Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 3 στ. 225-301
Τον Αίαντα πάλε ως είδε ο γέροντας, ρωτούσε την Ελένη: 225
«Κι αυτός ποιός είναι ο αρχοντοκάμωτος, τρανός Αργίτης, που όλους
τους άλλους ξεπερνάει στο ανάριμμα και στους φαρδιούς τους ώμους;»
Κι η αρχοντογέννητη του απάντησε μακρομαντούσα Ελένη:
«Ο Αίαντας είναι ο σαραντάπηχος, των Αχαιών ο πύργος·
κι ο Ιδομενέας στη μέση στέκεται των Κρητικών κει πέρα, 230
ίδια θεός, κι όλοι οι άλλοι γύρα του της Κρήτης οι ρηγάδες.
Συχνά ο Μενέλαος ο πολέμαρχος στο αρχοντικό μας μέσα
τον καλοσκάμνιζε, σαν έρχουνταν από την Κρήτη πέρα.
Κι όλους τους άλλους αστρομάτηδες τους βλέπω τώρα Αργίτες,
που τους γνωρίζω, και θα σού ᾽λεγα και πώς τους λένε ακόμα· 235
δυο μοναχά απ᾽ τους στρατοκράτορες δε βλέπω, τον πυγμάχο
τον Πολυδεύκη και τον Κάστορα, το γαύρο αλογατάρη,
τα δυο μου αδέρφια, που μας γέννησε μια μάνα και τους τρεις μας.
Απ᾽ την πανώρια Λακεδαίμονα μαζί δεν ήρθαν τάχα;
Μπορεί κι εδώ στα πελαγόδρομα καράβια ν᾽ ακλουθήξαν, 240
μα τώρα στων αντρών τον πόλεμο δε θέλουν να χωθούνε
για τις μπομπές και τα ντροπιάσματα που σούρνει τ᾽ όνομά μου.»
Είπε, μα εκείνους η πολύκαρπη κρατούσε γης εντός της,
από καιρό, στη Λακεδαίμονα, στο πατρικό τους χώμα.
Και για τον όρκο οι κράχτες έφερναν περνώντας απ᾽ το κάστρο 245
τα δυο τ᾽ αρνιά και το γλυκόπιοτο κρασί, της γης το δώρο,
μες σε γιδίσιο ασκί· και λιόφωτο κροντήρι από την άλλη
και κούπες κουβαλούσε ολόχρυσες ο Ιδαίος με βιάση ο κράχτης·
κι ήρθε και στάθη πλάι στο γέροντα και τού ᾽πε ασκώνοντάς τον:
«Γιά σήκω, γιε του Λαομέδοντα, κι οι Τρώες οι αλογατάδες 250
κι οι πιο τρανοί απ᾽ τους χαλκοθώρακους σε προσκαλνούν Αργίτες,
να κατεβείς στον κάμπο, αμάλαγους φιλιάς να κλείσετε όρκους.
Ωστόσο ο Αλέξαντρος κι ο αντρόψυχος Μενέλαος τώρα, οι δυο τους,
για τη γυναίκα θα παλέψουνε με τα μακριά κοντάρια,
κι ο που νικήσει θά ᾽χει χτήμα του το βιος και τη γυναίκα. 255
Κι οι άλλοι μαθές αγάπη κάνοντας κι όρκους τρανούς στην πλούσια
θα ζούμε Τροία, και θα γυρίσουνε στο αλογοθρόφο το Άργος
εκείνοι και στην άλλη χώρα τους την ωριογυναικούσα.»
Είπε, κι ο γέρος αναρίγησε, και τους δικούς του κράζει
να ζέψουν τ᾽ άλογά του· πρόθυμα τον συνακούν εκείνοι. 260
Κι όπως ανέβη ο Πρίαμος, τράβηξε τα νιόλουρα στα πίσω,
και πλάι του ανέβηκε κι ο Αντήνορας πα στο πανώριο αμάξι·
κι απ᾽ τη Ζερβόπορτα τ᾽ αλόγατα κεντούν κατά τον κάμπο.
