Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 8 στ. 212-291
Τέτοια λαλούσαν συναλλήλως τους αυτοί, κι ωστόσο ο τόπος
έξω απ᾽ τα πλοία, μπρος στο καστρότειχο και πίσω απ᾽ το χαντάκι,
φαριά, σκουταροφόρους σύσμιχτα ξεχείλαε στριμωγμένους·
ο Έχτορας ήταν που τους στρίμωχνε, του Πρίαμου ο γιος, παρόμοιος 215
με το γοργό τον Άρη, ως τού ᾽δινε τη νίκη τώρα ο Δίας.
Κι αλήθεια θά ᾽καιγε τα ισόβαρα καράβια με άγρια φλόγα,
τον Αγαμέμνονα αν δε φώτιζεν η Ήρα η σεβάσμια τότε
να δώσει, τρέχοντας μονάχος του, κουράγιο στους Αργίτες.
Και κίνησε να πάει στ᾽ αργίτικα καλύβια και καράβια, 220
την πορφυρή κρατώντας κάπα του στο δυνατό του χέρι·
και πλάι στο μαύρο εστάθη απλόχωρο καράβι του Οδυσσέα,
που ήταν στη μέση, για ν᾽ ακούγεται δεξιά ζερβά η φωνή του
ως πέρα στα καλύβια του Αίαντα, του γιου του Τελαμώνα,
κι ως στου Αχιλλέα· κι οι δυο τους τ᾽ άρμενα στις άκρες τά ᾽χαν σύρει, 225
τι είχαν κι οι δυο τα χέρια ανίκητα και την αντρειά περίσσια.
Κείθε φωνή τρανή τούς έσυρε, ν᾽ ακούσουν όλοι οι Αργίτες:
«Ντροπή σας! Κρίμα λέω στα κάλλη σας, Αργίτες τιποτένιοι!
Οι καυκησιές λοιπόν τί γίνηκαν, πως ήμασταν οι πρώτοι,
που κάποτε στη Λήμνο ελέγατε ―μεγάλα λόγια κούφια― 230
με πλήθος κρέατα απ᾽ ορθοκέρατα βόδια στην τάβλα ομπρός σας
και πίνοντας κρασί γλυκόπιοτο σε ξέχειλα ποτήρια,
πως ο καθένας σας θα τά ᾽βαζε και μ᾽ εκατό Τρωαδίτες
και με διακόσιους; τώρα αντίκρα μας στέκει ένας και νίκα μας,
ο Έχτορας, που σε λίγο τ᾽ άρμενα θα κάψει με άγρια φλόγα. 235
Πατέρα Δία, και ποιός περίτρανος ρηγάρχης άλλος είναι,
που τέτοια συφορά τον χόρτασες και ντροπιασμένο αφήκες;
Κι όμως κανένα δεν προσπέρασα βωμό σου, ως εκινούσα
με το πολύκουπο καράβι μου ―που να μην είχα σώσει!―
για νά ᾽ρθω εδώ· μόν᾽ σε όλους έκαψα βοδιών μεριά και ξίγκια, 240
την ωριοτείχιστη γυρεύοντας την Τροία να ξεπατώσω.
Ωστόσο, Δία, καν τώρα επάκουσε την πεθυμιά μου ετούτη:
Βόηθα μας καν να τους ξεφύγουμε και λυτρωμό να βρούμε,
και μην αφήνεις ν᾽ αφανίζουνται πια από τους Τρώες οι Αργίτες.»
Είπε, κι ο κύρης τον σπλαχνίστηκε τους θρήνους του γρικώντας, 245
κι έγνεψε απείραχτο το ασκέρι του κι αχάλαστο να μείνει·
κι έναν αϊτό, που απ᾽ τα πετούμενα μηνάει την πάσα αλήθεια,
του στέλνει, λαφομόσκι πού ᾽σφιγγε, γοργής λαφίνας σπλάχνο,
στα νύχια του, και το ξαμόλησε πα στο βωμό, όπου εσφάζαν
οι Αργίτες πάντα τα σφαχτάρια τους στο Δία, τον τέλειο μάντη. 250
Κι αυτοί, μπροστά τους ως αντίκρισαν πουλί απ᾽ το Δία να φτάνει,
με νέαν ορμή, διψώντας πόλεμο, πάνω στους Τρώες χυθήκαν.
