Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 2 στ. 207-277
Έτσι απ᾽ τ᾽ ασκέρι μέσα εδιάβαινε προστάζοντας, κι εκείνοι
ξανά στη μάζωξη από τ᾽ άρμενα και τα καλύβια ετρέχαν
όλο φωνές, καθώς σε ακρόγιαλο πλατύ βροντάει το κύμα
της πολυφούρφουρης της θάλασσας και τα πελάη μουγκρίζουν. 210
Οι άλλοι εκαθίζαν και στη θέση του κρατιόταν ο καθένας,
μόνο ο Θερσίτης ο ατσαλόστομος φωνοκοπούσε ακόμα,
λόγια στο νου του πού ᾽χεν άπρεπα πολλά, και τα πετούσε
δίχως ντροπή καμιά, μαλώνοντας με τους ρηγάδες πάντα,
φτάνει ν᾽ απάντεχε πως θ᾽ άσκωνε μες στους Αργίτες γέλιο. 215
Άντρας δεν έφτασε ασκημότερος κάτω απ᾽ της Τροίας το κάστρο·
κουτσός απ᾽ τό ᾽να πόδι, αλλήθωρος, με χωνιασμένους ώμους,
που απά στο στήθος του εκαλύβωναν· και πιο ψηλά θωρούσες
κεφάλι μυτερό, που απάνω του χνούδι πετούσε ανάριο.
Απ᾽ όλους πιο ο Οδυσσέας τον μάχουνταν κι ο μέγας Αχιλλέας, 220
κι όλο μαζί τους ελογόφερνε· μα τώρα τά ᾽χε βάλει
με τον αντρόκαρδο Αγαμέμνονα σκληρίζοντας· μαζί του
οι άλλοι θυμώναν κι αγανάχτιζαν Αργίτες. Τότε εκείνος
με άγριες φωνές τον Αγαμέμνονα βάζει μπροστά μιλώντας:
«Υγιέ του Ατρέα, τί πάλι σού ᾽λειψε και τί παραπονιέσαι; 225
Χαλκό γεμάτα τα καλύβια σου και πλησμονή οι γυναίκες
οι διαλεχτές μες στα καλύβια σου, που εσένα πρώτα απ᾽ όλους
οι Αργίτες δίνουμε, σαν πάρουμε κανένα κάστρο γύρα.
Μπας κι άλλο εσύ χρυσάφι ορέγεσαι, που κάποιος θα μας φέρει
από τους Τρώες τους αλογάρηδες για ξαγορά του γιου του, 230
που εγώ δεμένο εδώ τον έσυρα γιά απ᾽ τους Αργίτες άλλος;
Μη και καμιά γυναίκα νιούτσικη, να σε κερνά τον πόθο
κι αλάργα μόνος να τη χαίρεσαι; Μ᾽ αυτό σωστό δεν είναι,
νά ᾽σαι ο ρηγάρχης και το ασκέρι σου σε συφορές να ρίχνεις.
Κιοτήδες, τιποτένιοι, Αργίτισσες! τι Αργίτες πια δεν είστε! 235
Με τα καράβια πίσω ας γείρουμε στα σπίτια μας, κι αφήστε
τούτον στην Τροία τ᾽ αρχοντομοίρια του να τα κλωσάει μονάχος,
να ιδεί, μας έχει αυτός στον πόλεμο, γιά δε μας έχει ανάγκη.
Ως και τον Αχιλλέα, πιο αντρόκαρδος πού ᾽ναι απ᾽ αυτόν, περίσσια
τον καταφρόνεσε, τι του άρπαξε το αρχοντομοίρι ατός του. 240
Μα του Αχιλλέα χολή δεν τού ᾽μεινε, σου τα συχώρεσε όλα·
αλλιώς, Ατρείδη, λέω δε θά ᾽σωνες άλλη αδικιά να κάνεις.»
Τέτοια βρισίδια του Αγαμέμνονα του πρωτοστρατολάτη
ξεφώνιζε ο Θερσίτης, μα ο θεϊκός πετάχτηκε Οδυσσέας
μπροστά του και στραβοκοιτώντας τον αψιά τον αποπήρε: 245
«Θερσίτη εσύ γλωσσά, ατσαλόστομε! Κι ας είσαι βροντολάλος,
σταμάτα! Να τα βάζεις μόνος σου μη θες με βασιλιάδες·
τι πιο από σένα εγώ δε γνώρισα κιοτή κανένα, απ᾽ όσους
τους γιους του Ατρέα ακλουθήξαν κι έφτασαν κάτω απ᾽ της Τροίας το κάστρο.
Σύντας μιλάς λοιπόν, στο στόμα σου μην πιάνεις τους ρηγάδες 250
και μην τους βρίζεις λογαριάζοντας να γείρεις στην πατρίδα·
τι ακόμα δεν το καλοξέρουμε με μας τί θ᾽ απογίνει,
με δόξα πίσω αν θα γυρίσουμε, γιά ντροπιασμένοι οι Αργίτες.
