Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 9 στ. 205-306
Είπε, κι ο Πάτροκλος του ακράνη του συναγρικάει το λόγο. 205
Κι αυτός τρανό σανίδι ακούμπησε μπρος στης φωτιάς τη λάμψη,
κι απάνω του την πλάτη ολόπαχης γίδας κι αρνιού πιθώνει,
και ράχη ακόμα απ᾽ αγριογούρουνο, που γυάλιζε του πάχους.
Και του κρατούσεν ο Αυτομέδοντας, το κρέας να κόψει εκείνος.
Κι αφού το λιάνισε, το πέρασε τρογύρα από τις σούβλες· 210
κι ο Πάτροκλος ο ισόθεος άναβε φωτιά μεγάλη ωστόσο.
Και σύντας η φωτιά κατάκατσε κι η φλόγα της μαράθη,
στρώνει τη θράκα κι από πάνω της τις σούβλες βάζει αράδα,
κι ανασηκώνοντας πασπάλισε θεϊκό στο κρέας αλάτι.
Και σύντας τό ᾽ψησε και τ᾽ άπλωσε πα στο σανίδι, επήρε 215
ψωμί και μοίρασεν ο Πάτροκλος σ᾽ ώρια πανέρια μέσα·
το κρέας ωστόσο στο τραπέζι τους το μοίραζε ο Αχιλλέας.
Μετά κι ατός του αντίκρυ εκάθισε στον Οδυσσέα, στον τοίχο
τον άλλον πλάι, κι είπε του Πάτροκλου για τους θεούς να κάνει
θυσία, και κείνος τα δοσίματα στις φλόγες μέσα ρίχνει. 220
Και τούτοι ευτύς ομπρός τους στα έτοιμα φαγιά τα χέρια απλώσαν.
Και σύντας του πιοτού θαράπεψαν και του φαγιού τον πόθο,
γνέφει μεμιάς ο Αίας του Φοίνικα· μα τό ᾽νιωσε ο Οδυσσέας
και το ποτήρι του γεμίζοντας το ασκώνει του Αχιλλέα:
«Γεια σου, Αχιλλέα! Δε μας απόλειψαν τ᾽ αρχοντικά τραπέζια, 225
και στο καλύβι του Αγαμέμνονα, του γιου του Ατρέα, και τώρα
εδώ κοντά σου· πλήθος έχουμε καλά μαθές να φάμε.
Μα ο νους μας τώρα σε ξεφάντωσες και σε χαρές δεν είναι·
τι συφορά τρανή, αρχοντόγεννε, θωρούμε να πλακώνει
και τρέμουμε, τα καλοκούβερτα καράβια αν θα γλιτώσουν, 230
γιά θα χαθούν, ποιός ξέρει, τ᾽ άρματα στα χέρια σου αν δεν πάρεις·
τι ομπρός στα πλοία και στο καστρότειχο τ᾽ ορδί τους έχουν τώρα
ριγμένο οι Τρώες οι λιονταρόκαρδοι κι οι ξακουστοί συμμάχοι·
κι εκεί που κάτσαν πλήθος άναψαν φωτιές, και λεν πως τώρα
πια δε βαστούμε, μόνο στ᾽ άρμενα τα μαύρα θα μας ρίξουν. 235
Κι ο Δίας, ο γιος του Κρόνου, αστράφτοντας, καλότυχα σημάδια
τούς δείχνει. Ξεπαρμένος ο Έχτορας μες στην τρανήν ορμή του
μανιάζει, κι έβαλε τα θάρρη του στο Δία, και μήτε ανθρώπους
μήτε θεούς ψηφάει· τι αλάγιαστη τον έχει πιάσει λύσσα.
Και την Αυγή το γρηγορότερο να φέξει ανακαλιέται· 240
τι φοβερίζει τ᾽ αντικόρακα των καραβιών να κόψει,
κι άγρια φωτιά να βάλει στ᾽ άρμενα, και τους Αργίτες όλους
εκεί στο πλάι τους, ως θα πνίγουνται μες στον καπνό, να σφάξει.
Φόβος τρανός κρατάει τα φρένα μου, πως οι θεοί θ᾽ ακούσουν
και θα τελέψουν τις φοβέρες του, κι εμάς η μοίρα γράφει 245
μακριά από το Άργος το αλογόθροφο στην Τροία ν᾽ αφανιστούμε.
