Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 4 στ. 220-291
Έτσι γνοιαζόνταν το βροντόφωνο Μενέλαο τούτοι· ωστόσο 220
ήρθαν των Τρώων τ᾽ ασκέρια πάνω τους των βαριοσκουταράτων,
κι αυτοί μεμιάς ξαναρματώνουνται και της σφαγής θυμούνται.
Ε, τότε πια τον Αγαμέμνονα δε θά ᾽βλεπες το γαύρο
γιά να νυστάζει γιά να σκιάζεται γιά να μη θέλει απάλε,
μόν᾽ να ποθεί μιαν ώρα αρχύτερα τη δοξαντρούσα μάχη. 225
Το αμάξι παρατάει τ᾽ ολόπλουμο και τ᾽ άλογα να στέκουν,
και το παιδόπουλο, ο Ευρυμέδοντας, τον Πτολεμαίο πατέρα,
το γιο του Πείραιου, πού ᾽χε, ανάμερα τα εκράτα, ως εφρουμάζαν.
Κι αφού τον πρόσταξε να γνοιάζεται να τά ᾽χει πλάι του πάντα,
αν λάχει και τον πάρει ο κάματος τ᾽ ασκέρια κυβερνώντας, 230
πήρε πεζός αυτός και διάβαινε μες στις ζυγιές τ᾽ ασκέρι.
Κι όσους Αργίτες αλογάρηδες να βιάζουνται θωρούσε,
ζυγώνοντάς τους, με τα λόγια του τούς έδινε κουράγιο:
«Αργίτες, μπρος! ορθή κρατάτε τη της αντριγιάς τη φλόγα!
Στους ψεύτες δε θα δώσει βόηθηση ποτέ του ο Δίας πατέρας, 235
μόν᾽ όσοι επάτησαν τον όρκο τους πιο πρώτα, θά ᾽ρθει μέρα
τα τρυφερά κορμιά τους σίγουρα που θα τα φαν οι αγιούπες·
κι εμείς τις ακριβές γυναίκες τους και τα μωρά παιδιά τους
μες στα καράβια μας θα σύρουμε, σαν πάρουμε το κάστρο.»
Πάλι όσους έβλεπε πως δείλιαζαν να μπούν στην άγρια μάχη, 240
με θυμωμένα τούς απόπαιρνε και τους χτυπούσε λόγια:
«Αργίτες φωνακλάδες, άναντροι, δεν ντρέπεστε καθόλου;
Τώρα τί στέκεστε σαστίζοντας, καθώς τα ελαφομόσκια,
που αφού ξεκαμωθούνε τρέχοντας μες στο φαρδύ τον κάμπο,
πια σταματούν, και μες στα στήθη τους ξεπαραλυεί η καρδιά τους; 245
Όμοια και σεις χαμένοι στέκεστε κι ουδέ στη μάχη πάτε.
Γιά καρτεράτε οι Τρώες στης θάλασσας την παραφρή να φτάσουν
κοντά, κει πού ᾽χουμε τα ωριόπρυμνα καράβια τραβηγμένα,
να δείτε αν θα το απλώσει απάνω σας το χέρι ο γιος του Κρόνου;»
Έτσι προστάζοντας γυρόφερνε μες στις ζυγιές τ᾽ ασκέρι· 250
κι ήρθε, τα πλήθη αντιδιαβαίνοντας, στων Κρητικών τ᾽ ασκέρι,
που αρματωνόταν στον πολέμαρχο τρογύρα Ιδομενέα.
Ο Ιδομενέας στους πρώτους έστεκε, στη δύναμη ίδια κάπρος,
και πίσω τούς στερνούς ξεσήκωνε στον πόλεμο ο Μηριόνης.
