Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 20 στ. 199-272
Κι ο Αινείας γυρνώντας τότε μίλησε κι απηλογιά τού δίνει:
«Γιε του Πηλέα, γυρεύεις άδικα, μωρό παιδί σα νά ᾽μουν, 200
να με τρομάξεις με τη γλώσσα σου· καλά κι εγώ κατέχω
και λόγια αγγιχτικά απ᾽ το στόμα μου να βγάλω και φοβέρες.
Ο ένας του αλλού το σόι κατέχει το και τους γονιούς του ξέρει,
παλιά απ᾽ τον κόσμο λόγια ακούγοντας· τι μήτε τους δικούς μου
είδες εσύ, μηδέ που αντίκρισα κι εγώ τους εδικούς σου. 205
Πατέρα εσύ τον αψεγάδιαστο Πηλέα πως έχεις, μάνα
τη Θέτιδα, την ωριοπλέξουδη θαλασσοκόρη, λένε·
κι εγώ του Αγχίση του τρανόκαρδου πως είμαι γιος λογιέμαι,
κι έχω την Αφροδίτη μάνα μου· κι ένα απ᾽ τα δυο ζευγάρια
τον ακριβό το γιο τους σήμερα θα κλάψουν δίχως άλλο. 210
Όχι! Με λόγια λέω παιδιάστικα μονάχα εμείς καθόλου
δε θα χωρίσουμε, να φύγουμε ξανά απ᾽ τη μάχη πίσω.
Μ᾽ αν να τα μάθεις τώρα θά ᾽θελες κι αυτά, για να κατέχεις
ποιά ᾽ναι η γενιά μου, όσοι την ξέρουνε πολλοί θαρρώ λογιούνται.
Ο Δίας το Δάρδανο ο αστραπόχαρος γεννά, που κεφαλάρι 215
εστάθη της γενιάς μας, κι έχτισε τη Δαρδανία· τι ακόμα
στον κάμπο η πόλη η Τροία δε βρίσκουνταν με το άγιο ψυχομέτρι,
μόνο στης Ίδας της πολύπηγης τα πλάγια εζούσαν τότε.
Και πάλε ο Δάρδανος εγέννησε το βασιλιά Εριχθόνιο,
που απ᾽ τους ανθρώπους όλους στάθηκεν ο πιο τρανός στα πλούτη· 220
δικές του τρεις χιλιάδες έβοσκαν φοράδες στο λιβάδι,
και καμαρώναν τα νιογέννητα τρογύρα τους πουλάρια.
Κι ως ο Βοριάς τις είδε πού ᾽βοσκαν, του ξάναψεν ο πόθος,
και γίνηκε άτι γαλαζόχαιτο και σμίγει ευτύς μαζί τους·
κι αυτές γκαστρώθηκαν και δώδεκα του γέννησαν πουλάρια· 225
κι αυτά ως χοροπηδούσαν παίζοντας στην πλούσια γης απάνω,
πα στις κορφές τα στάχυα ετρέχανε, χωρίς να τα λυγίζουν·
κι ως εσκιρτούσαν πα στης θάλασσας την απλωμένη ράχη,
ετρέχαν στο ψαρί το πέλαγο, ψηλά όπου σπάει το κύμα.
Γιος του Εριχθόνιου ο Τρώας ακούστηκε, μέσα στους Τρώες ρηγάρχης, 230
κι ο Τρώας τρεις πάλε υγιούς ασύγκριτους εγέννησε, τον Ίλο
και τον Ασσάρακο, τον έμνοστο στερνά το Γανυμήδη,
που για τα κάλλη του ξεχώριζε μες στους ανθρώπους όλους·
κι ως ήταν όμορφος, τον άρπαξαν ψηλά οι θεοί στα ουράνια
για κεραστή του Δία, να βρίσκεται στους αθανάτους μέσα. 235
Το Λαομέδοντα τον άψεγο γέννησε ο Ίλος πάλε,
κι ο Λαομέδοντας εγέννησε τον Τιθωνό, το Λάμπο,
τον Ικετάονα τον πολέμαρχο, τον Πρίαμο, τον Κλυτίο·
κι ο Ασσάρακος τον Κάπη εγέννησε, κι εκείνος τον Αγχίση·
και πάλε εγώ του Αγχίση, κι ο Έχτορας του Πρίαμου γιος λογιέται. 240
Τέτοια η γενιά μου εμένα πέτομαι πως είναι, τέτοια η φύτρα.
