Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 22 στ. 188-246
Κι ωστόσο εχίμιζε στον Έχτορα πίσω ο Αχιλλέας τρεχάτος
δίχως ξανάσα. Πώς λαφόπουλο ξοπίσω παίρνει σκύλος,
που απ᾽ τη μονιά του το ξετόπωσε, μες σε πλαγιές και λόγγους· 190
κι αν μια στιγμή θαρρεί πως ξέφυγε τρυπώνοντας στα θάμνα,
μ᾽ αυτός δε σταματάει το λάχνισμα και το τρεχιό, ως να τό᾽ βρει·
όμοια τον Έχτορα απ᾽ τα μάτια του δεν άφηνε ο Αχιλλέας.
Κάθε που αυτός για τις καστρόπορτες του Δάρδανου εκινούσε
τρέχοντας, κάτω απ᾽ τους καλόχτιστους για να βρεθεί τους πύργους, 195
μπας κι οι δικοί του τον διαφέντευαν ψηλά με τις σαγίτες,
όλο και πρόφταινε και τού ᾽μπαινε μπροστά, στον κάμπο πίσω
γυρνώντας τον, κι ατός του εβρίσκουνταν μεριά του κάστρου πάντα.
Πώς μέσα στ᾽ όνειρο δε δύνεσαι να πιάσεις τόν που φεύγει,
και μήτε να τον πιάσεις δύνεσαι, μήτε κι αυτός να φύγει· 200
όμοια κι εκείνος δεν τον έφτανε, μήτε που ξέφευγε ο άλλος.
Και τώρα πώς ο μέγας Έχτορας θα γλίτωνε του Χάρου,
αν για στερνή φορά κι ολόστερνη σιμά του δεν ερχόταν
ο Απόλλωνας, ορμή και γόνατα γοργά να του χαρίσει;
Κουνώντας το κεφάλι του έγνεφε στους άλλους ο Αχιλλέας, 205
πικρές σαγίτες πα στον Έχτορα κανένας να μη ρίξει,
μην άλλος δοξαστεί χτυπώντας τον, κι εκείνος δεν προφτάσει.
Μα σύντας φτάσαν πια και τέταρτη φορά στις βρυσομάνες,
τη ζυγαριά του την ολόχρυση τέντωσε ο Δίας πατέρας·
κι έβαζε κλήρους δυο δεξόζερβα του ανήλεου του θανάτου, 210
στη μια του αλογατάρη του Έχτορα, και του Αχιλλέα στην άλλη·
κι από τη μέση ως την εσήκωσε, το ριζικό του Εχτόρου
γέρνει στον Άδη. Ευτύς τον άφησε κι ο Απόλλωνας ο Φοίβος.
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, τον Αχιλλέα σιμώνει,
κι ως πλάι του εστάθη, με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια: 215
«Τώρα, Αχιλλέα τρανέ, αρχοντόγεννε, λογιάζω πως οι δυο μας
δόξα περίτρανη θα πάρουμε στ᾽ αργίτικα καράβια
σκοτώνοντας μαζί τον Έχτορα, κι ας μη χορταίνει απάλε.
Μέσ᾽ απ᾽ τα χέρια μας δε γίνεται καθόλου να γλιτώσει,
περίσσια κι αν πασκίσει ο Απόλλωνας ο μακροσαγιτάρης, 220
στου Δία μπροστά του βροντοσκούταρου κι αν κυλιστεί τα πόδια.
Μόν᾽ έλα, στάσου εσύ κι ανάσανε, κι εγώ θα τρέξω τώρα
τη γνώμη να του αλλάξω, αντίκρα σου να βγεί να πολεμήσει.»
Είπε η Αθηνά, κι αυτός την άκουσε και χάρηκε η καρδιά του,
κι εστάθη απά στο χαλκομύτικο κοντάρι του ακουμπώντας. 225
Κι εκείνη αφήνοντάς τον έτρεξε στον Έχτορα το γαύρο,
του Δήφοβου το διώμα παίρνοντας και την τρανή φωνή του·
κι ως πλάι του εστάθη, με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Σε ζόρισε ο Αχιλλέας ο γρήγορος πολύ, αδερφέ μου, τώρα
γύρω απ᾽ το κάστρο κυνηγώντας σε με φτερωμένα πόδια· 230
μα εδώ ας σταθούμε κι ας ανοίξουμε τον πόλεμο μαζί του.»