Γιά σήκω, αργά κι ας είναι, απόφαση να πάρεις, τους Αργίτες,
που βασανίζουνται απ᾽ τον σάλαγο των Τρώων, να τους γλιτώσεις.
Ατός σου κάποτε θα θλίβεσαι και πια δε θά ᾽ναι τρόπος
στο κακό πού ᾽γινε θαράπαψη να βρείς· πιο πριν στοχάσου 250
τους Δαναούς πώς θα τους γλίτωνες απ᾽ την κακιά την ώρα.
Φίλε καλέ, το τί σ᾽ αρμήνεψεν ο κύρης σου ο Πηλέας,
από τη Φθία στον Αγαμέμνονα σα σ᾽ έστελνε, θυμάσαι;
“Στην Αθηνά τη νίκη χρωστά τη, παιδί μου, και στην Ήρα·
αν θεν αυτές, νικάς· την πέρφανη καρδιά σου εσύ ανακράτα 255
στο στήθος· το γλυκό το φέρσιμο ποτέ μαθές δε βλάφτει.
Και δίνε τέλος στις κακότροπες μαλιές, οι Αργίτες όλοι,
νιοι και γερόντοι, ακόμα πιότερο να σε τιμούν στ᾽ ασκέρι.”
Τέτοια σε αρμήνευεν ο γέροντας, μα το ξεχνάς· ωστόσο
καν τώρα το θυμό παράτησε τον άγριο· σου χαρίζει 260
δώρα που αξίζουν ο Αγαμέμνονας, τη μάνητα αν σκολάσεις.
Κι αν θες αφτί να βάλεις, άκουσε, κι εγώ θα σου αραδιάσω
όλα τα σού ᾽ταξε ο Αγαμέμνονας μες στο καλύβι δώρα:
Εφτά τριπόδια αγκίνιαστα, είκοσι στραφταλιστά λεβέτια,
δίσκους χρυσάφι δέκα, δώδεκα καλοθρεμμένους μαύρους 265
στεφανοφόρους, που αγωνίστηκαν στο δρόμο και νικήσαν.
Με δίχως χτήματα δε θά ᾽μενε που θά ᾽παιρνε όλα τούτα,
μήτε καθόλου το αξετίμητο θα τού ᾽λειπε χρυσάφι,
αν είχε τα όσα τ᾽ άτια τού ᾽φεραν απ᾽ τους αγώνες πλούτη.
Κι εφτά γυναίκες που αψεγάδιαστες κατέχουν τέχνες δίνει, 270
λέσβισσες, που όντας την καλόχτιστη πάτησες Λέσβο ατός σου,
του τις διαλέξαν, και το ταίρι τους στην ομορφιά δεν είχαν.
Κι αυτές θα δώσει, κι από πάνω τους την που σου πήρε τότε,
τη Βρισοπούλα κόρη, δίνει σου· κι όρκο τρανό σού κάνει,
πως δεν ανέβηκε στην κλίνη της, δεν έσμιξε μαζί της, 275
καθώς το συνηθίζουμε όλοι μας στη γη, γυναίκες κι άντρες.
Και τούτα τώρα ευτύς· κι αργότερα, σαν οι θεοί μάς δώσουν
το μέγα κάστρο να πατήσουμε του Πρίαμου, και τα κούρσα
οι Αργίτες βάλουμε στο μοίρασμα, τότε να ᾽ρθείς ατός σου,
το πλοίο σου με χαλκό και μάλαμα περίσσιο να φορτώσεις. 280
Κι ατός σου της Τρωάδας είκοσι γυναίκες να διαλέξεις,
που μοναχά η Ελένη η αργίτισσα να τις περνά στα κάλλη.
Και στο Άργος πίσω το πολύκαρπο σα γείρουμε, γαμπρός του
να γίνεις, και τιμή περίτρανη θα σού ᾽χει, σαν του Ορέστη,
που χαϊδεμένος τού ανασταίνεται μες σε αρχοντιά μεγάλη. 285
Τρεις θυγατέρες στο παλάτι του το καλοστεριωμένο,
τη Λαοδίκη, την Ιφιάνασσα και τη Χρυσόθεμη, έχει.