Απ᾽ τους Αργίτες τότε, αρίφνητοι κι ας ήταν, τ᾽ άλογά του
ποιός θα παινιόταν πως πιλάλησε πιο μπρος απ᾽ το Διομήδη,
κι άνοιξε πόλεμο διαβαίνοντας πιο πρώτα το χαντάκι; 255
Πρώτος αυτός των Τρώων εσκότωσε κάποιον τρανό αντρειωμένο,
Αγέλαος κράζουνταν, του Φράδμονα παιδί· τ᾽ αλόγατά του
να φύγει ως γύριζε, στη ράχη του καρφώνει το κοντάρι
μεσοπλατίς, κι εκείνο διάβηκε το στήθος πέρα ως πέρα.
Κι ως έπεσε απ᾽ τ᾽ αμάξι, πάνω του βροντήξαν τ᾽ άρματά του. 260
Πίσω του οι Ατρείδες, ο Αγαμέμνονας με το Μενέλαο, βγήκαν,
κι ευτύς οι δυο ακλουθήξαν Αίαντες, όλο αντριγιά και θάρρος·
μετά κι ο Ιδομενέας κι ο σύντροφος του Ιδομενέα Μηριόνης,
που το κουράγιο του ισοζύγιαζε με του αντροφόνου του Άρη·
μετά κι ο Ευρύπυλος, του Ευαίμονα πετάχτη ο γιος ο γαύρος, 265
κι ο Τεύκρος υστερνά τεντώνοντας το λυγερό δοξάρι·
κι εκρύφτη στο σκουτάρι του Αίαντα, του γιου του Τελαμώνα·
κι όπως εκείνος το σκουτάρι του τραβούσε λίγο, ο Τεύκρος
παραμονεύοντας εδόξευε μες στο σωρό, κι εχτύπα
κάποιον οχτρό· κι αυτός ως έπεφτε στη γη και ξεψυχούσε, 270
ο Τεύκρος, σαν παιδί στη μάνα του, χωνόταν πάλε πίσω
στον Αίαντα, που ξανά τον έκρυβε με το λαμπρό σκουτάρι.
Ποιόν πρώτο από τους Τρώες εσκότωσεν ο άψεγος Τεύκρος τότε;
Τον Όρμενο και τον Ορσίλοχο, μετά τον Οφελέστη,
το Δαίτορα και το Μελάνιππο, το θείο το Λυκοφόντη, 275
τον Αμοπάονα, του Πυλυαίμονα το γιο, και το Χρομίο.
Όλους αράδα εκεί τους έστρωσε στη γη την πολυθρόφα.
Τον είδε ο ρήγας Αγαμέμνονας και φράθηκε η καρδιά του,
απ᾽ το δοξάρι του πώς θέριζε γραμμή των Τρώων τους λόχους.
Πήγε λοιπόν και στάθη δίπλα του κι έτσι μιλεί και κρένει: 280
«Τεύκρε ακριβέ μου, ρήγα ασύγκριτε και υγιέ του Τελαμώνα,
ρίχνε, μη στέκεις, κάποια ανάσαση να δώσεις στους Αργίτες,
να δώσεις και χαρά στον κύρη σου τον Τελαμώνα, πού ᾽σουν
κλεφτόγεννό του και σε ανάστησε στο αρχοντικό του μέσα.
Μόχτα! Μακριά κι αν είναι, η δόξα του παντού ν᾽ απλώσει τώρα. 285
Κι άκουσε ακόμα κάποιο λόγο μου, που θα τον δεις να γένει:
Αν η Αθηνά κι ο βροντοσκούταρος ο Δίας μια μέρα δώσουν
της Τροίας εγώ τ᾽ ομορφοτείχιστο να ξεπατώσω κάστρο,
αρχοντομοίρι εσένα ολόπρωτα μετά από με θα δώσω,
τριπόδι θες, θες και στο αμάξι τους διπλά φαριά ζεμένα, 290
γιά και γυναίκα θες, αντάμα σου να πέφτει στο κλινάρι.»
Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον·
τῶν δ᾽, ὅσον ἐκ νηῶν ἀπὸ πύργου τάφρος ἔεργε,
πλῆθεν ὁμῶς ἵππων τε καὶ ἀνδρῶν ἀσπιστάων
εἰλομένων· εἴλει δὲ θοῷ ἀτάλαντος Ἄρηϊ 215
Ἕκτωρ Πριαμίδης, ὅτε οἱ Ζεὺς κῦδος ἔδωκε.
καί νύ κ᾽ ἐνέπρησεν πυρὶ κηλέῳ νῆας ἐΐσας,
εἰ μὴ ἐπὶ φρεσὶ θῆκ᾽ Ἀγαμέμνονι πότνια Ἥρη
αὐτῷ ποιπνύσαντι θοῶς ὀτρῦναι Ἀχαιούς.
βῆ δ᾽ ἰέναι παρά τε κλισίας καὶ νῆας Ἀχαιῶν 220
πορφύρεον μέγα φᾶρος ἔχων ἐν χειρὶ παχείῃ,
στῆ δ᾽ ἐπ᾽ Ὀδυσσῆος μεγακήτεϊ νηῒ μελαίνῃ,
ἥ ῥ᾽ ἐν μεσσάτῳ ἔσκε γεγωνέμεν ἀμφοτέρωσε,
ἠμὲν ἐπ᾽ Αἴαντος κλισίας Τελαμωνιάδαο
ἠδ᾽ ἐπ᾽ Ἀχιλλῆος, τοί ῥ᾽ ἔσχατα νῆας ἐΐσας 225
εἴρυσαν, ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν·
ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον Δαναοῖσι γεγωνώς·
«αἰδώς, Ἀργεῖοι, κάκ᾽ ἐλέγχεα, εἶδος ἀγητοί·
πῇ ἔβαν εὐχωλαί, ὅτε δὴ φάμεν εἶναι ἄριστοι,
ἃς ὁπότ᾽ ἐν Λήμνῳ κενεαυχέες ἠγοράασθε, 230
ἔσθοντες κρέα πολλὰ βοῶν ὀρθοκραιράων,
πίνοντες κρητῆρας ἐπιστεφέας οἴνοιο,
Τρώων ἄνθ᾽ ἑκατόν τε διηκοσίων τε ἕκαστος
στήσεσθ᾽ ἐν πολέμῳ· νῦν δ᾽ οὐδ᾽ ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν
Ἕκτορος, ὃς τάχα νῆας ἐνιπρήσει πυρὶ κηλέῳ. 235
Ζεῦ πάτερ, ἦ ῥά τιν᾽ ἤδη ὑπερμενέων βασιλήων
τῇδ᾽ ἄτῃ ἄασας καί μιν μέγα κῦδος ἀπηύρας;
οὐ μὲν δή ποτέ φημι τεὸν περικαλλέα βωμὸν
νηῒ πολυκλήϊδι παρελθέμεν ἐνθάδε ἔρρων,
ἀλλ᾽ ἐπὶ πᾶσι βοῶν δημὸν καὶ μηρί᾽ ἔκηα, 240
ἱέμενος Τροίην εὐτείχεον ἐξαλαπάξαι.
ἀλλά, Ζεῦ, τόδε πέρ μοι ἐπικρήηνον ἐέλδωρ·
αὐτοὺς δή περ ἔασον ὑπεκφυγέειν καὶ ἀλύξαι,
μηδ᾽ οὕτω Τρώεσσιν ἔα δάμνασθαι Ἀχαιούς.»
Ὣς φάτο, τὸν δὲ πατὴρ ὀλοφύρατο δάκρυ χέοντα, 245
νεῦσε δέ οἱ λαὸν σόον ἔμμεναι οὐδ᾽ ἀπολέσθαι.
αὐτίκα δ᾽ αἰετὸν ἧκε, τελειότατον πετεηνῶν,
νεβρὸν ἔχοντ᾽ ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης·
πὰρ δὲ Διὸς βωμῷ περικαλλέϊ κάββαλε νεβρόν,
ἔνθα πανομφαίῳ Ζηνὶ ῥέζεσκον Ἀχαιοί. 250
οἱ δ᾽ ὡς οὖν εἴδονθ᾽ ὅ τ᾽ ἄρ᾽ ἐκ Διὸς ἤλυθεν ὄρνις,
μᾶλλον ἐπὶ Τρώεσσι θόρον, μνήσαντο δὲ χάρμης.
