Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 14 στ. 224-299
Τότε η θεά Αφροδίτη εγύρισε στο αρχοντικό της πίσω,
κι η Ήρα γοργά χιμάει, τ᾽ ακρόκορφα του Ολύμπου παρατώντας· 225
την Πιερία και την πασίχαρη την Ημαθία διαβαίνει
και στων Θρακών των αλογάρηδων τα χιονισμένα εχύθη
βουνά, κορφή κορφή, κι ουδ᾽ άγγιζε τη γη με τα ποδάρια.
Από τον Άθω απά στη θάλασσα περνάει την κυματούσα,
φτάνει μετά στο κάστρο που όριζεν ο θείος ο Θόας, στη Λήμνο, 230
κι εκεί ανταμώνει με του Θάνατου τον αδερφό, τον Ύπνο·
σφίγγει το χέρι του, του μίλησε κι αυτά τού λέει τα λόγια:
«Ύπνε, δυνάστη των αθάνατων και των ανθρώπων όλων,
σε πεθυμιά δικιά μου αν έστρεξες ποτέ, και τώρα πάλε
επάκουσέ με, και τη χάρη σου θα τη θυμούμαι αιώνια. 235
Τ᾽ αστραφτερά του Δία γιά κοίμισε κάτω απ᾽ τα φρύδια μάτια,
μόλις εγώ πλαγιάσω δίπλα του, τον πόθο να χαρούμε·
και δώρο εγώ θρονί ακατάλυτο, πανώριο θα σου δώσω,
χρυσό, που ο γιος μου ο χεροδύναμος με τέχνη θα σου φτιάσει,
ο Ήφαιστος, νά ᾽χει για τα λιόφωτα ποδάρια σου προσκάμνι, 240
να τ᾽ ακουμπάς μαθές απάνω του στα ξεφαντώματά σου.»
Κι ο Ύπνος ο ολόγλυκος της μίλησε κι απηλογιά τής δίνει:
«Ήρα, θεά σεβάσμια, του τρανού του Κρόνου θυγατέρα,
άλλο θεό αναιώνιο αν μού ᾽λεγες να σου κοιμίσω τώρα,
θα τό ᾽κανα εύκολα, κι ας ήτανε του ποταμού το ρέμα 245
του Ωκεανού, που η φύτρα εστάθηκε σ᾽ ολάκερη την πλάση·
όμως το Δία δε θα τον ζύγωνα, το γιο του Κρόνου, κι ούτε
εγώ ποτέ μου θα τον κοίμιζα χωρίς την προσταγή του.
Κι άλλη φορά, θυμάσαι, σ᾽ άκουσα, κι έβαλα τότε γνώση,
τη μέρα από την Τροία που αρμένιζεν εκείνος, ο αντρειωμένος 250
υγιός του Δία, των Τρώων σαν πάτησε και ρήμαξε το κάστρο.
Χύθηκα τότε γύρα ολόγλυκος στου βροντοσκουταράτου
του Δία τα φρένα και τον κοίμισα· κι εσύ κακιά εσοφίστης
δουλειά του γιου του, κι άγριο σίφουνα στη θάλασσα του ασκώνεις,
και ξεστρατίζοντας τον πέταξες στης Κως το αρχοντονήσι, 255
μακριά απ᾽ τους φίλους του. Κι ως ξύπνησε, μανιάζοντας ο Δίας
κι άλλους θεούς μες στο παλάτι του βροντοχτυπούσε, ωστόσο
ζητούσε εμένα χώρια· κι άφαντο θα μ᾽ έριχνε απ᾽ τα ουράνια
στο κύμα, η Νύχτα αν δε με γλίτωνε, που όλους, θεούς κι ανθρώπους,
δαμάζει. Αυτή με δέχτη, ως έφευγα. Κι ο Δίας, και θυμωμένος, 260
κρατήθη, τη γοργή μη θέλοντας τη Νύχτα να πικράνει.
Τώρα άλλη θέλεις ανημπόρετη δουλειά να ξανακάνω.»
