Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 24 στ. 200-264
Αυτά ειπε, όμως εκείνη ξέσπασε σε θρήνο κι αποκρίθη: 200
«Ωχού μου, η γνώση σου τί νά ᾽γινε, γι᾽ αυτή που πριν περίσσια
κι όσοι από σένα εδώ αφεντεύουνται κι οι ξένοι σε δοξάζαν;
Πώς το μπορείς να πας μονάχος σου στ᾽ αργίτικα καράβια,
τον άντρα ν᾽ αντικρίσεις, που άμετρους και ψυχωμένους γιους σου
σού χάλασε; Καρδιά από σίδερο στα στήθια αλήθεια κλείνεις! 205
τι αν πέσεις τώρα εσύ στα χέρια του και σε αντικρίσει ομπρός του
ο άπιστος τούτος και σκληρόψυχος, μηδέ σπλαχνιά θα νιώσει
μηδέ ντροπή για σε. Καλύτερα καθούμενοι στο σπίτι
μακριάθε να τον κλαίμε. Τού ᾽κλωσε τέτοια η σκληρή του η Μοίρα
από τη μέρα που τον γέννησα, σαν πρόβαλε στον κόσμο, 210
να τόνε φαν σκυλιά γοργόποδα, μακριά από τους γονιούς του,
όξω απ᾽ την πόρτα αντρός ανέσπλαχνου ―το σκώτι του που νά ᾽χα,
με δαγκωνιές βαθιές να τό ᾽τρωγα, να πάρω το αίμα πίσω
του γιου μου καν! τι δεν εδείλιασε την ώρα του χαμού του,
μόν᾽ στάθη ομπρός του διαφεντεύοντας τους Τρώες και τις Τρωάδες 215
τις λυγερές, και μήτε πού ᾽βαλε φευγιό και φόβο ο νους του.»
Κι ο θεοπρόσωπος ο γέροντας απηλογήθη τότε:
«Μη με αμποδάς να φύγω, ως θέλω το, και μη μου γίνεσαι όρνιο
μέσα στο σπίτι κακοσήμαδο· τη γνώμη δε μου αλλάζεις·
τι αν άλλος μού ᾽φερνε το μήνυμα, θνητός κανείς, απ᾽ όσους 220
με τα θυμιάματα μαντεύουνται γιά με τα ζώα που σφάζουν,
πως είναι ψέματα θα τό ᾽λεγα και θα τραβούσα χέρι.
Μα τώρα ηταν θεός που αγρίκησα κι αντίκρισα μπροστά μου.
Θα πάω λοιπόν, του ανέμου ο λόγος μου δε θα χαθεί. Κι αν ίσως
στων Δαναών τα πλοία μού μέλλεται να σκοτωθώ, μακάρι! 225
Στην αγκαλιά μονάχα νά ᾽παιρνα το γιο μου, κι ο Αχιλλέας
την ίδια τη στιγμή ας με σκότωνε, σαν πια χορτάσω θρήνο!»
Είπε, κι απ᾽ τις κασέλες σήκωσε τα ωριόπλουμα καπάκια,
και βγάζει πρώτα εκείθε δώδεκα πεντάμορφα κιλίμια,
κάπες μονές διαλέγει δώδεκα, σκεπάσματα άλλα τόσα, 230
και δώδεκα φλοκάτες όμορφες, χιτώνες άλλους τόσους·
μετά χρυσάφι δέκα τάλαντα ζυγιάζει, και χωρίζει
και δυο τριπόδια που στραφτάλιζαν και τέσσερα λεβέτια·
στερνά μιαν ώρια κούπα εδιάλεξε, που τού ᾽χαν οι Θρακιώτες
χαρίσει ―βιος τρανό― στη χώρα τους σαν πήγε αποκρισάρης· 235
μηδέ κι αυτή ελυπήθη ο γέροντας στο αρχοντικό του μέσα,
το γιο του να λυτρώσει θέλοντας. Κι απ᾽ την αυλή του διώχνει
όλους μετά τους Τρώες και με άσκημα τους αποπαίρνει λόγια:
«Όξω, κορμιά χαμένα, αδιάντροποι! Δεν έχετε να κλαίτε
και σεις στα σπίτια σας, μόν᾽ μού ᾽ρθατε για να με φαρμακώστε; 240
Λέτε δε φτάνουνε τα βάσανα που μού ᾽χει ο Δίας σταλμένα,
το γιο να χάσω τον καλύτερο; Μα ωστόσο θα το νιώστε
και σεις· τι οι Αργίτες, τώρα πού ᾽λειψεν εκείνος, δίχως άλλο
θα σας σκοτώνουν πιο ανεμπόδιστα. Μα εγώ, ας γινόταν, θε μου,
πριν αντικρίσω μπρος στα μάτια μου το κάστρο να πατιέται 245
κι απ᾽ άκρη ως άκρη να κουρσεύεται, να βρίσκομαι στον Άδη!»