Και σύντας τέλος φτάσαν κι έσμιξαν τους Τρώες και τους Αργίτες,
από το αμάξι κάτω επέζεψαν στη γη την πολυθρόφα 265
κι ανάμεσα στους Τρώες προχώρεσαν και στους Αργίτες όλους.
Κι ασκώθη ο ρήγας Αγαμέμνονας με βιάση, κι ο Οδυσσέας
μαζί επετάχτη ο πολυκάτεχος· κι οι φουμισμένοι κράχτες
του όρκου τα σύνεργα συμμάζωναν, και μέσα στο κροντήρι
κρασί συγκέρνααν, κι έχυναν νερό στα χέρια των ρηγάδων. 270
Κι ο γιος του Ατρέα μεμιάς ξεγύμνωσε τραβώντας το μαχαίρι,
που δίπλα στου σπαθιού του εκρέμουνταν το μακρουλό θηκάρι,
κι απ᾽ των αρνιών τις κεφαλότριχες από μια τούφα κόβει,
που οι κράχτες έπειτα τη μοίρασαν στους πρώτους Τρώες κι Αργίτες.
Κι ο γιος του Ατρέα τα χέρια υψώνοντας ευκήθη αναμεσό τους: 275
«Πατέρα Δία, τρανέ κι ασύγκριτε, που κυβερνάς την Ίδα,
κι Ήλιε, τα πάντα που απ᾽ τη βίγλα σου θωράς, κι ακούς τα πάντα,
και Ποταμοί, και Γη, και αθάνατοι που τους νεκρούς γδικιέστε
κάτω απ᾽ το χώμα, αυτούς που κάποτε τους όρκους τους πατήσαν,
μαρτύροι ελάτε εδώ και αμάλαγο τον όρκο μας φυλάχτε: 280
Αν το Μενέλαο τύχει ο Αλέξαντρος και μας σκοτώσει τώρα,
να πάρει να κρατήσει αλάκερο το βιος και την Ελένη,
και πίσω εμείς στα πελαγόδρομα θα φύγουμε καράβια.
Μ᾽ αν ο ξανθός Μενέλαος, ρίχνοντας, τον Πάρη θανατώσει,
οι Τρώες θα δώσουν πίσω αλάκερο το βιος και την Ελένη, 285
και πανωτίμι θα πλερώσουνε σε μας, σαν που ταιριάζει,
να το κρατούνε κι οι μελλούμενες γενιές στη θύμησή τους.
Μ᾽ αν έβρει ο Αλέξαντρος το θάνατο, και μήτε ο Πρίαμος θέλει
μήτε του Πρίαμου οι γιοι να δώσουνε σ᾽ εμάς το απανωτίμι,
τότε για τούτο το ξαντίμεμα θα μείνω εγώ εδώ πέρα 290
και θα κρατήσω ορθό τον πόλεμο, την άκρα του ώσπου νά ᾽βρω.»
Ως είπε τούτα, με το ανέσπλαχνο μαχαίρι το λαρύγγι
κόβει απ᾽ τ᾽ αρνιά, και τα παράτησε στη γη να σπαρταρούνε
δίχως πνοή, τι τη ζωντάνια τους την πήρε το λεπίδι.
Κι απ᾽ το κροντήρι τότε βάζοντας κρασί στις κούπες, κάτω 295
το ξέχυναν, και τους αθάνατους θεούς ανακαλιούνταν
και τούτο ευκιόταν ο καθένας τους, και Τρώες κι Αργίτες όλοι:
«Πατέρα Δία, τρανέ κι ασύγκριτε, και σεις αθάνατοι άλλοι,
όποιοι απ᾽ τους δυο μας τους αμάλαγους πατήσουν όρκους πρώτοι,
σαν τούτο το κρασί κατάχαμα να τρέξει το μυαλό τους, 300
και των παιδιών τους, κι οι γυναίκες τους να πέσουν σε άλλα χέρια.»
