Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 6 στ. 237-310
Στο δρυν ωστόσο ο μέγας Έχτορας, στο Ζερβοπόρτι, φτάνει·
κι εκεί των Τρώων τον ζώσαν τρέχοντας οι κόρες κι οι γυναίκες,
για γιους ρωτώντας και για ξάδερφους και γι᾽ αδερφούς και γι᾽ άντρες·
Κι εκείνος στους θεούς παράκλησες τις έσπρωχνε να κάνουν 240
όλες γραμμή, μα κιόλα οι πιότερες είχαν δικούς να κλάψουν.
Όμως στου Πρίαμου το πεντάμορφο σαν έφτασε παλάτι,
πελεκητές που το περίζωναν στοές και τού ᾽χαν χτίσει
πενήντα ολόγυρά του κάμαρες πετροπελεκημένες,
χτισμένες κολλητά, για νά ᾽χουνε και να κοιμούνται μέσα 245
οι γιοι του Πρίαμου πλάι στ᾽ αγαπητά βλογητικά τους ταίρια·
και για τις κόρες του άλλες δώδεκα μες στην αυλή απαντίκρυ
στο ανώι ψηλά χτισμένες κάμαρες πετροπελεκημένες
η μια στην άλλη δίπλα βρίσκουνταν, κι εκεί οι γαμπροί κοιμόνταν
του Πρίαμου, πλάι στις πολυσέβαστες γυναίκες τους το βράδυ― 250
εκεί η γλυκοδωρούσα η μάνα του τον πέτυχε απαντίκρυ,
στης Λαοδίκης όπως έμπαινε, της πιο όμορφής της κόρης.
Σφίγγει το χέρι του, του μίλησε κι αυτά τού λέει τα λόγια:
«Γιατί ήρθες, γιε μου, και παράτησες την άγρια μάχη τώρα;
Περίσσια αλήθεια οι τρισκατάρατοι μας τυραννούν Αργίτες 255
γύρω απ᾽ το κάστρο πολεμώντας μας. Μα σένα εδώ η καρδιά σου
σε σπρώχνει χέρια απ᾽ την ακρόπολη ψηλά στο Δία ν᾽ ασκώσεις.
Μα γιά περίμενε, γλυκόπιοτο κρασί για να σου φέρω,
στον κύρη Δία και στους επίλοιπους θεούς να κάνεις πρώτα
σπονδή· μετά κι ατός σου αν έπινες, πολύ θα το χαιρόσουν. 260
Πληθαίνει το κρασί τη δύναμη μαθές του κουρασμένου·
και τώρα εσύ πολύ κουράστηκες βοηθώντας τους δικούς σου.»
Κι ο μέγας κρανοσείστης Έχτορας απηλογιά τής δίνει:
«Όχι, κρασί γλυκό, μητέρα μου, μη με κεράσεις τώρα·
μπορεί να μου κοπούν τα γόνατα και της αντρειάς ξεχάσω. 265
Με άπλυτα χέρια ακόμα σκιάζομαι στο Δία κρασί φλογάτο
να στάξω· ουδέ το μαυροσύγνεφο του Κρόνου υγιό ταιριάζει
κανείς ν᾽ ανακαλιέται σ᾽ αίματα λουσμένος και σε λύθρο.
Μα εσύ για πάρε τις αρχόντισσες και στο ναό με δώρα
της κουρσολόγας γαλανόματης Παλλάδας μαζωχτείτε· 270
και το υφαντό, που πιο σου φαίνεται πανώριο και μεγάλο
απ᾽ όλα όσα φυλάς στο σπίτι μας, το πιο της αρεσκιάς σου,
απίθωσέ το στης ωριόμαλλης της Αθηνάς τα γόνα·
και τάξε της ακόμα, δώδεκα δαμάλες στο ναό της
μονοχρονιάρες, αβουκέντρωτες, να σφάξεις, αν θελήσει 275
τώρα την Τροία και τις γυναίκες μας και τα μωρά παιδιά μας
να σπλαχνιστεί κι απ᾽ το άγιο κάστρο μας να διώξει του Τυδέα
το γιο τον άγριο, τον ανήμερο, που όλοι μπροστά του φεύγουν.
Λοιπόν στης κουρσολόγας πήγαινε της Αθηνάς τον άγιο
ναό, κι ωστόσο εγώ στου Αλέξαντρου θα πάω να τον φωνάξω, 280
τα λόγια μου ν᾽ ακούσει, αν θά ᾽θελε. Ν᾽ άνοιγε η γη μπροστά του
να τον κατάπινε! τι ανείπωτο κακό τον γέννα ο Δίας
σε όλους τους Τρώες και στον αντρόκαρδο τον Πρίαμο και στους γιους του.
Ας ήταν, θε μου, να τον έβλεπα στον Άδη να κατέβει,
και θά ᾽λεγα μεμιάς πως ξέχασα τα τόσα βάσανα μας!» 285
Είπε, κι η Εκάβη πάει στο σπίτι της και φώναξε τις βάγιες,
κι αυτές μαζέψαν τις αρχόντισσες στην πόλη δώθε κείθε.