Είπε, και με ραβδί διασκόρπιζε τον κόσμο· εκείνοι εφύγαν
μπροστά στο γέροντα που εβιάζουνταν· κι αυτός τους γιους φωνάζει
τον Έλενο και τον βροντόφωνο Πολίτη θυμωμένος,
τον Πάμμονα και τον Αντίφονο, το Δήφοβο, τον Πάρη, 250
και τον Ιππόθοο, τον Αγάθωνα, το Δίο τον αντρειωμένο·
και τους εννιά του γιους ο γέροντας μαλώνοντας προστάζει:
«Παιδιά χαμένα κι αφιλότιμα, βοηθάτε τώρα! Αχ νά ᾽ταν
μπρος στα καράβια αντίς τον Έχτορα νά ᾽χαν εσάς σκοτώσει!
Ωχού μου εμένα του βαριόμοιρου! Τους πιο αντρειωμένους είχα 255
γεννήσει γιους στους Τρώες ανάμεσα, και δε μου απόμεινε ένας!
Σκοτώθηκε κι ο ισόθεος Μήστορας κι ο αντρόκαρδος Τρωίλος,
κι ο μέγας Έχτορας, που φάνταζε θεός στους άντρες μέσα,
κι έμοιαζε ενός θεού το γέννημα, κι όχι θνητού πως ήταν.
Τούτοι χαλάστηκαν στον πόλεμο, κι εμείναν οι χαμένοι, 260
χορευταράδες, ψεύτες όλοι τους, στους χοροπήδους πρώτοι,
άξιοι μονάχα τ᾽ αρνοκάτσικα των άλλων Τρώων ν᾽ αρπάζουν.
Τί στέκεστε έτσι και δεν πιάνετε το κάρο να ετοιμάστε,
κι απάνω τούτα να φορτώσετε, να μπούμε πια στο δρόμο;»
Ὣς φάτο, κώκυσεν δὲ γυνὴ καὶ ἀμείβετο μύθῳ· 200
«ὤ μοι, πῇ δή τοι φρένες οἴχονθ᾽, ᾗς τὸ πάρος περ
ἔκλε᾽ ἐπ᾽ ἀνθρώπους ξείνους ἠδ᾽ οἷσιν ἀνάσσεις;
πῶς ἐθέλεις ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν ἐλθέμεν οἶος,
ἀνδρὸς ἐς ὀφθαλμούς, ὅς τοι πολέας τε καὶ ἐσθλοὺς
υἱέας ἐξενάριξε· σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ. 205
εἰ γάρ σ᾽ αἱρήσει καὶ ἐσόψεται ὀφθαλμοῖσιν,
ὠμηστὴς καὶ ἄπιστος ἀνὴρ ὅ γε, οὔ σ᾽ ἐλεήσει,
οὐδέ τί σ᾽ αἰδέσεται. νῦν δὲ κλαίωμεν ἄνευθεν
ἥμενοι ἐν μεγάρῳ· τῷ δ᾽ ὥς ποθι Μοῖρα κραταιὴ
γιγνομένῳ ἐπένησε λίνῳ, ὅτε μιν τέκον αὐτή, 210
ἀργίποδας κύνας ἆσαι ἑῶν ἀπάνευθε τοκήων,
ἀνδρὶ πάρα κρατερῷ, τοῦ ἐγὼ μέσον ἧπαρ ἔχοιμι
ἐσθέμεναι προσφῦσα· τότ᾽ ἂν τιτὰ ἔργα γένοιτο
παιδὸς ἐμοῦ, ἐπεὶ οὔ ἑ κακιζόμενόν γε κατέκτα,
ἀλλὰ πρὸ Τρώων καὶ Τρωϊάδων βαθυκόλπων 215
ἑσταότ᾽, οὔτε φόβου μεμνημένον οὔτ᾽ ἀλεωρῆς.»
Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε γέρων Πρίαμος θεοειδής·
«μή μ᾽ ἐθέλοντ᾽ ἰέναι κατερύκανε, μηδέ μοι αὐτὴ
ὄρνις ἐνὶ μεγάροισι κακὸς πέλευ· οὐδέ με πείσεις.
