Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 17 στ. 209-273
Είπε, και γνέφει με τα φρύδια του τα μαύρα ο γιος του Κρόνου,
κι απάνω του ταιριάζει τ᾽ άρματα, κι ευτύς τον πλημμυρίζει 210
ο Άρης φριχτός, λυσσάρης· δύναμη κι αντρειά τού ξεχειλούνε
χέρια και πόδια, κι έτσι εκίνησε στους ξακουστούς συμμάχους
με δυνατές φωνές χουγιάζοντας, και φάνταζε μπροστά τους,
μες στην αρμάτα του όπως άστραφτε, σαν τον τρανό Αχιλλέα.
Και πήγε σ᾽ έναν έναν κι έδινε μιλώντας του κουράγιο, 215
στο Μέδοντα και στο Θερσίλοχο, στο Μέσθλη και στο Γλαύκο,
και στον Αστεροπαίο, στον Έννομο τον ορνιομαντολόγο,
και στον Ιππόθοο, στο Δεισήνορα, στο Φόρκη, στο Χρομίο·
κι έτσι τους γκάρδιωνε ανεμάρπαστα φωνάζοντάς τους λόγια:
«Λογής λογής φυλές, ακούστε με, γειτόνοι σύμμαχοί μας, 220
πλήθος λαούς εγώ δε γύρεψα κι ουδέ τους είχα ανάγκη,
σύντας σας κάλεσα απ᾽ τα κάστρα σας κι ήρθατε εδώ ένας ένας·
μόνο των Τρώων να διαφεντέψετε σας ήθελα τα ταίρια
και τα παιδιά απ᾽ τους πολεμόχαρους, όσο βαστάτε, Αργίτες.
Γι᾽ αυτό και γδύνω τους ανθρώπους μου τραπέζια να σας κάνω 225
και δώρα, κι ολονών τη δύναμη περίσσια σάς αυξαίνω.
Ίσια μπροστά ας γυρνά καθένας σας λοιπόν, και γιά ας γλιτώσει
γιά ας σκοτωθεί· τέτοιο έχει ο πόλεμος γλυκοκουβεντολόγι!
Κι όποιος τραβήξει εδώ τον Πάτροκλο, και σκοτωμένος πού ᾽ναι,
στους Τρώες τους αλογάδες, διώχνοντας τον Αίαντα πίσω πάλε, 230
θα πάρει τα μισά απ᾽ τα κούρσα του· τ᾽ άλλα μισά θα πάρω
ατός μου εγώ, και θά ᾽ναι η δόξα του σαν τη δικιά μου πάντα.»
Είπε, κι αυτοί γραμμή ξεχύθηκαν στους Δαναούς με λύσσα
ψηλά κρατώντας τα κοντάρια τους, και το νεκρό λογιάζαν
από τον Αίαντα πως θ᾽ αρπάξουνε, το γιο του Τελαμώνα, 235
οι ανέμυαλοι! τι αυτός εσώριασε πολλούς πα στο κουφάρι.
Κι ο Αίας γυρνάει στο βροντερόφωνο και λέει Μενέλαο τότε:
«Αρχοντικέ Μενέλαε, φίλε μου, πια δεν τ᾽ ολπίζω τώρα
μήτε κι εμείς οι δυο να γείρουμε γεροί ξανά απ᾽ τη μάχη·
για το κουφάρι εγώ του Πάτροκλου δεν τρέμω τόσο τώρα, 240
που θα χορτάσει τα όρνια γρήγορα και τα σκυλιά της Τροίας,
όσο μαθές για το κεφάλι μου μήπως και πάθει τρέμω,
και το δικό σου· τι όλα γύρω μας, καθώς πολέμου γνέφος,
τά᾽ χει σκεπάσει ο μέγας Έχτορας, κι εμάς ζωή δε μένει.
Μόν᾽ έλα, κράξε εδώ τους κάλλιους μας, μπας και κανείς ακούσει.» 245
Τότε ο Μενέλαος ο βροντόφωνος στα λόγια του συγκλίνει,
και πήρε δυνατά και φώναζε, ν᾽ ακούσουν όλοι οι Αργίτες:
«Φίλοι μου εσείς, προλάτες κι άρχοντες μες στους Αργίτες, όσοι
στους γιους του Ατρέα, τον Αγαμέμνονα και το Μενέλαο, δίπλα
πίνουν κρασί όσο θεν ανέξοδα, και κυβερνάει καθένας 250
το ασκέρι του κι αντάμα χαίρεται τιμή απ᾽ το Δία και δόξα·
να ξεχωρίσω πέφτει δύσκολο τους άρχους έναν έναν,
τόσο πολύ πια τώρα εκόρωσεν η αντάρα του πολέμου.