Ποιά θες απ᾽ όλες; αξαγόραστη να του την πάρεις, νά ᾽χεις
ταίρι ακριβό να πας στου κύρη σου· κι αυτός πολλά θα δώσει
προικιά από πάνω, όσα δεν έδωκε στην κόρη του κανένας. 290
Και πολιτείες εφτά πεντάμορφες να πάρεις πάνω στ᾽ άλλα,
την Καρδαμύλη, την ολόχλωρην Ιρή και την Ενόπη,
την άγια τη Φηρά, την όμορφη την Αίπεια, και την Άνθεια
με τα λιβάδια, και την Πήδασο την πολυκληματούσα·
κι είναι όλες στο γιαλό, στο σύνορο της αμμουδάτης Πύλος· 295
και μέσα ζούνε πολυπρόβατοι και πολυγελαδάροι
νοικοκυραίοι, που σαν αθάνατο θα σε τιμούν με δώρα,
και θα πλερώνουν και δοσίματα, σα ρήγας τους που θά ᾽σαι.
Αυτά θα σού ᾽δινε, αν τη μάνητα θελήσεις να σκολάσεις.
Μ᾽ αν τον υγιό του Ατρέα κατάκαρδα μισείς ―κι αυτόν τον ίδιο 300
κι ό,τι σου δίνει― καν το αργίτικο το ασκέρι εσύ σπλαχνίσου,
που τυραννιέται στα λημέρια του· κι αυτοί τιμή θα σού ᾽χουν
σάμπως θεό, και δόξα ασύγκριτη μπροστά τους θα κερδέψεις·
τι τώρα εσύ μπορείς τον Έχτορα να θανατώσεις, σύντας
ερθεί κοντά σου μες στη λύσσα του, τι λέει δε βρίσκεται όμοιος 305
μ᾽ αυτόν μες στους Αργίτες που άραξαν εδώ με τα καράβια.»
Ὣς φάτο, Πάτροκλος δὲ φίλῳ ἐπεπείθεθ᾽ ἑταίρῳ. 205
αὐτὰρ ὅ γε κρεῖον μέγα κάββαλεν ἐν πυρὸς αὐγῇ,
ἐν δ᾽ ἄρα νῶτον ἔθηκ᾽ ὄϊος καὶ πίονος αἰγός,
ἐν δὲ συὸς σιάλοιο ῥάχιν τεθαλυῖαν ἀλοιφῇ.
τῷ δ᾽ ἔχεν Αὐτομέδων, τάμνεν δ᾽ ἄρα δῖος Ἀχιλλεύς.
καὶ τὰ μὲν εὖ μίστυλλε καὶ ἀμφ᾽ ὀβελοῖσιν ἔπειρε, 210
πῦρ δὲ Μενοιτιάδης δαῖεν μέγα, ἰσόθεος φώς.
αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ πῦρ ἐκάη καὶ φλὸξ ἐμαράνθη,
ἀνθρακιὴν στορέσας ὀβελοὺς ἐφύπερθε τάνυσσε,
πάσσε δ᾽ ἁλὸς θείοιο κρατευτάων ἐπαείρας.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ὤπτησε καὶ εἰν ἐλεοῖσιν ἔχευε, 215
Πάτροκλος μὲν σῖτον ἑλὼν ἐπένειμε τραπέζῃ
καλοῖς ἐν κανέοισιν, ἀτὰρ κρέα νεῖμεν Ἀχιλλεύς.
αὐτὸς δ᾽ ἀντίον ἷζεν Ὀδυσσῆος θείοιο
τοίχου τοῦ ἑτέροιο, θεοῖσι δὲ θῦσαι ἀνώγει
Πάτροκλον, ὃν ἑταῖρον· ὁ δ᾽ ἐν πυρὶ βάλλε θυηλάς. 220
οἱ δ᾽ ἐπ᾽ ὀνείαθ᾽ ἑτοῖμα προκείμενα χεῖρας ἴαλλον.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
νεῦσ᾽ Αἴας Φοίνικι· νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεύς,
πλησάμενος δ᾽ οἴνοιο δέπας δείδεκτ᾽ Ἀχιλῆα·
«χαῖρ᾽, Ἀχιλεῦ· δαιτὸς μὲν ἐΐσης οὐκ ἐπιδευεῖς 225
ἠμὲν ἐνὶ κλισίῃ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο
ἠδὲ καὶ ἐνθάδε νῦν· πάρα γὰρ μενοεικέα πολλὰ
δαίνυσθ᾽· ἀλλ᾽ οὐ δαιτὸς ἐπηράτου ἔργα μέμηλεν,
ἀλλὰ λίην μέγα πῆμα, διοτρεφές, εἰσορόωντες
δείδιμεν· ἐν δοιῇ δὲ σαωσέμεν ἢ ἀπολέσθαι 230
νῆας ἐϋσσέλμους, εἰ μὴ σύ γε δύσεαι ἀλκήν.