Κι εκείνη ευτύς στο μοσκομύριστο κατέβηκε κελάρι
με τα υφαντά τα μυριοξόμπλιαστα, φασμένα από γυναίκες
σιδώνισσες, που ατός του ο Αλέξαντρος τις έφερε ο πανώριος 290
απ᾽ τη Σιδώνα, σύντας έσκιζε τ᾽ απέραντα πελάγη,
την αρχοντοθρεμμένη φέρνοντας Ελένη από τα ξένα.
Ένα από τούτα τότε εδιάλεξεν η Εκάβη να χαρίσει
στην Αθηνά, πιο ψιλοπλούμιστο και πιο φαρδύ από τ᾽ άλλα,
σαν άστρο πού ᾽λαμπε, και τό ᾽κρυβε βαθιά πιο κάτω απ᾽ όλα. 295
Κι έτσι κινάει, και πλήθος πίσω της αρχόντισσες δρομούσαν.
Kαι στο ναό ψηλά σαν έφτασαν της Αθηνάς, στο κάστρο,
η ροδομάγουλη τους άνοιξε Θεανώ τις πόρτες νά ᾽μπουν,
η κόρη του Κισσέα, του Αντήνορα του αλογατά το ταίρι·
τι αυτή ειχαν κάνει οι Τρώες ιέρεια της Αθηνάς· και τότε 300
σκληρίζοντας σηκώσαν όλες τους στην Αθηνά τα χέρια,
και το υφαντό σκουτί η ροδόκαλη Θεανώ με βιάση παίρνει
και το απιθώνει στης ωριόμαλλης της Αθηνάς τα γόνα,
κι ανακαλιόταν του τρισμέγαλου του Δία τη θυγατέρα:
«Ω δέσποινα Αθηνά, καστρίτισσα, τρανή θεά, γιά κάμε 305
κομμάτια του Διομήδη τ᾽ άρματα· δώσε κι αυτός να πέσει
μπροστά στο Ζερβοπόρτι απίστομα δίχως πνοή στο χώμα,
και τάζουμέ σου ακόμα, δώδεκα δαμάλες στο ναό σου
μονοχρονιάρες, αβουκέντρωτες, να σφάξουμε. Σπλαχνίσου
των Τρώων το κάστρο και τα ταίρια τους και τα μωρά παιδιά μας!» 310
Ἕκτωρ δ᾽ ὡς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν,
ἀμφ᾽ ἄρα μιν Τρώων ἄλοχοι θέον ἠδὲ θύγατρες
εἰρόμεναι παῖδάς τε κασιγνήτους τε ἔτας τε
καὶ πόσιας· ὁ δ᾽ ἔπειτα θεοῖς εὔχεσθαι ἀνώγει 240
πάσας ἑξείης· πολλῇσι δὲ κήδε᾽ ἐφῆπτο.
Ἀλλ᾽ ὅτε δὴ Πριάμοιο δόμον περικαλλέ᾽ ἵκανε,
ξεστῇς αἰθούσῃσι τετυγμένον —αὐτὰρ ἐν αὐτῷ
πεντήκοντ᾽ ἔνεσαν θάλαμοι ξεστοῖο λίθοιο,
πλησίον ἀλλήλων δεδμημένοι· ἔνθα δὲ παῖδες 245
κοιμῶντο Πριάμοιο παρὰ μνηστῇς ἀλόχοισι·
κουράων δ᾽ ἑτέρωθεν ἐναντίοι ἔνδοθεν αὐλῆς
δώδεκ᾽ ἔσαν τέγεοι θάλαμοι ξεστοῖο λίθοιο,
πλησίον ἀλλήλων δεδμημένοι· ἔνθα δὲ γαμβροὶ
κοιμῶντο Πριάμοιο παρ᾽ αἰδοίῃς ἀλόχοισιν. 250
ἔνθα οἱ ἠπιόδωρος ἐναντίη ἤλυθε μήτηρ
Λαοδίκην ἐσάγουσα, θυγατρῶν εἶδος ἀρίστην·
ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«τέκνον, τίπτε λιπὼν πόλεμον θρασὺν εἰλήλουθας;
ἦ μάλα δὴ τείρουσι δυσώνυμοι υἷες Ἀχαιῶν 255
μαρνάμενοι περὶ ἄστυ· σὲ δ᾽ ἐνθάδε θυμὸς ἀνῆκεν
ἐλθόντ᾽ ἐξ ἄκρης πόλιος Διὶ χεῖρας ἀνασχεῖν.
ἀλλὰ μέν᾽, ὄφρα κέ τοι μελιηδέα οἶνον ἐνείκω,
ὡς σπείσῃς Διὶ πατρὶ καὶ ἄλλοις ἀθανάτοισι
πρῶτον, ἔπειτα δὲ καὐτὸς ὀνήσεαι, αἴ κε πίῃσθα. 260
ἀνδρὶ δὲ κεκμηῶτι μένος μέγα οἶνος ἀέξει,
ὡς τύνη κέκμηκας ἀμύνων σοῖσιν ἔτῃσι.»