Καθείς λοιπόν ας έρθει μόνος του, μην το δεχτεί η καρδιά του
ξεφάντωμα να γίνει ο Πάτροκλος στης Τροίας τους σκύλους τώρα.» 255
Είπε, κι ο γιος του Οιλέα τον άκουσεν, ο γοργοπόδης Αίας,
και πρώτος απαντίκρυ επρόφτασε μες στη σφαγή τρεχάτος·
μετά κι ο Ιδομενέας τού ακλούθηξε, μαζί του κι ο Μηριόνης,
ο σύντροφός του, που σοζύγιαζε τον αντροφόνον Άρη.
Όμως τους άλλους όλους πού ᾽φτασαν και ποιός ν᾽ αναθιβάλει, 260
απ᾽ τους Αργίτες, όσοι πίσω τους κορώσανε τη μάχη;
Σύψυχοι οι Τρώες χιμίζουν, κι ο Έχτορας ολομπροστά τραβούσε.
Σε ποταμού ουρανοκατέβατου το στόμα πώς το κύμα
τρανό, στο ρέμα ενάντια, χύνεται και βόγγει, και τα βράχια
γύρα βρουχιούνται, όπως η θάλασσα με ορμή πετάγεται όξω· 265
με τόσο βρουχητό ξεχύνουνταν κι οι Τρώες· όμως κι οι Αργίτες
στον Πάτροκλο τρογύρα ασάλευτοι με μια καρδιά εστεκόνταν,
κρυμμένοι πίσω από τα χάλκινα σκουτάρια τους· και γύρα
στ᾽ αστραφτερά τους κράνη εσκόρπιζε του Κρόνου ο γιος αντάρα
πολλή· τι διόλου δεν οχτρεύουνταν τον Πάτροκλο από πρώτα, 270
που του Αιακού πιστά τον έγγονο συντρόφευε, όσο ζούσε·
κι οι σκύλοι των οχτρών δεν έστρεγε στην Τροία να τον σπαράξουν·
γι᾽ αυτό και γκάρδιωνε τους φίλους του, για να τον διαφεντέψουν.
Ἦ, καὶ κυανέῃσιν ἐπ᾽ ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων.
Ἕκτορι δ᾽ ἥρμοσε τεύχε᾽ ἐπὶ χροΐ, δῦ δέ μιν Ἄρης 210
δεινὸς ἐνυάλιος, πλῆσθεν δ᾽ ἄρα οἱ μέλε᾽ ἐντὸς
ἀλκῆς καὶ σθένεος· μετὰ δὲ κλειτοὺς ἐπικούρους
βῆ ῥα μέγα ἰάχων· ἰνδάλλετο δέ σφισι πᾶσι
τεύχεσι λαμπόμενος μεγαθύμου Πηλεΐωνος.
ὄτρυνεν δὲ ἕκαστον ἐποιχόμενος ἐπέεσσι, 215
Μέσθλην τε Γλαῦκόν τε Μέδοντά τε Θερσίλοχόν τε,
Ἀστεροπαῖόν τε Δεισήνορά θ᾽ Ἱππόθοόν τε,
Φόρκυν τε Χρομίον τε καὶ Ἔννομον οἰωνιστήν·
τοὺς ὅ γ᾽ ἐποτρύνων ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«κέκλυτε, μυρία φῦλα περικτιόνων ἐπικούρων· 220
οὐ γὰρ ἐγὼ πληθὺν διζήμενος οὐδὲ χατίζων
ἐνθάδ᾽ ἀφ᾽ ὑμετέρων πολίων ἤγειρα ἕκαστον,
ἀλλ᾽ ἵνα μοι Τρώων ἀλόχους καὶ νήπια τέκνα
προφρονέως ῥύοισθε φιλοπτολέμων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν.
τὰ φρονέων δώροισι κατατρύχω καὶ ἐδωδῇ 225
λαούς, ὑμέτερον δὲ ἑκάστου θυμὸν ἀέξω.
τῶ τις νῦν ἰθὺς τετραμμένος ἢ ἀπολέσθω
ἠὲ σαωθήτω· ἡ γὰρ πολέμου ὀαριστύς.