Και τώρα εσύ τον Αγαμέμνονα, το γιο του Ατρέα, το ρήγα,
παίρνεις και βρίζεις, τι οι λιοντόκαρδοι του δίνουν τάχα Αργίτες 255
πολλά, κι εσύ κακολογώντας τον μιλάς και δε σωπαίνεις.
Τώρα έναν άλλο λόγο θά ᾽λεγα, που σίγουρα θα γένει:
Αν όπως τώρα πάλε αστόχαστα σε βρώ να φαφλατίζεις,
δε θέλω η κεφαλή στους ώμους της να στέκει του Οδυσσέα,
κι ουδέ πατέρα του Τηλέμαχου πια να με κράζουν θέλω, 260
αν δε σε πιάσω και τα ρούχα σου μεμιάς εγώ σου βγάλω,
το απανωσκούτι, το πουκάμισο και της ντροπής το ρούχο,
κι αφού σε δείρω, από τη σύναξη κακοδαρμένο πίσω
σε στείλω με κλαημούς στα γρήγορα καράβια να γυρίσεις.»
Έτσι είπε εκείνος, και τον χτύπησε στην πλάτη και στους ώμους 265
με το ραβδί, κι αυτός ελύγισε, τα κλάματα τον πήραν,
στην πλάτη η σάρκα του αιματόκοψε βαθιά μεμιάς κι επρήστη
απ᾽ το χρυσό ραβδί, και τράβηξε να κάτσει δειλιασμένος·
πονούσε, σάστιζαν τα μάτια του και σφούγγιζε το κλάμα.
Κι όλοι στα γέλια ξεκαρδίστηκαν, κι ας ήταν πικραμένοι, 270
κι έτσι μιλούσεν ο καθένας τους στο διπλανό γυρνώντας:
«Καλά ο Οδυσσέας αλήθεια αρίφνητα μας έχει κάνει ως τώρα,
πρώτος στη γνώμη μες στη σύναξη και πρώτος στους πολέμους·
μα τούτο τώρα που μας έκανε το πιο καλό ειν᾽ απ᾽ όλα,
του κλωθοσούρτη ετούτου πού ᾽φραξε, του φωνακλά, το στόμα. 275
Δε θά ᾽χει πια η καρδιά του η αδιάντροπη ποτέ θαρρώ κουράγιο
να βρίσει πάλε τους ρηγάδες μας με τα θρασόλογά του.»
Ὣς ὅ γε κοιρανέων δίεπε στρατόν· οἱ δ᾽ ἀγορήνδε
αὖτις ἐπεσσεύοντο νεῶν ἄπο καὶ κλισιάων
ἠχῇ, ὡς ὅτε κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης
αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται, σμαραγεῖ δέ τε πόντος. 210
Ἄλλοι μέν ῥ᾽ ἕζοντο, ἐρήτυθεν δὲ καθ᾽ ἕδρας·
Θερσίτης δ᾽ ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα,
ὃς ἔπεα φρεσὶν ᾗσιν ἄκοσμά τε πολλά τε ᾔδη,
μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον, ἐριζέμεναι βασιλεῦσιν,
ἀλλ᾽ ὅ τι οἱ εἴσαιτο γελοίϊον Ἀργείοισιν 215
ἔμμεναι· αἴσχιστος δὲ ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθε·
φολκὸς ἔην, χωλὸς δ᾽ ἕτερον πόδα· τὼ δέ οἱ ὤμω
κυρτώ, ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε· αὐτὰρ ὕπερθε
φοξὸς ἔην κεφαλήν, ψεδνὴ δ᾽ ἐπενήνοθε λάχνη.
ἔχθιστος δ᾽ Ἀχιλῆϊ μάλιστ᾽ ἦν ἠδ᾽ Ὀδυσῆϊ· 220
τὼ γὰρ νεικείεσκε· τότ᾽ αὖτ᾽ Ἀγαμέμνονι δίῳ
ὀξέα κεκλήγων λέγ᾽ ὀνείδεα· τῷ δ᾽ ἄρ᾽ Ἀχαιοὶ
ἐκπάγλως κοτέοντο νεμέσσηθέν τ᾽ ἐνὶ θυμῷ.
αὐτὰρ ὁ μακρὰ βοῶν Ἀγαμέμνονα νείκεε μύθῳ·
«Ἀτρεΐδη, τέο δὴ αὖτ᾽ ἐπιμέμφεαι ἠδὲ χατίζεις; 225
πλεῖαί τοι χαλκοῦ κλισίαι, πολλαὶ δὲ γυναῖκες
εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι, ἅς τοι Ἀχαιοὶ
πρωτίστῳ δίδομεν, εὖτ᾽ ἂν πτολίεθρον ἕλωμεν.