ἐγγὺς γὰρ νηῶν καὶ τείχεος αὖλιν ἔθεντο
Τρῶες ὑπέρθυμοι τηλεκλειτοί τ᾽ ἐπίκουροι,
κηάμενοι πυρὰ πολλὰ κατὰ στρατόν, οὐδ᾽ ἔτι φασὶ
σχήσεσθ᾽, ἀλλ᾽ ἐν νηυσὶ μελαίνῃσιν πεσέεσθαι. 235
Ζεὺς δέ σφι Κρονίδης ἐνδέξια σήματα φαίνων
ἀστράπτει· Ἕκτωρ δὲ μέγα σθένεϊ βλεμεαίνων
μαίνεται ἐκπάγλως, πίσυνος Διί, οὐδέ τι τίει
ἀνέρας οὐδὲ θεούς· κρατερὴ δέ ἑ λύσσα δέδυκεν.
ἀρᾶται δὲ τάχιστα φανήμεναι Ἠῶ δῖαν· 240
στεῦται γὰρ νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα
αὐτάς τ᾽ ἐμπρήσειν μαλεροῦ πυρός, αὐτὰρ Ἀχαιοὺς
δῃώσειν παρὰ τῇσιν ὀρινομένους ὑπὸ καπνοῦ.
ταῦτ᾽ αἰνῶς δείδοικα κατὰ φρένα, μή οἱ ἀπειλὰς
ἐκτελέσωσι θεοί, ἡμῖν δὲ δὴ αἴσιμον εἴη 245
φθίσθαι ἐνὶ Τροίῃ ἑκὰς Ἄργεος ἱπποβότοιο.
ἀλλ᾽ ἄνα, εἰ μέμονάς γε καὶ ὀψέ περ υἷας Ἀχαιῶν
τειρομένους ἐρύεσθαι ὑπὸ Τρώων ὀρυμαγδοῦ.
αὐτῷ τοι μετόπισθ᾽ ἄχος ἔσσεται, οὐδέ τι μῆχος
ῥεχθέντος κακοῦ ἔστ᾽ ἄκος εὑρεῖν· ἀλλὰ πολὺ πρὶν 250
φράζευ ὅπως Δαναοῖσιν ἀλεξήσεις κακὸν ἦμαρ.
ὦ πέπον ἦ μὲν σοί γε πατὴρ ἐπετέλλετο Πηλεὺς
ἤματι τῷ ὅτε σ᾽ ἐκ Φθίης Ἀγαμέμνονι πέμπε·
“τέκνον ἐμόν, κάρτος μὲν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη
δώσουσ᾽, αἴ κ᾽ ἐθέλωσι, σὺ δὲ μεγαλήτορα θυμὸν 255
ἴσχειν ἐν στήθεσσι· φιλοφροσύνη γὰρ ἀμείνων·
ληγέμεναι δ᾽ ἔριδος κακομηχάνου, ὄφρα σε μᾶλλον
τίωσ᾽ Ἀργείων ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες.”
ὣς ἐπέτελλ᾽ ὁ γέρων, σὺ δὲ λήθεαι· ἀλλ᾽ ἔτι καὶ νῦν
παύε᾽, ἔα δὲ χόλον θυμαλγέα· σοὶ δ᾽ Ἀγαμέμνων 260
ἄξια δῶρα δίδωσι μεταλήξαντι χόλοιο.
εἰ δὲ σὺ μέν μευ ἄκουσον, ἐγὼ δέ κέ τοι καταλέξω
ὅσσα τοι ἐν κλισίῃσιν ὑπέσχετο δῶρ᾽ Ἀγαμέμνων·
ἕπτ᾽ ἀπύρους τρίποδας, δέκα δὲ χρυσοῖο τάλαντα,
αἴθωνας δὲ λέβητας ἐείκοσι, δώδεκα δ᾽ ἵππους 265
πηγοὺς ἀθλοφόρους, οἳ ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο.
