Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 16 στ. 168-256
Είχε ο Αχιλλέας πενήντα γρήγορα καράβια που κυβέρνα,
ο λατρευτός του Δία, σαν έφτασε στην Τροία, και στο καθένα
πενήντα παλικάρια εκάθουνταν πα στο κουπί συντρόφοι· 170
και πέντε κεφαλή τούς έβαλε ρηγάρχες μπιστεμένους
να κυβερνούν, κι αυτός βασίλευε περίσσια πάνω απ᾽ όλους.
Στον πρώτο λόχο ο λαμπροθώρακος Μενέσθιος κυβερνούσε,
του Σπερχειού, του ουρανογέννητου του ποταμού, βλαστάρι·
μια κόρη του Πηλέα τον γέννησε πανώρια, η Πολυδώρα, 175
θνητή, που με θεό κοιμήθηκε, το Σπερχειό το γαύρο,
μα γιος του Βώρου νοματίζουνταν κι αγγόνι του Περήρη·
τι αυτός την πήρε απ᾽ τον πατέρα της με μυριοπλούσια δώρα.
Στον άλλο λόχο ο γαύρος Εύδωρος αφέντευε, μιας κόρης,
της Πολυμήλας, κλεφτογέννημα, που στο χορό ηταν πρώτη, 180
του Φύλα η θυγατέρα· τι άρεσε του Αργοφονιά, ως την είδε
που στο χορό ετραγούδα κάποτε με άλλες μαζί κοπέλες
στη χάρη της χουγιάχτρας Άρτεμης της χρυσοδοξαρούσας.
Ευτύς στο ανώγι ανέβη κι έσμιξε κρυφά μαζί της τότε
ο πονηρός Ερμής, τρισεύγενον υγιό χαρίζοντάς της, 185
τον Εύδωρο, καλό στο τρέξιμο, καλό και στο κοντάρι.
Κι η θεά Λεχούσα αφού η βαρύπονη της έβγαλε το γιο της
όξω στο φως, και του ήλιου αντίκρισε την άγια λάμψη, εκείνην
ο γαύρος Εχεκλής, ο ατρόμητος του Αχτόρου υγιός, την πήρε
γυναίκα, μύρια δώρα δίνοντας, στο αρχοντικό του μέσα. 190
Και το μωρό το χαϊδανάσταινε με αγάπη ο γέρο Φύλας,
και πάντα γνοιαστικά το φρόντιζε, σαν νά ᾽ταν γιος δικός του.
Στον τρίτο λόχο ο γιος του Μαίμαλου μπήκε αρχηγός, ο γαύρος
ο Πείσαντρος, που στο κοντάρεμα ξεχώριζε απ᾽ τους άλλους,
μετά από του Αχιλλέα το σύντροφο, στους Μυρμιδόνες μέσα. 195
Κι ο γέρο αλογολάτης Φοίνικας τον τέταρτο οδηγούσε,
κι ο ψυχωμένος Αλκιμέδοντας, του Λαέρκη ο γιος, τον πέμπτο.
Κι ως όλους ο Αχιλλέας τούς χώρισε, και πήραν θέση δίπλα
στους αρχηγούς, γυρνώντας μίλησε παλικαρίσια λόγια:
«Μη λησμονήσει τις φοβέρες του κανένας, Μυρμιδόνες, 200
που για τους Τρώες εδώ πετούσατε πλάι στα γοργά καράβια,
όσο ο θυμός μου εκράτα, κι όλοι σας τα βάζατε μαζί μου:
“Γιε του Πηλέα σκληρέ, η μητέρα σου σε είχε χολή βυζάξει;
Άσπλαχνε εσύ, που τους συντρόφους σου στ᾽ άρμενα εδώ κρατάς μας
με το στανιό. Στα πελαγόδρομα λοιπόν καράβια ας μπούμε, 205
πίσω να πάμε, μια και σού ᾽πνιξε μαύρος θυμός τα σπλάχνα.”
Τέτοια όλοι σας μαζί μού λέγατε συχνά, και τώρα νά το
της μάχης πριν που λαχταρούσατε το έργο το μέγα ομπρός σας.
Ο πού ᾽χει τώρα στήθος άτρομο στους Τρώες ας πέσει απάνω!»
Αυτά ειπε, κι όλοι επήραν δύναμη και στύλωσε η καρδιά τους, 210
κι ακόμα πιο τους λόχους έσφιξαν το βασιλιά γρικώντας.
Πώς αρμοδένει τοίχο ο μάστορας με αδρές σφιγμένες πέτρες
σπιτιού αψηλού, να το αφεντεύουνε, σύντας φυσούν οι ανέμοι·
όμοια σφιχτά τα κράνη αρμόδεναν κι οι αφαλωτές ασπίδες.