Μα των θνητών η αντρειά, απ᾽ το θέλημα του Δία, τη μια τρανεύει,
την άλλη σβήνει, τι είναι απ᾽ όλους μας ο πιο τρανός εκείνος.
Μα τώρα ομπρός, ας μη στεκόμαστε μες στη σφαγή την άγρια·
μικρά παιδιά θαρρώ δεν είμαστε, για να μιλούμε τέτοια· 245
τι λόγια αγγιχτικά κατέχουμε κι εσύ κι εγώ να πούμε,
ένα σωρό, που ουδ᾽ εκατόκουπο θα τ᾽ άσκωνε καράβι.
Του ανθρώπου η γλώσσα ειναι γοργόστροφη, περίσσιες οι κουβέντες,
λογής λογής, κι ο κάμπος διάπλατος για να θερίζεις λόγια·
κι ο κάθε λόγος έχει αντίλογο, κι ό,τι θα πεις θ᾽ ακούσεις. 250
Μα ποιά ειν᾽ η ανάγκη εμείς να στήσουμε καβγά και ξεσυνέρια,
ο ένας τον άλλο αντίκρα βρίζοντας, παρόμοια με γυναίκες,
που καρδιοφάουσα αμάχη ξάναψε, κι ως έχουνε φρενιάσει,
καταμεσός του δρόμου πιάνουνται, και ρίχνει η μια στην άλλη
λόγια πολλά, σωστά και ψεύτικα, σαν που ο θυμός τις σπρώχνει; 255
Την άγρια ορμή μου πια δε γίνεται με λόγια να κρατήσεις,
πριν χτυπηθούμε εμείς με τ᾽ άρματα· την αντριγιά μας έλα
ο ένας του αλλού να δοκιμάσουμε με τα χαλκά κοντάρια!»
Είπε, και το γερό κοντάρι του στο αδρό σκουτάρι ρίχνει,
το φοβερό· κι αυτό αντιβρόντηξε στου κονταριού τη μύτη. 260
Τότε ο Αχιλλέας αλάργα επρόβαλε με το βαρύ του χέρι
το αδρό σκουτάρι, τι εφοβήθηκε μην το περάσει του άγριου
του Αινεία το μακρογίσκιωτο εύκολα κοντάρι πέρα ως πέρα,
ο ανέμυαλος! και δεν το λόγιασε, δεν πέρασε απ᾽ το νου του
πως των θεών μαθές δε γίνεται τα ξακουσμένα δώρα 265
να τα δαμάσουν καταλυώντας τα θνητών ανθρώπων χέρια.
Κι ουδέ του Αινεία το στέριο επέρασε κοντάρι τότε αντίκρα·
το δώρο του θεού, το μάλαμα, του αντίσκοψε τη φόρα·
μόνο τις δυο τις στρώσες πέρασε και μέναν τρεις ακόμα·
τι ο Κουτσοπόδης είχε απάνω του καρφώσει στρώσες πέντε, 270
δυο μέσα από καλάι, δυο χάλκινες και μια μαλαματένια
αναμεσός· εκεί εσταμάτησε το φράξινο κοντάρι.
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Αἰνείας ἀπαμείβετο φώνησέν τε·
«Πηλεΐδη, μὴ δὴ ἐπέεσσί με νηπύτιον ὣς 200
ἔλπεο δειδίξεσθαι, ἐπεὶ σάφα οἶδα καὶ αὐτὸς
ἠμὲν κερτομίας ἠδ᾽ αἴσυλα μυθήσασθαι.