οὔ κεν ἀλήϊος εἴη ἀνήρ, ᾧ τόσσα γένοιτο,
οὐδέ κεν ἀκτήμων ἐριτίμοιο χρυσοῖο,
ὅσσ᾽ Ἀγαμέμνονος ἵπποι ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο.
δώσει δ᾽ ἑπτὰ γυναῖκας ἀμύμονα ἔργα ἰδυίας, 270
Λεσβίδας, ἃς ὅτε Λέσβον ἐϋκτιμένην ἕλες αὐτὸς
ἐξέλεθ᾽, αἳ τότε κάλλει ἐνίκων φῦλα γυναικῶν.
τὰς μέν τοι δώσει, μετὰ δ᾽ ἔσσεται ἣν τότ᾽ ἀπηύρα,
κούρη Βρισῆος· ἐπὶ δὲ μέγαν ὅρκον ὀμεῖται
μή ποτε τῆς εὐνῆς ἐπιβήμεναι ἠδὲ μιγῆναι, 275
ἣ θέμις ἐστίν, ἄναξ, ἤ τ᾽ ἀνδρῶν ἤ τε γυναικῶν.
ταῦτα μὲν αὐτίκα πάντα παρέσσεται· εἰ δέ κεν αὖτε
ἄστυ μέγα Πριάμοιο θεοὶ δώωσ᾽ ἀλαπάξαι,
νῆα ἅλις χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ νηήσασθαι
εἰσελθών, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ᾽ Ἀχαιοί, 280
Τρωϊάδας δὲ γυναῖκας ἐείκοσιν αὐτὸς ἑλέσθαι,
αἵ κε μετ᾽ Ἀργείην Ἑλένην κάλλισται ἔωσιν.
εἰ δέ κεν Ἄργος ἱκοίμεθ᾽ Ἀχαιϊκόν, οὖθαρ ἀρούρης,
γαμβρός κέν οἱ ἔοις· τίσει δέ σε ἶσον Ὀρέστῃ,
ὅς οἱ τηλύγετος τρέφεται θαλίῃ ἔνι πολλῇ. 285
τρεῖς δέ οἵ εἰσι θύγατρες ἐνὶ μεγάρῳ εὐπήκτῳ,
Χρυσόθεμις καὶ Λαοδίκη καὶ Ἰφιάνασσα,
τάων ἥν κ᾽ ἐθέλῃσθα φίλην ἀνάεδνον ἄγεσθαι
πρὸς οἶκον Πηλῆος· ὁ δ᾽ αὖτ᾽ ἐπὶ μείλια δώσει
πολλὰ μάλ᾽, ὅσσ᾽ οὔ πώ τις ἑῇ ἐπέδωκε θυγατρί· 290
ἑπτὰ δέ τοι δώσει εὖ ναιόμενα πτολίεθρα,
Καρδαμύλην Ἐνόπην τε καὶ Ἱρὴν ποιήεσσαν,
Φηράς τε ζαθέας ἠδ᾽ Ἄνθειαν βαθύλειμον,
καλήν τ᾽ Αἴπειαν καὶ Πήδασον ἀμπελόεσσαν.
πᾶσαι δ᾽ ἐγγὺς ἁλός, νέαται Πύλου ἠμαθόεντος· 295
ἐν δ᾽ ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες πολυβοῦται,
οἵ κέ σε δωτίνῃσι θεὸν ὣς τιμήσουσι
καί τοι ὑπὸ σκήπτρῳ λιπαρὰς τελέουσι θέμιστας.
ταῦτά κέ τοι τελέσειε μεταλήξαντι χόλοιο.
εἰ δέ τοι Ἀτρεΐδης μὲν ἀπήχθετο κηρόθι μᾶλλον, 300
αὐτὸς καὶ τοῦ δῶρα, σὺ δ᾽ ἄλλους περ Παναχαιοὺς
τειρομένους ἐλέαιρε κατὰ στρατόν, οἵ σε θεὸν ὣς
τείσουσ᾽· ἦ γάρ κέ σφι μάλα μέγα κῦδος ἄροιο.
νῦν γάρ χ᾽ Ἕκτορ᾽ ἕλοις, ἐπεὶ ἂν μάλα τοι σχεδὸν ἔλθοι
λύσσαν ἔχων ὀλοήν, ἐπεὶ οὔ τινά φησιν ὁμοῖον 305
οἷ ἔμεναι Δαναῶν, οὓς ἐνθάδε νῆες ἔνεικαν.»