Σκούδο στο σκούδο σφιχτοσμίγουνταν, κράνος στο κράνος, άντρας 215
στον άντρα, κι ως εσκύβαν, άγγιζαν στ᾽ αλογουρίσια κράνη
ψηλά τα κέρατα τα ολόλαμπρα· τόσο πυκνά αρμοδέναν.
Κι ομπρός απ᾽ όλους ο Αυτομέδοντας κι ο Πάτροκλος, ντυμένοι
μες στ᾽ άρματά τους, πηγαινόρχουνταν, με μια καρδιά κι οι δυο τους,
μπροστά απ᾽ τους Μυρμιδόνες στέκοντας να πολεμούν. Κι ωστόσο 220
μπήκε ο Αχιλλέας μες στο καλύβι του, κι ανοίγει μια κασέλα
ωριόξομπλη, που η χιοναστράγαλη τού ᾽χε απιθώσει Θέτη,
μαζί του να την πάρει, στο άρμενο, ξεχειλιστή χιτώνες
και κάπες, νά ᾽χει να ζεσταίνεται, κι ολόσγουρα κιλίμια.
Μαστορεμένη κούπα εφύλαγεν εκεί· με τούτην άλλος 225
άντρας κρασί ποτέ δεν έπινε φλογόμαυρο, και μήτε
σε άλλο θεό σπονδές επρόσφερνε, μόνο στο Δία πατέρα.
Την πήρε τότε απ᾽ την κασέλα του, την πάστρεψε με θειάφι,
με λαγαρό νερό τρεχούμενο την ξέπλυνε κατόπι,
κι ατός του ως νίφτηκε, φλογόμαυρο κρασί ανασέρνει, κι έτσι 230
μες στην αυλή του επήρε κι έσταζε κρασί, ψηλά θωρώντας,
κι έκαμε ευκή, κι ο κεραυνόχαρος τα λόγια του άκουε Δίας:
«Δία της Δωδώνης, πρωτοκύβερνε, πελασγικέ, που μένεις
μακριά, την παγερή αφεντεύοντας Δωδώνη, και τρογύρα
χαμοκειτάμενοι, ανιφτόποδοι, ζουν οι Σελλοί, οι δικοί σου 235
προφήτες· κι άλλοτε συνάκουσες την προσευκή μου εμένα
και μού ᾽δωσες τιμή, παιδεύοντας ανήλεα τους Αργίτες·
όμοια και τώρα αυτό το θέλημα μη μου το αρνιέσαι πάλε:
ατός μου εγώ στων πλοίων τη σύναξη θα μείνω τώρα πίσω,
μα τον πιστό τούς στέλνω ακράνη μου με πλήθος Μυρμιδόνες 240
να πολεμήσει. Δία βροντόλαλε, δώσ᾽ του τιμή και δόξα,
και μέσα την καρδιά του στύλωσε, που κι ο Έχτορας να μάθει,
αν τάχα ο σύντροφός μου δύνεται και μόνος μες στη μάχη
να χτυπηθεί, γιά αν τότε ανίκητα τα χέρια του μονάχα
λυσσομανούν, σύντας στον πόλεμο κι εγώ χιμώ μαζί του. 245
Μ᾽ απ᾽ τα καράβια πια τον πόλεμο και το κακό σα διώξει,
ας μου γυρίσει πίσω ανέβλαβος στα γρήγορα καράβια
με τους αντρόμαχους συντρόφους του και μ᾽ όλα τ᾽ άρματά του.»
Είπε, κι ο Δίας ο βαθυστόχαστος ακούει την προσευκή του,
κι ένα απ᾽ τα δυο ο πατέρας τού ᾽δωκε, και το άλλο τού το αρνήθη 250
να διώξει απ᾽ τα καραβιά τού ᾽δωκε και πόλεμο και μάχη,
μα νά ᾽ρθει ζωντανός τού αρνήθηκεν από τη μάχη πίσω.
Κι αφού έκαμε σπονδή κι ευκήθηκε στο Δία πατέρα εκείνος,
γυρνώντας στο καλύβι απίθωσε την κούπα στην κασέλα,
και στο καλύβι ομπρός εστάθηκε, τι λαχταρούσε πάντα 255
να βλέπει μες στον άγριο πόλεμο τους Τρώες και τους Αργίτες.
Πεντήκοντ᾽ ἦσαν νῆες θοαί, ᾗσιν Ἀχιλλεὺς
ἐς Τροίην ἡγεῖτο Διῒ φίλος· ἐν δὲ ἑκάστῃ
πεντήκοντ᾽ ἔσαν ἄνδρες ἐπὶ κληῗσιν ἑταῖροι· 170
πέντε δ᾽ ἄρ᾽ ἡγεμόνας ποιήσατο τοῖς ἐπεποίθει
σημαίνειν· αὐτὸς δὲ μέγα κρατέων ἤνασσε.
