχος αὐλῶπις, τήν οἱ πόρε Φοῖβος Ἀπόλλων.
Ἕκτωρ δ᾽ ὦκ᾽ ἀπέλεθρον ἀνέδραμε, μίκτο δ᾽ ὁμίλῳ,
στῆ δὲ γνὺξ ἐριπὼν καὶ ἐρείσατο χειρὶ παχείῃ 355
γαίης· ἀμφὶ δὲ ὄσσε κελαινὴ νὺξ ἐκάλυψεν.
ὄφρα δὲ Τυδεΐδης μετὰ δούρατος ᾤχετ᾽ ἐρωὴν
τῆλε διὰ προμάχων, ὅθι οἱ καταείσατο γαίης,
τόφρ᾽ Ἕκτωρ ἔμπνυτο, καὶ ἂψ ἐς δίφρον ὀρούσας
ἐξέλασ᾽ ἐς πληθύν, καὶ ἀλεύατο κῆρα μέλαιναν. 360
δουρὶ δ᾽ ἐπαΐσσων προσέφη κρατερὸς Διομήδης·
«ἐξ αὖ νῦν ἔφυγες θάνατον, κύον· ἦ τέ τοι ἄγχι
ἦλθε κακόν· νῦν αὖτέ σ᾽ ἐρύσατο Φοῖβος Ἀπόλλων,
ᾧ μέλλεις εὔχεσθαι ἰὼν ἐς δοῦπον ἀκόντων.
ἦ θήν σ᾽ ἐξανύω γε καὶ ὕστερον ἀντιβολήσας, 365
εἴ πού τις καὶ ἔμοιγε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστι.
νῦν αὖ τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι, ὅν κε κιχείω.»