Τὴν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ·
«μή μοι οἶνον ἄειρε μελίφρονα, πότνια μῆτερ,
μή μ᾽ ἀπογυιώσῃς μένεος, ἀλκῆς τε λάθωμαι· 265
χερσὶ δ᾽ ἀνίπτοισιν Διὶ λείβειν αἴθοπα οἶνον
ἅζομαι· οὐδέ πῃ ἔστι κελαινεφέϊ Κρονίωνι
αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον εὐχετάασθαι.
ἀλλὰ σὺ μὲν πρὸς νηὸν Ἀθηναίης ἀγελείης
ἔρχεο σὺν θυέεσσιν, ἀολλίσσασα γεραιάς· 270
πέπλον δ᾽, ὅς τίς τοι χαριέστατος ἠδὲ μέγιστος
ἔστιν ἐνὶ μεγάρῳ καί τοι πολὺ φίλτατος αὐτῇ,
τὸν θὲς Ἀθηναίης ἐπὶ γούνασιν ἠϋκόμοιο,
καί οἱ ὑποσχέσθαι δυοκαίδεκα βοῦς ἐνὶ νηῷ
ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν, αἴ κ᾽ ἐλεήσῃ 275
ἄστυ τε καὶ Τρώων ἀλόχους καὶ νήπια τέκνα,
αἴ κεν Τυδέος υἱὸν ἀπόσχῃ Ἰλίου ἱρῆς,
ἄγριον αἰχμητήν, κρατερὸν μήστωρα φόβοιο.
ἀλλὰ σὺ μὲν πρὸς νηὸν Ἀθηναίης ἀγελείης
ἔρχευ, ἐγὼ δὲ Πάριν μετελεύσομαι, ὄφρα καλέσσω, 280
αἴ κ᾽ ἐθέλῃσ᾽ εἰπόντος ἀκουέμεν· ὥς κέ οἱ αὖθι
γαῖα χάνοι· μέγα γάρ μιν Ὀλύμπιος ἔτρεφε πῆμα
Τρωσί τε καὶ Πριάμῳ μεγαλήτορι τοῖό τε παισίν.
εἰ κεῖνόν γε ἴδοιμι κατελθόντ᾽ Ἄϊδος εἴσω,
φαίην κε φρέν᾽ ἀτέρπου ὀϊζύος ἐκλελαθέσθαι.» 285
Ὣς ἔφαθ᾽, ἡ δὲ μολοῦσα ποτὶ μέγαρ᾽ ἀμφιπόλοισι
κέκλετο· ταὶ δ᾽ ἄρ᾽ ἀόλλισσαν κατὰ ἄστυ γεραιάς.
αὐτὴ δ᾽ ἐς θάλαμον κατεβήσετο κηώεντα,
ἔνθ᾽ ἔσαν οἱ πέπλοι παμποίκιλα ἔργα γυναικῶν
Σιδονίων, τὰς αὐτὸς Ἀλέξανδρος θεοειδὴς 290
ἤγαγε Σιδονίηθεν, ἐπιπλὼς εὐρέα πόντον,
τὴν ὁδὸν ἣν Ἑλένην περ ἀνήγαγεν εὐπατέρειαν·
τῶν ἕν᾽ ἀειραμένη Ἑκάβη φέρε δῶρον Ἀθήνῃ,
ὃς κάλλιστος ἔην ποικίλμασιν ἠδὲ μέγιστος,
ἀστὴρ δ᾽ ὣς ἀπέλαμπεν· ἔκειτο δὲ νείατος ἄλλων. 295
βῆ δ᾽ ἰέναι, πολλαὶ δὲ μετεσσεύοντο γεραιαί.
Αἱ δ᾽ ὅτε νηὸν ἵκανον Ἀθήνης ἐν πόλει ἄκρῃ,
τῇσι θύρας ὤϊξε Θεανὼ καλλιπάρῃος,
Κισσηῒς ἄλοχος Ἀντήνορος ἱπποδάμοιο·
τὴν γὰρ Τρῶες ἔθηκαν Ἀθηναίης ἱέρειαν. 300
αἱ δ᾽ ὀλολυγῇ πᾶσαι Ἀθήνῃ χεῖρας ἀνέσχον·
ἡ δ᾽ ἄρα πέπλον ἑλοῦσα Θεανὼ καλλιπάρῃος
θῆκεν Ἀθηναίης ἐπὶ γούνασιν ἠϋκόμοιο,
εὐχομένη δ᾽ ἠρᾶτο Διὸς κούρῃ μεγάλοιο·
«πότνι᾽ Ἀθηναίη, ῥυσίπτολι, δῖα θεάων, 305
ἆξον δὴ ἔγχος Διομήδεος, ἠδὲ καὶ αὐτὸν
πρηνέα δὸς πεσέειν Σκαιῶν προπάροιθε πυλάων,
ὄφρα τοι αὐτίκα νῦν δυοκαίδεκα βοῦς ἐνὶ νηῷ
ἤνις ἠκέστας ἱερεύσομεν, αἴ κ᾽ ἐλεήσῃς
ἄστυ τε καὶ Τρώων ἀλόχους καὶ νήπια τέκνα.» 310