Τὸ τρίτον αὖτ᾽ Αἴαντα ἰδὼν ἐρέειν᾽ ὁ γεραιός· 225
«τίς τ᾽ ἄρ᾽ ὅδ᾽ ἄλλος Ἀχαιὸς ἀνὴρ ἠΰς τε μέγας τε,
ἔξοχος Ἀργείων κεφαλήν τε καὶ εὐρέας ὤμους;»
Τὸν δ᾽ Ἑλένη τανύπεπλος ἀμείβετο, δῖα γυναικῶν·
«οὗτος δ᾽ Αἴας ἐστὶ πελώριος, ἕρκος Ἀχαιῶν·
Ἰδομενεὺς δ᾽ ἑτέρωθεν ἐνὶ Κρήτεσσι θεὸς ὣς 230
ἕστηκ᾽, ἀμφὶ δέ μιν Κρητῶν ἀγοὶ ἠγερέθονται.
πολλάκι μιν ξείνισσεν ἀρηΐφιλος Μενέλαος
οἴκῳ ἐν ἡμετέρῳ, ὁπότε Κρήτηθεν ἵκοιτο.
νῦν δ᾽ ἄλλους μὲν πάντας ὁρῶ ἑλίκωπας Ἀχαιούς,
οὕς κεν ἐῢ γνοίην καί τ᾽ οὔνομα μυθησαίμην· 235
δοιὼ δ᾽ οὐ δύναμαι ἰδέειν κοσμήτορε λαῶν,
Κάστορά θ᾽ ἱππόδαμον καὶ πὺξ ἀγαθὸν Πολυδεύκεα,
αὐτοκασιγνήτω, τώ μοι μία γείνατο μήτηρ.
ἢ οὐχ ἑσπέσθην Λακεδαίμονος ἐξ ἐρατεινῆς,
ἢ δεύρω μὲν ἕποντο νέεσσ᾽ ἔνι ποντοπόροισι, 240
νῦν αὖτ᾽ οὐκ ἐθέλουσι μάχην καταδύμεναι ἀνδρῶν,
αἴσχεα δειδιότες καὶ ὀνείδεα πόλλ᾽ ἅ μοί ἐστιν.»
Ὣς φάτο, τοὺς δ᾽ ἤδη κάτεχεν φυσίζοος αἶα
ἐν Λακεδαίμονι αὖθι, φίλῃ ἐν πατρίδι γαίῃ.
Κήρυκες δ᾽ ἀνὰ ἄστυ θεῶν φέρον ὅρκια πιστά, 245
ἄρνε δύω καὶ οἶνον ἐΰφρονα, καρπὸν ἀρούρης,
ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ· φέρε δὲ κρητῆρα φαεινὸν
κῆρυξ Ἰδαῖος ἠδὲ χρύσεια κύπελλα·
ὄτρυνεν δὲ γέροντα παριστάμενος ἐπέεσσιν·
«ὄρσεο, Λαομεδοντιάδη, καλέουσιν ἄριστοι 250
Τρώων θ᾽ ἱπποδάμων καὶ Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων
ἐς πεδίον καταβῆναι, ἵν᾽ ὅρκια πιστὰ τάμητε·
αὐτὰρ Ἀλέξανδρος καὶ ἀρηΐφιλος Μενέλαος
μακρῇς ἐγχείῃσι μαχήσοντ᾽ ἀμφὶ γυναικί·
τῷ δέ κε νικήσαντι γυνὴ καὶ κτήμαθ᾽ ἕποιτο· 255
οἱ δ᾽ ἄλλοι φιλότητα καὶ ὅρκια πιστὰ ταμόντες
ναίοιμεν Τροίην ἐριβώλακα, τοὶ δὲ νέονται
Ἄργος ἐς ἱππόβοτον καὶ Ἀχαιΐδα καλλιγύναικα.»
Ὣς φάτο, ῥίγησεν δ᾽ ὁ γέρων, ἐκέλευσε δ᾽ ἑταίρους
ἵππους ζευγνύμεναι· τοὶ δ᾽ ὀτραλέως ἐπίθοντο. 260
ἂν δ᾽ ἄρ᾽ ἔβη Πρίαμος, κατὰ δ᾽ ἡνία τεῖνεν ὀπίσσω·
πὰρ δέ οἱ Ἀντήνωρ περικαλλέα βήσετο δίφρον·
τὼ δὲ διὰ Σκαιῶν πεδίονδ᾽ ἔχον ὠκέας ἵππους.
Ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἵκοντο μετὰ Τρῶας καὶ Ἀχαιούς,
ἐξ ἵππων ἀποβάντες ἐπὶ χθόνα πουλυβότειραν 265
ἐς μέσσον Τρώων καὶ Ἀχαιῶν ἐστιχόωντο.
ὄρνυτο δ᾽ αὐτίκ᾽ ἔπειτα ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων,
ἂν δ᾽ Ὀδυσεὺς πολύμητις· ἀτὰρ κήρυκες ἀγαυοὶ
ὅρκια πιστὰ θεῶν σύναγον, κρητῆρι δὲ οἶνον
μίσγον, ἀτὰρ βασιλεῦσιν ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν. 270
Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος χείρεσσι μάχαιραν,
ἥ οἱ πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὸν αἰὲν ἄωρτο,
ἀρνῶν ἐκ κεφαλέων τάμνε τρίχας· αὐτὰρ ἔπειτα
κήρυκες Τρώων καὶ Ἀχαιῶν νεῖμαν ἀρίστοις.
τοῖσιν δ᾽ Ἀτρεΐδης μεγάλ᾽ εὔχετο χεῖρας ἀνασχών· 275
«Ζεῦ πάτερ, Ἴδηθεν μεδέων, κύδιστε μέγιστε,
Ἠέλιός θ᾽, ὃς πάντ᾽ ἐφορᾷς καὶ πάντ᾽ ἐπακούεις,
καὶ ποταμοὶ καὶ γαῖα, καὶ οἳ ὑπένερθε καμόντας
ἀνθρώπους τίνυσθον, ὅτις κ᾽ ἐπίορκον ὀμόσσῃ,
ὑμεῖς μάρτυροι ἔστε, φυλάσσετε δ᾽ ὅρκια πιστά· 280
εἰ μέν κεν Μενέλαον Ἀλέξανδρος καταπέφνῃ,
αὐτὸς ἔπειθ᾽ Ἑλένην ἐχέτω καὶ κτήματα πάντα,
ἡμεῖς δ᾽ ἐν νήεσσι νεώμεθα ποντοπόροισιν·
εἰ δέ κ᾽ Ἀλέξανδρον κτείνῃ ξανθὸς Μενέλαος,
Τρῶας ἔπειθ᾽ Ἑλένην καὶ κτήματα πάντ᾽ ἀποδοῦναι, 285
τιμὴν δ᾽ Ἀργείοις ἀποτινέμεν ἥν τιν᾽ ἔοικεν,
ἥ τε καὶ ἐσσομένοισι μετ᾽ ἀνθρώποισι πέληται.
εἰ δ᾽ ἂν ἐμοὶ τιμὴν Πρίαμος Πριάμοιό τε παῖδες
τίνειν οὐκ ἐθέλωσιν Ἀλεξάνδροιο πεσόντος,
αὐτὰρ ἐγὼ καὶ ἔπειτα μαχήσομαι εἵνεκα ποινῆς 290
αὖθι μένων, ἧός κε τέλος πολέμοιο κιχείω.»
Ἦ, καὶ ἀπὸ στομάχους ἀρνῶν τάμε νηλέϊ χαλκῷ·
καὶ τοὺς μὲν κατέθηκεν ἐπὶ χθονὸς ἀσπαίροντας,
θυμοῦ δευομένους· ἀπὸ γὰρ μένος εἵλετο χαλκός.
οἶνον δ᾽ ἐκ κρητῆρος ἀφυσσόμενοι δεπάεσσιν 295
ἔκχεον, ἠδ᾽ εὔχοντο θεοῖς αἰειγενέτῃσιν·
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν Ἀχαιῶν τε Τρώων τε·
«Ζεῦ κύδιστε μέγιστε, καὶ ἀθάνατοι θεοὶ ἄλλοι,
ὁππότεροι πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια πημήνειαν,
ὧδέ σφ᾽ ἐγκέφαλος χαμάδις ῥέοι ὡς ὅδε οἶνος, 300
αὐτῶν καὶ τεκέων, ἄλοχοι δ᾽ ἄλλοισι δαμεῖεν.»