Κι ο μέγας κρανοσείστης Έχτορας απηλογιά τής δίνει:
«Και πρώτα αγάπη εσένα, Δήφοβε, σού ᾽χα περίσσια απ᾽ όλους
τους αδερφούς, που ο Πρίαμος γέννησε κι η Εκάβη· ωστόσο τώρα
μες στην καρδιά μου ακόμα πιότερο να σ᾽ έχω λογαριάζω, 235
που για χατίρι μου αποκότησες, σαν είδες πού βρισκόμουν,
όξω να βγείς, την ώρα που όλοι τους απόμειναν στο κάστρο.»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«Καλέ μου, αλήθεια κι ο πατέρας μας κι η μάνα η σεβαστή μας
στα γόνατά μου επέσαν κλαίγοντας, κι οι σύντροφοι τρογύρα, 240
να μείνω μέσα εκεί, τι ανείπωτος τους έχει αδράξει τρόμος·
μα μέσα μου η καρδιά εσπαράζουνταν από καημό περίσσιο.
Ας μπούμε τώρα στο αντροπάλεμα με ορμή, και τα κοντάρια
μη λυπηθούμε, για να μάθουμε, τάχα ο Αχιλλέας τους δυο μας
θα μας σκοτώσει, στα καράβια του τα ματωμένα κούρσα 245
να φέρει, γιά κι απ᾽ το κοντάρι σου θα πέσει πρώτα εκείνος;»
Ἕκτορα δ᾽ ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ᾽ ὠκὺς Ἀχιλλεύς.
ὡς δ᾽ ὅτε νεβρὸν ὄρεσφι κύων ἐλάφοιο δίηται,
ὄρσας ἐξ εὐνῆς, διά τ᾽ ἄγκεα καὶ διὰ βήσσας· 190
τὸν δ᾽ εἴ πέρ τε λάθῃσι καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ,
ἀλλά τ᾽ ἀνιχνεύων θέει ἔμπεδον ὄφρα κεν εὕρῃ·
ὣς Ἕκτωρ οὐ λῆθε ποδώκεα Πηλεΐωνα.
ὁσσάκι δ᾽ ὁρμήσειε πυλάων Δαρδανιάων
ἀντίον ἀΐξασθαι ἐϋδμήτους ὑπὸ πύργους, 195
εἴ πώς οἱ καθύπερθεν ἀλάλκοιεν βελέεσσι,
τοσσάκι μιν προπάροιθεν ἀποστρέψασκε παραφθὰς
πρὸς πεδίον· αὐτὸς δὲ ποτὶ πτόλιος πέτετ᾽ αἰεί.
ὡς δ᾽ ἐν ὀνείρῳ οὐ δύναται φεύγοντα διώκειν·
οὔτ᾽ ἄρ᾽ ὁ τὸν δύναται ὑποφεύγειν οὔθ᾽ ὁ διώκειν· 200
ὣς ὁ τὸν οὐ δύνατο μάρψαι ποσίν, οὐδ᾽ ὃς ἀλύξαι.
πῶς δέ κεν Ἕκτωρ κῆρας ὑπεξέφυγεν θανάτοιο,
εἰ μή οἱ πύματόν τε καὶ ὕστατον ἤντετ᾽ Ἀπόλλων
ἐγγύθεν, ὅς οἱ ἐπῶρσε μένος λαιψηρά τε γοῦνα;
λαοῖσιν δ᾽ ἀνένευε καρήατι δῖος Ἀχιλλεύς, 205
οὐδ᾽ ἔα ἱέμεναι ἐπὶ Ἕκτορι πικρὰ βέλεμνα,
μή τις κῦδος ἄροιτο βαλών, ὁ δὲ δεύτερος ἔλθοι.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὸ τέταρτον ἐπὶ κρουνοὺς ἀφίκοντο,
καὶ τότε δὴ χρύσεια πατὴρ ἐτίταινε τάλαντα,
ἐν δὲ τίθει δύο κῆρε τανηλεγέος θανάτοιο, 210
τὴν μὲν Ἀχιλλῆος, τὴν δ᾽ Ἕκτορος ἱπποδάμοιο,
ἕλκε δὲ μέσσα λαβών· ῥέπε δ᾽ Ἕκτορος αἴσιμον ἦμαρ,
ᾤχετο δ᾽ εἰς Ἀΐδαο, λίπεν δέ ἑ Φοῖβος Ἀπόλλων.