Ἔνθ᾽ οὔ τις πρότερος Δαναῶν, πολλῶν περ ἐόντων,
εὔξατο Τυδεΐδαο πάρος σχέμεν ὠκέας ἵππους
τάφρου τ᾽ ἐξελάσαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι, 255
ἀλλὰ πολὺ πρῶτος Τρώων ἕλεν ἄνδρα κορυστήν,
Φραδμονίδην Ἀγέλαον· ὁ μὲν φύγαδ᾽ ἔτραπεν ἵππους·
τῷ δὲ μεταστρεφθέντι μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν
ὤμων μεσσηγύς, διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσεν·
ἤριπε δ᾽ ἐξ ὀχέων, ἀράβησε δὲ τεύχε᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ. 260
Τὸν δὲ μετ᾽ Ἀτρεΐδαι, Ἀγαμέμνων καὶ Μενέλαος,
τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ Αἴαντες θοῦριν ἐπιειμένοι ἀλκήν,
τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ Ἰδομενεὺς καὶ ὀπάων Ἰδομενῆος
Μηριόνης, ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ,
τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ Εὐρύπυλος, Εὐαίμονος ἀγλαὸς υἱός· 265
Τεῦκρος δ᾽ εἴνατος ἦλθε, παλίντονα τόξα τιταίνων,
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ὑπ᾽ Αἴαντος σάκεϊ Τελαμωνιάδαο.
ἔνθ᾽ Αἴας μὲν ὑπεξέφερεν σάκος· αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἥρως
παπτήνας, ἐπεὶ ἄρ τιν᾽ ὀϊστεύσας ἐν ὁμίλῳ
βεβλήκοι, ὁ μὲν αὖθι πεσὼν ἀπὸ θυμὸν ὄλεσσεν, 270
αὐτὰρ ὁ αὖτις ἰὼν πάϊς ὣς ὑπὸ μητέρα δύσκεν
εἰς Αἴανθ᾽· ὁ δέ μιν σάκεϊ κρύπτασκε φαεινῷ.
Ἔνθα τίνα πρῶτον Τρώων ἕλε Τεῦκρος ἀμύμων;
Ὀρσίλοχον μὲν πρῶτα καὶ Ὄρμενον ἠδ᾽ Ὀφελέστην
Δαίτορά τε Χρομίον τε καὶ ἀντίθεον Λυκοφόντην 275
καὶ Πολυαιμονίδην Ἀμοπάονα καὶ Μελάνιππον.
πάντας ἐπασσυτέρους πέλασε χθονὶ πουλυβοτείρῃ.
τὸν δὲ ἰδὼν γήθησεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων,
τόξου ἄπο κρατεροῦ Τρώων ὀλέκοντα φάλαγγας·
στῆ δὲ παρ᾽ αὐτὸν ἰὼν καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε· 280
«Τεῦκρε, φίλη κεφαλή, Τελαμώνιε κοίρανε λαῶν,
βάλλ᾽ οὕτως, αἴ κέν τι φόως Δαναοῖσι γένηαι
πατρί τε σῷ Τελαμῶνι, ὅ σ᾽ ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα,
καί σε νόθον περ ἐόντα κομίσσατο ᾧ ἐνὶ οἴκῳ·
τὸν καὶ τηλόθ᾽ ἐόντα ἐϋκλείης ἐπίβησον. 285
σοὶ δ᾽ ἐγὼ ἐξερέω ὡς καὶ τετελεσμένον ἔσται·
αἴ κέν μοι δώῃ Ζεύς τ᾽ αἰγίοχος καὶ Ἀθήνη
Ἰλίου ἐξαλαπάξαι ἐϋκτίμενον πτολίεθρον,
πρώτῳ τοι μετ᾽ ἐμὲ πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω,
ἢ τρίποδ᾽ ἠὲ δύω ἵππους αὐτοῖσιν ὄχεσφιν 290
ἠὲ γυναῖχ᾽, ἥ κέν τοι ὁμὸν λέχος εἰσαναβαίνοι.»