τῆς μὲν ἰῆς στιχὸς ἦρχε Μενέσθιος αἰολοθώρηξ,
υἱὸς Σπερχειοῖο, διιπετέος ποταμοῖο·
ὃν τέκε Πηλῆος θυγάτηρ, καλὴ Πολυδώρη, 175
Σπερχειῷ ἀκάμαντι, γυνὴ θεῷ εὐνηθεῖσα,
αὐτὰρ ἐπίκλησιν Βώρῳ, Περιήρεος υἷι,
ὅς ῥ᾽ ἀναφανδὸν ὄπυιε, πορὼν ἀπερείσια ἕδνα.
τῆς δ᾽ ἑτέρης Εὔδωρος ἀρήϊος ἡγεμόνευε,
παρθένιος, τὸν τίκτε χορῷ καλὴ Πολυμήλη, 180
Φύλαντος θυγάτηρ· τῆς δὲ κρατὺς Ἀργειφόντης
ἠράσατ᾽, ὀφθαλμοῖσιν ἰδὼν μετὰ μελπομένῃσιν
ἐν χορῷ Ἀρτέμιδος χρυσηλακάτου κελαδεινῆς.
αὐτίκα δ᾽ εἰς ὑπερῷ᾽ ἀναβὰς παρελέξατο λάθρῃ
Ἑρμείας ἀκάκητα, πόρεν δέ οἱ ἀγλαὸν υἱὸν 185
Εὔδωρον, πέρι μὲν θείειν ταχὺν ἠδὲ μαχητήν.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τόν γε μογοστόκος Εἰλείθυια
ἐξάγαγε πρὸ φόωσδε καὶ ἠελίου ἴδεν αὐγάς,
τὴν μὲν Ἐχεκλῆος κρατερὸν μένος Ἀκτορίδαο
ἠγάγετο πρὸς δώματ᾽, ἐπεὶ πόρε μυρία ἕδνα, 190
τὸν δ᾽ ὁ γέρων Φύλας εὖ ἔτρεφεν ἠδ᾽ ἀτίταλλεν,
ἀμφαγαπαζόμενος ὡς εἴ θ᾽ ἑὸν υἱὸν ἐόντα.
τῆς δὲ τρίτης Πείσανδρος ἀρήϊος ἡγεμόνευε
Μαιμαλίδης, ὃς πᾶσι μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν
ἔγχεϊ μάρνασθαι μετὰ Πηλεΐωνος ἑταῖρον. 195
τῆς δὲ τετάρτης ἦρχε γέρων ἱππηλάτα Φοῖνιξ,
πέμπτης δ᾽ Ἀλκιμέδων, Λαέρκεος υἱὸς ἀμύμων.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντας ἅμ᾽ ἡγεμόνεσσιν Ἀχιλλεὺς
στῆσεν ἐῢ κρίνας, κρατερὸν δ᾽ ἐπὶ μῦθον ἔτελλε·
«Μυρμιδόνες, μή τίς μοι ἀπειλάων λελαθέσθω, 200
ἃς ἐπὶ νηυσὶ θοῇσιν ἀπειλεῖτε Τρώεσσι
πάνθ᾽ ὑπὸ μηνιθμόν, καί μ᾽ ᾐτιάασθε ἕκαστος·
“σχέτλιε Πηλέος υἱέ, χόλῳ ἄρα σ᾽ ἔτρεφε μήτηρ,
νηλεές, ὃς παρὰ νηυσὶν ἔχεις ἀέκοντας ἑταίρους·
οἴκαδέ περ σὺν νηυσὶ νεώμεθα ποντοπόροισιν 205
αὖτις, ἐπεί ῥά τοι ὧδε κακὸς χόλος ἔμπεσε θυμῷ.”
ταῦτά μ᾽ ἀγειρόμενοι θάμ᾽ ἐβάζετε· νῦν δὲ πέφανται
φυλόπιδος μέγα ἔργον, ἕης τὸ πρίν γ᾽ ἐράασθε.
ἔνθα τις ἄλκιμον ἦτορ ἔχων Τρώεσσι μαχέσθω.»
Ὣς εἰπὼν ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου. 210
μᾶλλον δὲ στίχες ἄρθεν, ἐπεὶ βασιλῆος ἄκουσαν.
ὡς δ᾽ ὅτε τοῖχον ἀνὴρ ἀράρῃ πυκινοῖσι λίθοισι
δώματος ὑψηλοῖο, βίας ἀνέμων ἀλεείνων,
ὣς ἄραρον κόρυθές τε καὶ ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι.
