Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 19 στ. 238-308
Είπε, και του αντρειωμένου Νέστορα τους γιους μαζί του παίρνει
και του Φυλέα το γιο το Μέγητα, το Θόα, το Λυκομήδη
το γιο του Κρέοντα, το Μελάνιππο και το Μηριόνη, κι όλοι 240
για το καλύβι του Αγαμέμνονα, του γιου του Ατρέα, τραβήξαν.
Κι ευτύς ο λόγος πράξη γίνηκε μονοστιγμίς, και πήραν
τα εφτά τριπόδια και τα δώδεκα φαριά που τού ᾽χε τάξει,
μαζί και τ᾽ αχτιδόβολα είκοσι λεβέτια απ᾽ το καλύβι·
κι εφτά γυναίκες, που αψεγάδιαστες κατέχαν τέχνες, βγάζουν, 245
και του Βρισέα τη ροδομάγουλη στερνά στερνά την κόρη.
Δέκα ο Οδυσσέας ζυγιάζει τάλαντα χρυσάφι, και διαγέρνει,
κι οι άλλοι αντρειωμένοι Αργίτες πίσω του τα δώρα εκουβαλούσαν.
Κι ως φτάσαν και στη μέση τά ᾽βαλαν της συντυχιάς, ασκώθη
ο γιος του Ατρέα, και πλάι στο ρήγα του στεκόταν ο Ταλθύβιος, 250
που στη φωνή θεό σού θύμιζε, τον κάπρο ανακρατώντας.
Και τα μαχαίρι του ο Αγαμέμνονας πιάνει και σέρνει, πάντα
που δίπλα στου σπαθιού του εκρέμουνταν το μακρουλό θηκάρι·
κι έκανε αρχή απ᾽ του κάπρου κόβοντας τις τρίχες, και τα χέρια
μετά στο Δία σηκώνει· αμίλητοι τρογύρα του εκαθόνταν 255
οι Αργίτες όλοι, όπως και ταίριαζε, το βασιλιά ν᾽ ακούσουν.
Κι ευκήθη τότε, τον απλόχωρο τον ουρανό θωρώντας:
«Μάρτης μου ο Δίας, απ᾽ τους αθανάτους ο πιο τρανός κι ο κάλλιος·
τη Γη, τον Ήλιο κράζω μάρτυρες, τις Ερινύες ακόμα,
που τους νεκρούς γδικιούνται, αν κάποτε τον όρκο τους πατήσαν· 260
στην κόρη του Βρισέα δεν άπλωσα ποτέ μου εγώ το χέρι,
μηδέ για να φραθώ την κλίνη της μηδέ για τίποτα άλλο,
μόν᾽ άγγιαχτη μες στο καλύβι μου κρατήθη πάντα εκείνη.
Κι αν τίποτα απ᾽ αυτά τα ορκίστηκα ψεματινά, ας μου δώσουν
μύρια κακά οι θεοί, όσα δίνουνε μαθές στους ορκοπάτες.» 265
Είπε, και κόβει με το ανέσπλαχνο μαχαίρι το λαρύγγι
του κάπρου, κι ο Ταλθύβιος ύστερα μες στο αφρισμένο κύμα
στριφογυρνώντας τόν επέταξε θροφή στα ψάρια. Ασκώθη
τότε ο Αχιλλέας στους πολεμόχαρους αντίκρυ Αργίτες κι είπε:
«Πατέρα Δία, δεν είναι ψέματα πως τους θνητούς τυφλώνεις 270
βαριά· τι αλλιώτικα δε θ᾽ άναβεν ο γιος του Ατρέα ποτέ του
τόση μια μάνητα στα στήθια μου· την κόρη αθέλητά μου
με τόσο πείσμα δε θα μού ᾽παιρνε· μα ο Δίας το δίχως άλλο
θά ᾽βαλε πόθο, Αργίτες άμετροι να κατεβούν στον Άδη.