ἴδμεν δ᾽ ἀλλήλων γενεήν, ἴδμεν δὲ τοκῆας,
πρόκλυτ᾽ ἀκούοντες ἔπεα θνητῶν ἀνθρώπων·
ὄψει δ᾽ οὔτ᾽ ἄρ πω σὺ ἐμοὺς ἴδες οὔτ᾽ ἄρ᾽ ἐγὼ σούς. 205
φασὶ σὲ μὲν Πηλῆος ἀμύμονος ἔκγονον εἶναι,
μητρὸς δ᾽ ἐκ Θέτιδος καλλιπλοκάμου ἁλοσύδνης·
αὐτὰρ ἐγὼν υἱὸς μεγαλήτορος Ἀγχίσαο
εὔχομαι ἐκγεγάμεν, μήτηρ δέ μοί ἐστ᾽ Ἀφροδίτη·
τῶν δὴ νῦν ἕτεροί γε φίλον παῖδα κλαύσονται 210
σήμερον· οὐ γάρ φημ᾽ ἐπέεσσί γε νηπυτίοισιν
ὧδε διακρινθέντε μάχης ἒξ ἀπονέεσθαι.
εἰ δ᾽ ἐθέλεις καὶ ταῦτα δαήμεναι, ὄφρ᾽ ἐῢ εἰδῇς
ἡμετέρην γενεήν, πολλοὶ δέ μιν ἄνδρες ἴσασι·
Δάρδανον αὖ πρῶτον τέκετο νεφεληγερέτα Ζεύς, 215
κτίσσε δὲ Δαρδανίην, ἐπεὶ οὔ πω Ἴλιος ἱρὴ
ἐν πεδίῳ πεπόλιστο, πόλις μερόπων ἀνθρώπων,
ἀλλ᾽ ἔθ᾽ ὑπωρείας ᾤκεον πολυπίδακος Ἴδης.
Δάρδανος αὖ τέκεθ᾽ υἱὸν Ἐριχθόνιον βασιλῆα,
ὃς δὴ ἀφνειότατος γένετο θνητῶν ἀνθρώπων· 220
τοῦ τρισχίλιαι ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο
θήλειαι, πώλοισιν ἀγαλλόμεναι ἀταλῇσι.
τάων καὶ Βορέης ἠράσσατο βοσκομενάων,
ἵππῳ δ᾽ εἰσάμενος παρελέξατο κυανοχαίτῃ·
αἱ δ᾽ ὑποκυσάμεναι ἔτεκον δυοκαίδεκα πώλους. 225
αἱ δ᾽ ὅτε μὲν σκιρτῷεν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν,
ἄκρον ἐπ᾽ ἀνθερίκων καρπὸν θέον οὐδὲ κατέκλων·
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ σκιρτῷεν ἐπ᾽ εὐρέα νῶτα θαλάσσης,
ἄκρον ἐπὶ ῥηγμῖνος ἁλὸς πολιοῖο θέεσκον.
Τρῶα δ᾽ Ἐριχθόνιος τέκετο Τρώεσσιν ἄνακτα· 230
Τρωὸς δ᾽ αὖ τρεῖς παῖδες ἀμύμονες ἐξεγένοντο,
Ἶλός τ᾽ Ἀσσάρακός τε καὶ ἀντίθεος Γανυμήδης,
ὃς δὴ κάλλιστος γένετο θνητῶν ἀνθρώπων·
τὸν καὶ ἀνηρείψαντο θεοὶ Διὶ οἰνοχοεύειν
κάλλεος εἵνεκα οἷο, ἵν᾽ ἀθανάτοισι μετείη. 235
Ἶλος δ᾽ αὖ τέκεθ᾽ υἱὸν ἀμύμονα Λαομέδοντα·
Λαομέδων δ᾽ ἄρα Τιθωνὸν τέκετο Πρίαμόν τε
Λάμπον τε Κλυτίον θ᾽ Ἱκετάονά τ᾽, ὄζον Ἄρηος·
Ἀσσάρακος δὲ Κάπυν, ὁ δ᾽ ἄρ᾽ Ἀγχίσην τέκε παῖδα·
αὐτὰρ ἔμ᾽ Ἀγχίσης, Πρίαμος δὲ τέχ᾽ Ἕκτορα δῖον. 240
ταύτης τοι γενεῆς τε καὶ αἵματος εὔχομαι εἶναι.