ἦ ἔτι καὶ χρυσοῦ ἐπιδεύεαι, ὅν κέ τις οἴσει
Τρώων ἱπποδάμων ἐξ Ἰλίου υἷος ἄποινα, 230
ὅν κεν ἐγὼ δήσας ἀγάγω ἢ ἄλλος Ἀχαιῶν,
ἠὲ γυναῖκα νέην, ἵνα μίσγεαι ἐν φιλότητι,
ἥν τ᾽ αὐτὸς ἀπονόσφι κατίσχεαι; οὐ μὲν ἔοικεν
ἀρχὸν ἐόντα κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν.
ὦ πέπονες, κάκ᾽ ἐλέγχε᾽, Ἀχαιΐδες, οὐκέτ᾽ Ἀχαιοί, 235
οἴκαδέ περ σὺν νηυσὶ νεώμεθα, τόνδε δ᾽ ἐῶμεν
αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ γέρα πεσσέμεν, ὄφρα ἴδηται
ἤ ῥά τί οἱ χἠμεῖς προσαμύνομεν, ἦε καὶ οὐκί·
ὃς καὶ νῦν Ἀχιλῆα, ἕο μέγ᾽ ἀμείνονα φῶτα,
ἠτίμησεν· ἑλὼν γὰρ ἔχει γέρας, αὐτὸς ἀπούρας. 240
ἀλλὰ μάλ᾽ οὐκ Ἀχιλῆϊ χόλος φρεσίν, ἀλλὰ μεθήμων·
ἦ γὰρ ἄν, Ἀτρεΐδη, νῦν ὕστατα λωβήσαιο.»
Ὣς φάτο νεικείων Ἀγαμέμνονα, ποιμένα λαῶν,
Θερσίτης· τῷ δ᾽ ὦκα παρίστατο δῖος Ὀδυσσεύς,
καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ· 245
«Θερσῖτ᾽ ἀκριτόμυθε, λιγύς περ ἐὼν ἀγορητής,
ἴσχεο, μηδ᾽ ἔθελ᾽ οἶος ἐριζέμεναι βασιλεῦσιν·
οὐ γὰρ ἐγὼ σέο φημὶ χερειότερον βροτὸν ἄλλον
ἔμμεναι, ὅσσοι ἅμ᾽ Ἀτρεΐδῃς ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον.
τῶ οὐκ ἂν βασιλῆας ἀνὰ στόμ᾽ ἔχων ἀγορεύοις, 250
καί σφιν ὀνείδεά τε προφέροις, νόστόν τε φυλάσσοις.
οὐδέ τί πω σάφα ἴδμεν ὅπως ἔσται τάδε ἔργα,
ἢ εὖ ἦε κακῶς νοστήσομεν υἷες Ἀχαιῶν.
τῶ νῦν Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι, ποιμένι λαῶν,
ἧσαι ὀνειδίζων, ὅτι οἱ μάλα πολλὰ διδοῦσιν 255
ἥρωες Δαναοί· σὺ δὲ κερτομέων ἀγορεύεις.
ἀλλ᾽ ἔκ τοι ἐρέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται·
εἴ κ᾽ ἔτι σ᾽ ἀφραίνοντα κιχήσομαι ὥς νύ περ ὧδε,
μηκέτ᾽ ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆϊ κάρη ὤμοισιν ἐπείη,
μηδ᾽ ἔτι Τηλεμάχοιο πατὴρ κεκλημένος εἴην, 260
εἰ μὴ ἐγώ σε λαβὼν ἀπὸ μὲν φίλα εἵματα δύσω,
χλαῖνάν τ᾽ ἠδὲ χιτῶνα, τά τ᾽ αἰδῶ ἀμφικαλύπτει,
αὐτὸν δὲ κλαίοντα θοὰς ἐπὶ νῆας ἀφήσω
πεπλήγων ἀγορῆθεν ἀεικέσσι πληγῇσιν.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, σκήπτρῳ δὲ μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμω 265
πλῆξεν· ὁ δ᾽ ἰδνώθη, θαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ·
σμῶδιξ δ᾽ αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη
σκήπτρου ὕπο χρυσέου· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο τάρβησέν τε,
ἀλγήσας δ᾽ ἀχρεῖον ἰδὼν ἀπομόρξατο δάκρυ.
οἱ δὲ καὶ ἀχνύμενοί περ ἐπ᾽ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν· 270
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·
«ὢ πόποι, ἦ δὴ μυρί᾽ Ὀδυσσεὺς ἐσθλὰ ἔοργε
βουλάς τ᾽ ἐξάρχων ἀγαθὰς πόλεμόν τε κορύσσων·
νῦν δὲ τόδε μέγ᾽ ἄριστον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν,
ὃς τὸν λωβητῆρα ἐπεσβόλον ἔσχ᾽ ἀγοράων. 275
οὔ θήν μιν πάλιν αὖτις ἀνήσει θυμὸς ἀγήνωρ
νεικείειν βασιλῆας ὀνειδείοις ἐπέεσσιν.»