Μα σύρτε τώρα, γιοματίσετε, να μπούμε πια στη μάχη.» 275
Έτσι τους μίλησε, και σκόλασε τη σύναξη με βιάση,
κι εκείνοι γρήγορα διασκόρπισαν καθένας στο άρμενό του.
Οι γαύροι Μυρμιδόνες γνοιάζουνταν ωστόσο για τα δώρα,
και στου Αχιλλέα του αρχοντογέννητου το πλοίο τα κουβαλούσαν·
τ᾽ άλλα τα βάλαν στα καλύβια του, καθίσαν τις γυναίκες, 280
και τ᾽ άτια οι ξακουσμένοι σύντροφοι με το κοπάδι σμίγουν.
Κι η κόρη του Βρισέα, πανέμορφη σαν τη χρυσή Αφροδίτη,
με κοφτερό χαλκό τον Πάτροκλο σαν είδε σπαραγμένο,
πάνω του πέφτει ξεφωνίζοντας, και πήρε να ξεσκίζει
τον απαλό λαιμό, τα στήθη της και τ᾽ ώριο πρόσωπό της. 285
Κι έλεεν αυτά η γυναίκα, πού ᾽μοιαζε με τις θεές, θρηνώντας:
«Πάτροκλε, τόσο που η τρισάμοιρη περίσσια σ᾽ αγαπούσα!
Αχ, ζωντανό σε αφήκα φεύγοντας απ᾽ το καλύβι ετούτο,
και τώρα που γυρίζω, ρήγα μου, σε βρίσκω σκοτωμένο!
Αχ, πώς πλακώνει αλήθεια πάνω μου τό ᾽να κακό πα στ᾽ άλλο! 290
Τον άντρα, που ο πατέρας μού ᾽δωκε κι η σεβαστή μου η μάνα,
μπροστά στο κάστρο που διαφέντευε τον είδα σπαραγμένο
με κοφτερό χαλκό· τ᾽ αδέρφια μου τα τρία, τ᾽ αγαπημένα,
που μια κοιλιά μάς γέννα, ετράβηξαν κι αυτά μαζί στον Άδη.
Μα κι έτσι εσύ να κλαίω δε μ᾽ άφηνες, του θεϊκού του Μύνη 295
απ᾽ το γοργό Αχιλλέα σαν πάρθηκε το κάστρο, και σκοτώθη
το ταίρι μου, μόν᾽ έλεες πάντα σου, θα μ᾽ έκανες γυναίκα
του θεϊκού Αχιλλέα, θα μ᾽ έφερνες στη Φθία με τα καράβια,
και θα γιορτάζαμε το γάμο μας στους Μυρμιδόνες μέσα.
Γι᾽ αυτό κι ο θρήνος μου είναι αστέρευτος, πού ᾽σουν γλυκός κι εχάθης!» 300
Αυτά θρηνώντας τού ᾽λεε, κι έκλαιγαν μαζί της κι οι γυναίκες,
τάχα τον Πάτροκλο, μα πίσω του τα πάθη τα δικά τους.
Κι εκείνον τότες οι πρωτόγεροι με παρακάλια εζώσαν,
κάτι να φάει, μ᾽ αυτός δεν ήθελε, μόν᾽ έλεγε θρηνώντας:
«Αν θέτε να μ᾽ ακούστε, σύντροφοι, τη χάρη κάνετέ μου· 305
να φράνω με ψωμί τα σπλάχνα μου μη μου ζητάτε ακόμα,
μηδέ και με κρασί, τι αβάσταχτο νογώ τον πόνο εντός μου.
Θα καρτερώ το λιοβασίλεμα, και θα βαστάξω κι έτσι.»
Ἦ, καὶ Νέστορος υἷας ὀπάσσατο κυδαλίμοιο,
Φυλεΐδην τε Μέγητα Θόαντά τε Μηριόνην τε
καὶ Κρειοντιάδην Λυκομήδεα καὶ Μελάνιππον· 240
βὰν δ᾽ ἴμεν ἐς κλισίην Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο.