εἰ μὲν γάρ τίς μ᾽ ἄλλος ἐπιχθονίων ἐκέλευεν, 220
ἢ οἳ μάντιές εἰσι θυοσκόοι ἢ ἱερῆες,
ψεῦδός κεν φαῖμεν καὶ νοσφιζοίμεθα μᾶλλον·
νῦν δ᾽, αὐτὸς γὰρ ἄκουσα θεοῦ καὶ ἐσέδρακον ἄντην,
εἶμι, καὶ οὐχ ἅλιον ἔπος ἔσσεται. εἰ δέ μοι αἶσα
τεθνάμεναι παρὰ νηυσὶν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων, 225
βούλομαι· αὐτίκα γάρ με κατακτείνειεν Ἀχιλλεὺς
ἀγκὰς ἑλόντ᾽ ἐμὸν υἱόν, ἐπὴν γόου ἐξ ἔρον εἵην.»
Ἦ, καὶ φωριαμῶν ἐπιθήματα κάλ᾽ ἀνέῳγεν·
ἔνθεν δώδεκα μὲν περικαλλέας ἔξελε πέπλους,
δώδεκα δ᾽ ἁπλοΐδας χλαίνας, τόσσους δὲ τάπητας, 230
τόσσα δὲ φάρεα λευκά, τόσους δ᾽ ἐπὶ τοῖσι χιτῶνας.
χρυσοῦ δὲ στήσας ἔφερεν δέκα πάντα τάλαντα,
ἐκ δὲ δύ᾽ αἴθωνας τρίποδας, πίσυρας δὲ λέβητας,
ἐκ δὲ δέπας περικαλλές, ὅ οἱ Θρῇκες πόρον ἄνδρες
ἐξεσίην ἐλθόντι, μέγα κτέρας· οὐδέ νυ τοῦ περ 235
φείσατ᾽ ἐνὶ μεγάροις ὁ γέρων, περὶ δ᾽ ἤθελε θυμῷ
λύσασθαι φίλον υἱόν. ὁ δὲ Τρῶας μὲν ἅπαντας
αἰθούσης ἀπέεργεν ἔπεσσ᾽ αἰσχροῖσιν ἐνίσσων·
«ἔρρετε, λωβητῆρες ἐλεγχέες· οὔ νυ καὶ ὑμῖν
οἴκοι ἔνεστι γόος, ὅτι μ᾽ ἤλθετε κηδήσοντες; 240
ἦ ὀνόσασθ᾽ ὅτι μοι Κρονίδης Ζεὺς ἄλγε᾽ ἔδωκε,
παῖδ᾽ ὀλέσαι τὸν ἄριστον; ἀτὰρ γνώσεσθε καὶ ὔμμες·
ῥηΐτεροι γὰρ μᾶλλον Ἀχαιοῖσιν δὴ ἔσεσθε
κείνου τεθνηῶτος ἐναιρέμεν. αὐτὰρ ἔγωγε
πρὶν ἀλαπαζομένην τε πόλιν κεραϊζομένην τε 245
ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν, βαίην δόμον Ἄϊδος εἴσω.»
Ἦ, καὶ σκηπανίῳ δίεπ᾽ ἀνέρας· οἱ δ᾽ ἴσαν ἔξω
σπερχομένοιο γέροντος· ὁ δ᾽ υἱάσιν οἷσιν ὁμόκλα,
νεικείων Ἕλενόν τε Πάριν τ᾽ Ἀγάθωνά τε δῖον
Πάμμονά τ᾽ Ἀντίφονόν τε βοὴν ἀγαθόν τε Πολίτην 250
Δηΐφοβόν τε καὶ Ἱππόθοον καὶ Δῖον ἀγαυόν·
ἐννέα τοῖς ὁ γεραιὸς ὁμοκλήσας ἐκέλευε·
«σπεύσατέ μοι, κακὰ τέκνα, κατηφόνες· αἴθ᾽ ἅμα πάντες
Ἕκτορος ὠφέλετ᾽ ἀντὶ θοῇς ἐπὶ νηυσὶ πεφάσθαι.
ὤ μοι ἐγὼ πανάποτμος, ἐπεὶ τέκον υἷας ἀρίστους 255
Τροίῃ ἐν εὐρείῃ, τῶν δ᾽ οὔ τινά φημι λελεῖφθαι,
Μήστορά τ᾽ ἀντίθεον καὶ Τρωΐλον ἱππιοχάρμην
Ἕκτορά θ᾽, ὃς θεὸς ἔσκε μετ᾽ ἀνδράσιν, οὐδὲ ἐῴκει
ἀνδρός γε θνητοῦ πάϊς ἔμμεναι, ἀλλὰ θεοῖο.
τοὺς μὲν ἀπώλεσ᾽ Ἄρης, τὰ δ᾽ ἐλέγχεα πάντα λέλειπται, 260
ψεῦσταί τ᾽ ὀρχησταί τε, χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι,
ἀρνῶν ἠδ᾽ ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες.
οὐκ ἂν δή μοι ἄμαξαν ἐφοπλίσσαιτε τάχιστα,
ταῦτά τε πάντ᾽ ἐπιθεῖτε, ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο;»