Ζεὺς δ᾽ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε,
ὅππως κεν ἐθέλῃσιν· ὁ γὰρ κάρτιστος ἁπάντων.
ἀλλ᾽ ἄγε μηκέτι ταῦτα λεγώμεθα νηπύτιοι ὥς,
ἑσταότ᾽ ἐν μέσσῃ ὑσμίνῃ δηϊοτῆτος. 245
ἔστι γὰρ ἀμφοτέροισιν ὀνείδεα μυθήσασθαι
πολλὰ μάλ᾽, οὐδ᾽ ἂν νηῦς ἑκατόζυγος ἄχθος ἄροιτο.
στρεπτὴ δὲ γλῶσσ᾽ ἐστὶ βροτῶν, πολέες δ᾽ ἔνι μῦθοι
παντοῖοι, ἐπέων δὲ πολὺς νομὸς ἔνθα καὶ ἔνθα.
ὁπποῖόν κ᾽ εἴπῃσθα ἔπος, τοῖόν κ᾽ ἐπακούσαις. 250
ἀλλὰ τίη ἔριδας καὶ νείκεα νῶϊν ἀνάγκη
νεικεῖν ἀλλήλοισιν ἐναντίον, ὥς τε γυναῖκας,
αἵ τε χολωσάμεναι ἔριδος πέρι θυμοβόροιο
νεικεῦσ᾽ ἀλλήλῃσι μέσην ἐς ἄγυιαν ἰοῦσαι,
πόλλ᾽ ἐτεά τε καὶ οὐκί· χόλος δέ τε καὶ τὰ κελεύει. 255
ἀλκῆς δ᾽ οὔ μ᾽ ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις μεμαῶτα
πρὶν χαλκῷ μαχέσασθαι ἐναντίον· ἀλλ᾽ ἄγε θᾶσσον
γευσόμεθ᾽ ἀλλήλων χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν.»
Ἦ ῥα, καὶ ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ὄβριμον ἔγχος,
σμερδαλέῳ· μέγα δ᾽ ἀμφὶ σάκος μύκε δουρὸς ἀκωκῇ. 260
Πηλεΐδης δὲ σάκος μὲν ἀπὸ ἕο χειρὶ παχείῃ
ἔσχετο ταρβήσας· φάτο γὰρ δολιχόσκιον ἔγχος
ῥέα διελεύσεσθαι μεγαλήτορος Αἰνείαο,
νήπιος, οὐδ᾽ ἐνόησε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν
ὡς οὐ ῥηΐδι᾽ ἐστὶ θεῶν ἐρικυδέα δῶρα 265
ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι οὐδ᾽ ὑποείκειν.
οὐδὲ τότ᾽ Αἰνείαο δαΐφρονος ὄβριμον ἔγχος
ῥῆξε σάκος· χρυσὸς γὰρ ἐρύκακε, δῶρα θεοῖο·
ἀλλὰ δύω μὲν ἔλασσε διὰ πτύχας, αἱ δ᾽ ἄρ᾽ ἔτι τρεῖς
ἦσαν, ἐπεὶ πέντε πτύχας ἤλασε κυλλοποδίων, 270
τὰς δύο χαλκείας, δύο δ᾽ ἔνδοθι κασσιτέροιο,
τὴν δὲ μίαν χρυσέην, τῇ ῥ᾽ ἔσχετο μείλινον ἔγχος.