αὐτίκ᾽ ἔπειθ᾽ ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον·
ἑπτὰ μὲν ἐκ κλισίης τρίποδας φέρον, οὕς οἱ ὑπέστη,
αἴθωνας δὲ λέβητας ἐείκοσι, δώδεκα δ᾽ ἵππους·
ἐκ δ᾽ ἄγον αἶψα γυναῖκας ἀμύμονα ἔργα ἰδυίας 245
ἕπτ᾽, ἀτὰρ ὀγδοάτην Βρισηΐδα καλλιπάρῃον.
χρυσοῦ δὲ στήσας Ὀδυσεὺς δέκα πάντα τάλαντα
ἦρχ᾽, ἅμα δ᾽ ἄλλοι δῶρα φέρον κούρητες Ἀχαιῶν.
καὶ τὰ μὲν ἐν μέσσῃ ἀγορῇ θέσαν, ἂν δ᾽ Ἀγαμέμνων
ἵστατο· Ταλθύβιος δὲ θεῷ ἐναλίγκιος αὐδὴν 250
κάπρον ἔχων ἐν χερσὶ παρίστατο ποιμένι λαῶν.
Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος χείρεσσι μάχαιραν,
ἥ οἱ πὰρ ξίφεος μέγα κουλεὸν αἰὲν ἄωρτο,
κάπρου ἀπὸ τρίχας ἀρξάμενος, Διὶ χεῖρας ἀνασχὼν
εὔχετο· τοὶ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπ᾽ αὐτόφιν ἥατο σιγῇ 255
Ἀργεῖοι κατὰ μοῖραν, ἀκούοντες βασιλῆος.
εὐξάμενος δ᾽ ἄρα εἶπεν ἰδὼν εἰς οὐρανὸν εὐρύν·
«ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα, θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος,
Γῆ τε καὶ Ἠέλιος καὶ Ἐρινύες, αἵ θ᾽ ὑπὸ γαῖαν
ἀνθρώπους τίνυνται, ὅτις κ᾽ ἐπίορκον ὀμόσσῃ, 260
μὴ μὲν ἐγὼ κούρῃ Βρισηΐδι χεῖρ᾽ ἐπένεικα,
οὔτ᾽ εὐνῆς πρόφασιν κεχρημένος οὔτε τευ ἄλλου.
ἀλλ᾽ ἔμεν᾽ ἀπροτίμαστος ἐνὶ κλισίῃσιν ἐμῇσιν.
εἰ δέ τι τῶνδ᾽ ἐπίορκον, ἐμοὶ θεοὶ ἄλγεα δοῖεν
πολλὰ μάλ᾽, ὅσσα διδοῦσιν ὅτίς σφ᾽ ἀλίτηται ὀμόσσας.» 265
Ἦ, καὶ ἀπὸ στόμαχον κάπρου τάμε νηλέϊ χαλκῷ.
τὸν μὲν Ταλθύβιος πολιῆς ἁλὸς ἐς μέγα λαῖτμα
ῥῖψ᾽ ἐπιδινήσας, βόσιν ἰχθύσιν· αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
ἀνστὰς Ἀργείοισι φιλοπτολέμοισι μετηύδα·
«Ζεῦ πάτερ, ἦ μεγάλας ἄτας ἄνδρεσσι διδοῖσθα· 270
οὐκ ἂν δή ποτε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἐμοῖσιν
Ἀτρεΐδης ὤρινε διαμπερές, οὐδέ κε κούρην
ἦγεν ἐμεῦ ἀέκοντος ἀμήχανος· ἀλλά ποθι Ζεὺς
ἤθελ᾽ Ἀχαιοῖσιν θάνατον πολέεσσι γενέσθαι.