Πηλεΐωνα δ᾽ ἵκανε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,
ἀγχοῦ δ᾽ ἱσταμένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα· 215
«νῦν δὴ νῶι ἔολπα, Διῒ φίλε φαίδιμ᾽ Ἀχιλλεῦ,
οἴσεσθαι μέγα κῦδος Ἀχαιοῖσι προτὶ νῆας,
Ἕκτορα δῃώσαντε μάχης ἄατόν περ ἐόντα.
οὔ οἱ νῦν ἔτι γ᾽ ἔστι πεφυγμένον ἄμμε γενέσθαι,
οὐδ᾽ εἴ κεν μάλα πολλὰ πάθοι ἑκάεργος Ἀπόλλων 220
προπροκυλινδόμενος πατρὸς Διὸς αἰγιόχοιο.
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε, τόνδε δ᾽ ἐγώ τοι
οἰχομένη πεπιθήσω ἐναντίβιον μαχέσασθαι.»
Ὣς φάτ᾽ Ἀθηναίη, ὁ δ᾽ ἐπείθετο, χαῖρε δὲ θυμῷ,
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπὶ μελίης χαλκογλώχινος ἐρεισθείς. 225
ἡ δ᾽ ἄρα τὸν μὲν ἔλειπε, κιχήσατο δ᾽ Ἕκτορα δῖον
Δηϊφόβῳ ἐϊκυῖα δέμας καὶ ἀτειρέα φωνήν·
ἀγχοῦ δ᾽ ἱσταμένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἠθεῖ᾽, ἦ μάλα δή σε βιάζεται ὠκὺς Ἀχιλλεύς,
ἄστυ πέρι Πριάμοιο ποσὶν ταχέεσσι διώκων· 230
ἀλλ᾽ ἄγε δὴ στέωμεν καὶ ἀλεξώμεσθα μένοντες.»
Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε μέγας κορυθαίολος Ἕκτωρ·
«Δηΐφοβ᾽, ἦ μέν μοι τὸ πάρος πολὺ φίλτατος ἦσθα
γνωτῶν, οὓς Ἑκάβη ἠδὲ Πρίαμος τέκε παῖδας·
νῦν δ᾽ ἔτι καὶ μᾶλλον νοέω φρεσὶ τιμήσασθαι, 235
ὃς ἔτλης ἐμεῦ εἵνεκ᾽, ἐπεὶ ἴδες ὀφθαλμοῖσι,
τείχεος ἐξελθεῖν, ἄλλοι δ᾽ ἔντοσθε μένουσι.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«ἠθεῖ᾽, ἦ μὲν πολλὰ πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ
λίσσονθ᾽ ἑξείης γουνούμενοι, ἀμφὶ δ᾽ ἑταῖροι, 240
αὖθι μένειν· τοῖον γὰρ ὑποτρομέουσιν ἅπαντες·
ἀλλ᾽ ἐμὸς ἔνδοθι θυμὸς ἐτείρετο πένθεϊ λυγρῷ.
νῦν δ᾽ ἰθὺς μεμαῶτε μαχώμεθα, μηδέ τι δούρων
ἔστω φειδωλή, ἵνα εἴδομεν εἴ κεν Ἀχιλλεὺς
νῶϊ κατακτείνας ἔναρα βροτόεντα φέρηται 245
νῆας ἔπι γλαφυράς, ἦ κεν σῷ δουρὶ δαμήῃ.»