Τους είδε ο ρήγας Αγαμέμνονας κι ευφράθηκε η καρδιά του, 255
κι ευτύς, γλυκαίνοντας τα λόγια του, του Ιδομενέα μιλούσε:
«Περίσσια, Ιδομενέα, στον πόλεμο και στις δουλειές τις άλλες
απ᾽ όλους τους γοργαλογάρηδες Αργίτες σε δοξάζω,
γιά σύντας τρώμε κι αξετίμητο, φλογάτο απ᾽ τα κροντήρια
κερνούν κρασί, να πίνουν οι άρχοντες οι πρώτοι απ᾽ τους Αργίτες. 260
Κι αν πίνουν οι άλλοι μακρομάλληδες Αργίτες το δικό τους
καθένας, όμως σένα η κούπα σου σαν τη δικιά μου στέκει
ξέχειλη πάντα, όσο που ρέγεται νά ᾽χει να πιει η καρδιά σου.
Ομπρός λοιπόν στη μάχη, δείξε μας ποιός είσαι, ως το καυχιέσαι.»
Και τότε ο Ιδομενέας τού απάντησε, των Κρητικών ο ρήγας: 265
«Υγιέ του Ατρέα, στ᾽ αλήθεια σύντροφος θα σού ειμαι εγώ για πάντα
πιστός, ως μιας αρχής σού τό ᾽ταξα και δέθηκα με λόγο.
Μόν᾽ πήγαινε, άλλους μακρομάλληδες Αργίτες να κεντρίσεις,
να μπούμε γρήγορα στον πόλεμο, μια κι έσπασαν τους όρκους
οι Τρώες· μα τούτους πίσω θάνατος τους καρτεράει και χάρος 270
το δίχως άλλο, τι τους όρκους μας πρώτοι μαθές πατήσαν.»
Είπε, κι ο γιος του Ατρέα χαρούμενος τον παρατάει και φεύγει
και μπρος στους δυο τους Αίαντες έφτασε περνώντας μες στα πλήθη.
Κι αυτοί αρματώνουνταν, και πίσω τους σα σύγνεφο η πεζούρα.
Κι όπως γιδάρης ξάφνου σύγνεφο ξανοίγει από τη βίγλα 275
πάνω απ᾽ το πέλαγο να κρέμεται, σπρωγμένο απ᾽ τον αγέρα,
κι ως βλέπει από ψηλά, του φαίνεται πιο μαύρο, σαν την πίσσα,
να φτάνει κρεμαστό απ᾽ το πέλαγο, κι άγριο δρολάπι σέρνει·
κι ως τό ᾽δε, χώνει το κοπάδι του μες στη σπηλιά απ᾽ τον τρόμο·
τέτοιες στον άγριο μέσα πόλεμο, τους Αίαντες ακλουθώντας, 280
οι φάλαγγες των αρχοντόγεννων παλικαριών τραβούσαν,
μαύρες, πυκνές, κι ακροτρικύμιζαν κοντάρια και σκουτάρια.
Τους είδε ο ρήγας Αγαμέμνονας κι ευφράθηκε η καρδιά του,
και κράζοντάς τους με ανεμάρπαστα τους συντυχαίνει λόγια:
«Ακούστε με, Αίαντες, που αφεντεύετε στους χαλκοθωρακάτους 285
Αργίτες· δεν προστάζω τίποτε για σας, κι ουδέ ταιριάζει·
τι ατοί σας το στρατό φτερώνετε να πολεμήσει αντρίκεια.
Νά ᾽ταν, πατέρα Δία κι Απόλλωνα και συ Αθηνά μου, αλήθεια
τέτοια καρδιά να κλείναν όλοι τους στα στήθη σαν και τούτους!
Το κάστρο τότε θα γονάτιζε του Πρίαμου του ρηγάρχη, 290
γοργά πεσμένο μες στα χέρια μας, στην άκρη του σπαθιού μας.»
Ὄφρα τοὶ ἀμφεπένοντο βοὴν ἀγαθὸν Μενέλαον, 220
τόφρα δ᾽ ἐπὶ Τρώων στίχες ἤλυθον ἀσπιστάων·
οἱ δ᾽ αὖτις κατὰ τεύχε᾽ ἔδυν, μνήσαντο δὲ χάρμης.