νῦν δ᾽ ἔρχεσθ᾽ ἐπὶ δεῖπνον, ἵνα ξυνάγωμεν Ἄρηα.» 275
Ὣς ἄρ᾽ ἐφώνησεν, λῦσεν δ᾽ ἀγορὴν αἰψηρήν.
οἱ μὲν ἄρ᾽ ἐσκίδναντο ἑὴν ἐπὶ νῆα ἕκαστος,
δῶρα δὲ Μυρμιδόνες μεγαλήτορες ἀμφεπένοντο,
βὰν δ᾽ ἐπὶ νῆα φέροντες Ἀχιλλῆος θείοιο.
καὶ τὰ μὲν ἐν κλισίῃσι θέσαν, κάθισαν δὲ γυναῖκας, 280
ἵππους δ᾽ εἰς ἀγέλην ἔλασαν θεράποντες ἀγαυοί.
Βρισηῒς δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτ᾽ ἰκέλη χρυσέῃ Ἀφροδίτῃ,
ὡς ἴδε Πάτροκλον δεδαϊγμένον ὀξέϊ χαλκῷ,
ἀμφ᾽ αὐτῷ χυμένη λίγ᾽ ἐκώκυε, χερσὶ δ᾽ ἄμυσσε
στήθεά τ᾽ ἠδ᾽ ἁπαλὴν δειρὴν ἰδὲ καλὰ πρόσωπα. 285
εἶπε δ᾽ ἄρα κλαίουσα γυνὴ ἐϊκυῖα θεῇσι·
«Πάτροκλέ μοι δειλῇ πλεῖστον κεχαρισμένε θυμῷ,
ζωὸν μέν σε ἔλειπον ἐγὼ κλισίηθεν ἰοῦσα,
νῦν δέ σε τεθνηῶτα κιχάνομαι, ὄρχαμε λαῶν,
ἂψ ἀνιοῦσ᾽· ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί. 290
ἄνδρα μὲν ᾧ ἔδοσάν με πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ
εἶδον πρὸ πτόλιος δεδαϊγμένον ὀξέϊ χαλκῷ,
τρεῖς τε κασιγνήτους, τούς μοι μία γείνατο μήτηρ,
κηδείους, οἳ πάντες ὀλέθριον ἦμαρ ἐπέσπον.
οὐδὲ μὲν οὐδέ μ᾽ ἔασκες, ὅτ᾽ ἄνδρ᾽ ἐμὸν ὠκὺς Ἀχιλλεὺς 295
ἔκτεινεν, πέρσεν δὲ πόλιν θείοιο Μύνητος,
κλαίειν, ἀλλά μ᾽ ἔφασκες Ἀχιλλῆος θείοιο
κουριδίην ἄλοχον θήσειν, ἄξειν τ᾽ ἐνὶ νηυσὶν
ἐς Φθίην, δαίσειν δὲ γάμον μετὰ Μυρμιδόνεσσι.
τῶ σ᾽ ἄμοτον κλαίω τεθνηότα, μείλιχον αἰεί.» 300
Ὣς ἔφατο κλαίουσ᾽, ἐπὶ δὲ στενάχοντο γυναῖκες,
Πάτροκλον πρόφασιν, σφῶν δ᾽ αὐτῶν κήδε᾽ ἑκάστη.
αὐτὸν δ᾽ ἀμφὶ γέροντες Ἀχαιῶν ἠγερέθοντο
λισσόμενοι δειπνῆσαι· ὁ δ᾽ ἠρνεῖτο στεναχίζων·
«λίσσομαι, εἴ τις ἔμοιγε φίλων ἐπιπείθεθ᾽ ἑταίρων, 305
μή με πρὶν σίτοιο κελεύετε μηδὲ ποτῆτος
ἄσασθαι φίλον ἦτορ, ἐπεί μ᾽ ἄχος αἰνὸν ἱκάνει·
δύντα δ᾽ ἐς ἠέλιον μενέω καὶ τλήσομαι ἔμπης.»