ἀσπὶς ἄρ᾽ ἀσπίδ᾽ ἔρειδε, κόρυς κόρυν, ἀνέρα δ᾽ ἀνήρ· 215
ψαῦον δ᾽ ἱππόκομοι κόρυθες λαμπροῖσι φάλοισι
νευόντων, ὡς πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισι.
πάντων δὲ προπάροιθε δύ᾽ ἀνέρε θωρήσσοντο,
Πάτροκλός τε καὶ Αὐτομέδων, ἕνα θυμὸν ἔχοντες,
πρόσθεν Μυρμιδόνων πολεμιζέμεν. αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς 220
βῆ ῥ᾽ ἴμεν ἐς κλισίην, χηλοῦ δ᾽ ἀπὸ πῶμ᾽ ἀνέῳγε
καλῆς δαιδαλέης, τήν οἱ Θέτις ἀργυρόπεζα
θῆκ᾽ ἐπὶ νηὸς ἄγεσθαι, ἐῢ πλήσασα χιτώνων
χλαινάων τ᾽ ἀνεμοσκεπέων οὔλων τε ταπήτων.
ἔνθα δέ οἱ δέπας ἔσκε τετυγμένον, οὐδέ τις ἄλλος 225
οὔτ᾽ ἀνδρῶν πίνεσκεν ἀπ᾽ αὐτοῦ αἴθοπα οἶνον,
οὔτε τεῳ σπένδεσκε θεῶν, ὅτε μὴ Διὶ πατρί.
τό ῥα τότ᾽ ἐκ χηλοῖο λαβὼν ἐκάθηρε θεείῳ
πρῶτον, ἔπειτα δ᾽ ἔνιψ᾽ ὕδατος καλῇσι ῥοῇσι,
νίψατο δ᾽ αὐτὸς χεῖρας, ἀφύσσατο δ᾽ αἴθοπα οἶνον. 230
εὔχετ᾽ ἔπειτα στὰς μέσῳ ἕρκεϊ, λεῖβε δὲ οἶνον
οὐρανὸν εἰσανιδών· Δία δ᾽ οὐ λάθε τερπικέραυνον·
«Ζεῦ ἄνα, Δωδωναῖε, Πελασγικέ, τηλόθι ναίων,
Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ
σοὶ ναίουσ᾽ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι. 235
ἠμὲν δή ποτ᾽ ἐμὸν ἔπος ἔκλυες εὐξαμένοιο,
τίμησας μὲν ἐμέ, μέγα δ᾽ ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν,
ἠδ᾽ ἔτι καὶ νῦν μοι τόδ᾽ ἐπικρήηνον ἐέλδωρ·
αὐτὸς μὲν γὰρ ἐγὼ μενέω νηῶν ἐν ἀγῶνι,
ἀλλ᾽ ἕταρον πέμπω πολέσιν μετὰ Μυρμιδόνεσσι 240
μάρνασθαι· τῷ κῦδος ἅμα πρόες, εὐρύοπα Ζεῦ,
θάρσυνον δέ οἱ ἦτορ ἐνὶ φρεσίν, ὄφρα καὶ Ἕκτωρ
εἴσεται ἤ ῥα καὶ οἶος ἐπίστηται πολεμίζειν
ἡμέτερος θεράπων, ἦ οἱ τότε χεῖρες ἄαπτοι
μαίνονθ᾽, ὁππότ᾽ ἐγώ περ ἴω μετὰ μῶλον Ἄρηος. 245
αὐτὰρ ἐπεί κ᾽ ἀπὸ ναῦφι μάχην ἐνοπήν τε δίηται,
ἀσκηθής μοι ἔπειτα θοὰς ἐπὶ νῆας ἵκοιτο
τεύχεσί τε ξὺν πᾶσι καὶ ἀγχεμάχοις ἑτάροισιν.»
Ὣς ἔφατ᾽ εὐχόμενος, τοῦ δ᾽ ἔκλυε μητίετα Ζεύς.
τῷ δ᾽ ἕτερον μὲν δῶκε πατήρ, ἕτερον δ᾽ ἀνένευσε· 250
νηῶν μέν οἱ ἀπώσασθαι πόλεμόν τε μάχην τε
δῶκε, σόον δ᾽ ἀνένευσε μάχης ἒξ ἀπονέεσθαι.
ἤτοι ὁ μὲν σπείσας τε καὶ εὐξάμενος Διὶ πατρὶ
ἂψ κλισίην εἰσῆλθε, δέπας δ᾽ ἀπέθηκ᾽ ἐνὶ χηλῷ,
στῆ δὲ πάροιθ᾽ ἐλθὼν κλισίης, ἔτι δ᾽ ἤθελε θυμῷ 255
εἰσιδέειν Τρώων καὶ Ἀχαιῶν φύλοπιν αἰνήν.