Ἔνθ᾽ οὐκ ἂν βρίζοντα ἴδοις Ἀγαμέμνονα δῖον,
οὐδὲ καταπτώσσοντ᾽, οὐδ᾽ οὐκ ἐθέλοντα μάχεσθαι,
ἀλλὰ μάλα σπεύδοντα μάχην ἐς κυδιάνειραν. 225
ἵππους μὲν γὰρ ἔασε καὶ ἅρματα ποικίλα χαλκῷ·
καὶ τοὺς μὲν θεράπων ἀπάνευθ᾽ ἔχε φυσιόωντας
Εὐρυμέδων, υἱὸς Πτολεμαίου Πειραΐδαο·
τῷ μάλα πόλλ᾽ ἐπέτελλε παρισχέμεν, ὁππότε κέν μιν
γυῖα λάβῃ κάματος, πολέας διὰ κοιρανέοντα· 230
αὐτὰρ ὁ πεζὸς ἐὼν ἐπεπωλεῖτο στίχας ἀνδρῶν·
καί ῥ᾽ οὓς μὲν σπεύδοντας ἴδοι Δαναῶν ταχυπώλων,
τοὺς μάλα θαρσύνεσκε παριστάμενος ἐπέεσσιν·
«Ἀργεῖοι, μή πώ τι μεθίετε θούριδος ἀλκῆς·
οὐ γὰρ ἐπὶ ψευδέσσι πατὴρ Ζεὺς ἔσσετ᾽ ἀρωγός, 235
ἀλλ᾽ οἵ περ πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια δηλήσαντο,
τῶν ἤτοι αὐτῶν τέρενα χρόα γῦπες ἔδονται,
ἡμεῖς αὖτ᾽ ἀλόχους τε φίλας καὶ νήπια τέκνα
ἄξομεν ἐν νήεσσιν, ἐπὴν πτολίεθρον ἕλωμεν.»
Οὕς τινας αὖ μεθιέντας ἴδοι στυγεροῦ πολέμοιο, 240
τοὺς μάλα νεικείεσκε χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν·
«Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἐλεγχέες, οὔ νυ σέβεσθε;
τίφθ᾽ οὕτως ἔστητε τεθηπότες ἠΰτε νεβροί,
αἵ τ᾽ ἐπεὶ οὖν ἔκαμον πολέος πεδίοιο θέουσαι,
ἑστᾶσ᾽, οὐδ᾽ ἄρα τίς σφι μετὰ φρεσὶ γίγνεται ἀλκή· 245
ὣς ὑμεῖς ἔστητε τεθηπότες, οὐδὲ μάχεσθε.
ἦ μένετε Τρῶας σχεδὸν ἐλθέμεν, ἔνθα τε νῆες
εἰρύατ᾽ εὔπρυμνοι, πολιῆς ἐπὶ θινὶ θαλάσσης,
ὄφρα ἴδητ᾽ αἴ κ᾽ ὔμμιν ὑπέρσχῃ χεῖρα Κρονίων;»
Ὣς ὅ γε κοιρανέων ἐπεπωλεῖτο στίχας ἀνδρῶν· 250
ἦλθε δ᾽ ἐπὶ Κρήτεσσι κιὼν ἀνὰ οὐλαμὸν ἀνδρῶν.
οἱ δ᾽ ἀμφ᾽ Ἰδομενῆα δαΐφρονα θωρήσσοντο·
Ἰδομενεὺς μὲν ἐνὶ προμάχοις, συῒ εἴκελος ἀλκήν,
Μηριόνης δ᾽ ἄρα οἱ πυμάτας ὤτρυνε φάλαγγας.