ὃς δέ κε Πάτροκλον καὶ τεθνηῶτά περ ἔμπης
Τρῶας ἐς ἱπποδάμους ἐρύσῃ, εἴξῃ δέ οἱ Αἴας, 230
ἥμισυ τῷ ἐνάρων ἀποδάσσομαι, ἥμισυ δ᾽ αὐτὸς
ἕξω ἐγώ· τὸ δέ οἱ κλέος ἔσσεται ὅσσον ἐμοί περ.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἰθὺς Δαναῶν βρίσαντες ἔβησαν,
δούρατ᾽ ἀνασχόμενοι· μάλα δέ σφισιν ἔλπετο θυμὸς
νεκρὸν ὑπ᾽ Αἴαντος ἐρύειν Τελαμωνιάδαο, 235
νήπιοι· ἦ τε πολέσσιν ἐπ᾽ αὐτῷ θυμὸν ἀπηύρα.
καὶ τότ᾽ ἄρ᾽ Αἴας εἶπε βοὴν ἀγαθὸν Μενέλαον·
«ὦ πέπον, ὦ Μενέλαε διοτρεφές, οὐκέτι νῶϊ
ἔλπομαι αὐτώ περ νοστησέμεν ἐκ πολέμοιο.
οὔ τι τόσον νέκυος περιδείδια Πατρόκλοιο, 240
ὅς κε τάχα Τρώων κορέει κύνας ἠδ᾽ οἰωνούς,
ὅσσον ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια μή τι πάθῃσι,
καὶ σῇ, ἐπεὶ πολέμοιο νέφος περὶ πάντα καλύπτει,
Ἕκτωρ, ἡμῖν δ᾽ αὖτ᾽ ἀναφαίνεται αἰπὺς ὄλεθρος.
ἀλλ᾽ ἄγ᾽ ἀριστῆας Δαναῶν κάλει, ἤν τις ἀκούσῃ.» 245
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος,
ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον Δαναοῖσι γεγωνώς·
«ὦ φίλοι, Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
οἵ τε παρ᾽ Ἀτρεΐδῃς, Ἀγαμέμνονι καὶ Μενελάῳ,
δήμια πίνουσιν καὶ σημαίνουσιν ἕκαστος 250
λαοῖς· ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ.
ἀργαλέον δέ μοί ἐστι διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον
ἡγεμόνων· τόσση γὰρ ἔρις πολέμοιο δέδηεν·
ἀλλά τις αὐτὸς ἴτω, νεμεσιζέσθω δ᾽ ἐνὶ θυμῷ
Πάτροκλον Τρῳῇσι κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι.» 255
Ὣς ἔφατ᾽, ὀξὺ δ᾽ ἄκουσεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας·
πρῶτος δ᾽ ἀντίος ἦλθε θέων ἀνὰ δηϊοτῆτα,
τὸν δὲ μετ᾽ Ἰδομενεὺς καὶ ὀπάων Ἰδομενῆος,
Μηριόνης, ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ.
τῶν δ᾽ ἄλλων τίς κεν ᾗσι φρεσὶν οὐνόματ᾽ εἴποι, 260
ὅσσοι δὴ μετόπισθε μάχην ἤγειραν Ἀχαιῶν;
Τρῶες δὲ προὔτυψαν ἀολλέες· ἦρχε δ᾽ ἄρ᾽ Ἕκτωρ.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῖο
βέβρυχεν μέγα κῦμα ποτὶ ῥόον, ἀμφὶ δέ τ᾽ ἄκραι
ἠϊόνες βοόωσιν ἐρευγομένης ἁλὸς ἔξω, 265
τόσσῃ ἄρα Τρῶες ἰαχῇ ἴσαν. αὐτὰρ Ἀχαιοὶ
ἕστασαν ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ ἕνα θυμὸν ἔχοντες,
φραχθέντες σάκεσιν χαλκήρεσιν· ἀμφὶ δ᾽ ἄρα σφι
λαμπρῇσιν κορύθεσσι Κρονίων ἠέρα πολλὴν
χεῦ᾽, ἐπεὶ οὐδὲ Μενοιτιάδην ἔχθαιρε πάρος γε, 270
ὄφρα ζωὸς ἐὼν θεράπων ἦν Αἰακίδαο·
μίσησεν δ᾽ ἄρα μιν δηΐων κυσὶ κύρμα γενέσθαι
Τρῳῇσιν· τῶ καί οἱ ἀμυνέμεν ὦρσεν ἑταίρους.