τοὺς δὲ ἰδὼν γήθησεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων, 255
αὐτίκα δ᾽ Ἰδομενῆα προσηύδα μειλιχίοισιν·
«Ἰδομενεῦ, περὶ μέν σε τίω Δαναῶν ταχυπώλων
ἠμὲν ἐνὶ πτολέμῳ ἠδ᾽ ἀλλοίῳ ἐπὶ ἔργῳ
ἠδ᾽ ἐν δαίθ᾽, ὅτε πέρ τε γερούσιον αἴθοπα οἶνον
Ἀργείων οἱ ἄριστοι ἐνὶ κρητῆρι κέρωνται. 260
εἴ περ γάρ τ᾽ ἄλλοι γε κάρη κομόωντες Ἀχαιοὶ
δαιτρὸν πίνωσιν, σὸν δὲ πλεῖον δέπας αἰεὶ
ἕστηχ᾽, ὥς περ ἐμοί, πιέειν ὅτε θυμὸς ἀνώγοι.
ἀλλ᾽ ὄρσευ πόλεμόνδ᾽, οἷος πάρος εὔχεαι εἶναι.»
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἰδομενεὺς Κρητῶν ἀγὸς ἀντίον ηὔδα· 265
«Ἀτρεΐδη, μάλα μέν τοι ἐγὼν ἐρίηρος ἑταῖρος
ἔσσομαι, ὡς τὸ πρῶτον ὑπέστην καὶ κατένευσα·
ἀλλ᾽ ἄλλους ὄτρυνε κάρη κομόωντας Ἀχαιούς,
ὄφρα τάχιστα μαχώμεθ᾽, ἐπεὶ σύν γ᾽ ὅρκι᾽ ἔχευαν
Τρῶες· τοῖσιν δ᾽ αὖ θάνατος καὶ κήδε᾽ ὀπίσσω 270
ἔσσετ᾽, ἐπεὶ πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια δηλήσαντο.»
Ὣς ἔφατ᾽, Ἀτρεΐδης δὲ παρῴχετο γηθόσυνος κῆρ·
ἦλθε δ᾽ ἐπ᾽ Αἰάντεσσι κιὼν ἀνὰ οὐλαμὸν ἀνδρῶν·
τὼ δὲ κορυσσέσθην, ἅμα δὲ νέφος εἵπετο πεζῶν.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀπὸ σκοπιῆς εἶδεν νέφος αἰπόλος ἀνὴρ 275
ἐρχόμενον κατὰ πόντον ὑπὸ Ζεφύροιο ἰωῆς·
τῷ δέ τ᾽ ἄνευθεν ἐόντι μελάντερον ἠΰτε πίσσα
φαίνετ᾽ ἰὸν κατὰ πόντον, ἄγει δέ τε λαίλαπα πολλήν,
ῥίγησέν τε ἰδών, ὑπό τε σπέος ἤλασε μῆλα·
τοῖαι ἅμ᾽ Αἰάντεσσι διοτρεφέων αἰζηῶν 280
δήϊον ἐς πόλεμον πυκιναὶ κίνυντο φάλαγγες
κυάνεαι, σάκεσίν τε καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι.
καὶ τοὺς μὲν γήθησεν ἰδὼν κρείων Ἀγαμέμνων,
καί σφεας φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Αἴαντ᾽, Ἀργείων ἡγήτορε χαλκοχιτώνων, 285
σφῶϊ μέν —οὐ γὰρ ἔοικ᾽ ὀτρυνέμεν— οὔ τι κελεύω·
αὐτὼ γὰρ μάλα λαὸν ἀνώγετον ἶφι μάχεσθαι.
αἲ γάρ, Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον,
τοῖος πᾶσιν θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι γένοιτο·
τῶ κε τάχ᾽ ἠμύσειε πόλις Πριάμοιο ἄνακτος, 290
χερσὶν ὑφ᾽ ἡμετέρῃσιν ἁλοῦσά τε περθομένη τε.»