Και τότε η σεβαστή τού απάντησε βοϊδόματη Ήρα κι είπε:
«Ύπνε, όλα τούτα εσύ στα φρένα σου τί τ᾽ αναδεύεις τώρα;
Ο βροντολάλος Δίας, φαντάζεσαι, τους Τρώες θα διαφεντέψει 265
σαν όπως για το γιο του εθύμωσε τον Ηρακλή μαζί μας;
Έλα, και κάποια εγώ απ᾽ τις νιότερες λέω να σου δώσω Χάρες,
που ταίρι σου ακριβό να κράζεται και να γενεί δικιά σου,
την Πασιθέα, που εσύ τη ρέγεσαι μέρα και νύχτα πάντα.»
Αυτά ειπε, κι ο Ύπνος αναγάλλιασε κι απηλογιά τής δίνει: 270
«Ομπρός, ορκίσου μου στο ανέσπλαχνο νερό της Στύγας τώρα,
τό ᾽να σου χέρι απάνω βάνοντας στη γη την πολυθρόφα,
στη λαμπαδούσα το άλλο θάλασσα, να μας γενούν μαρτύροι
όλοι οι θεοί που ζουν στα Τάρταρα βαθιά, στον Κρόνο γύρω,
αλήθεια κάποιαν απ᾽ τις νιότερες πως θα μου δώσεις Χάρες, 275
την Πασιθέα, που τόσο ρέγομαι μέρα και νύχτα πάντα.»
Αυτά ειπε, και το λόγο του άκουσεν η κρουσταλλόχερη Ήρα,
κι ορκίστη στους θεούς ως ήθελε, με τ᾽ όνομά τους όλους,
που βρίσκουνται βαθιά στα Τάρταρα και που τους λεν Τιτάνες.
Και σαν ορκίστη και ξετέλεψε τον όρκο της, αφήκαν 280
της Λήμνος και της Ίμπρος φεύγοντας το κάστρο, και κινήσαν
σε καταχνιά κρυμμένοι, γρήγορα το δρόμο να τελέψουν.
Φτάνουν στην Ίδα την πολύπηγη, των αγριμιών τη μάνα,
και στο Λεχτό τη θάλασσα άφησαν και στη στεριά πατήσαν·
και σειούνταν οι κορφές, ως όδευαν, των δέντρων κάτωθέ τους. 285
Εκεί, του Δία το μάτι θέλοντας να μην τον πάρει, εστάθη
ο Ύπνος, και σ᾽ έλατο σκαρφάλωσε πανύψηλο, που τότε
στην Ίδα εφύτρωνε κι υψώνουνταν ολόρθο στον αιθέρα.
Κει πάνω εκάθισε μες στου έλατου κρυμμένος τα κλωνάρια,
παρόμοιος με πουλί στριγγόφωνο, που στα βουνά φωλιάζει 290
και που οι θνητοί το λένε κύμιντη κι οι αθάνατοι χαλκίδα.
Κι η Ήρα κινάει και φτάνει γρήγορα στης αψηλής της Ίδας
το Γάργαρο· κι ο Δίας την ξέκρινεν ο νεφελοστοιβάχτης.
Κι όπως την είδε, ο πόθος τού ᾽ζωσε μεμιάς βαθιά τα σπλάχνα,
τρανός, σαν τότε που πρωτόσμιξαν και στο κλινάρι απάνω 295
συχνά φιλί κι αγκάλη εχαίρουνταν κρυφά από τους γονιούς τους.
Πήγε λοιπόν κι ομπρός της στάθηκε κι αυτά τής λέει τα λόγια:
«Ήρα, τί τάχα από τον Όλυμπο σ᾽ έχει εδώ πέρα φέρει;
Αμάξι δε θωρώ μηδ᾽ άλογα, για ν᾽ ανεβείς να φύγεις.»
Ἡ μὲν ἔβη πρὸς δῶμα Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη,
Ἥρη δ᾽ ἀΐξασα λίπεν ῥίον Οὐλύμποιο, 225
Πιερίην δ᾽ ἐπιβᾶσα καὶ Ἠμαθίην ἐρατεινὴν
σεύατ᾽ ἐφ᾽ ἱπποπόλων Θρῃκῶν ὄρεα νιφόεντα,
ἀκροτάτας κορυφάς· οὐδὲ χθόνα μάρπτε ποδοῖιν·
ἐξ Ἀθόω δ᾽ ἐπὶ πόντον ἐβήσετο κυμαίνοντα,
Λῆμνον δ᾽ εἰσαφίκανε, πόλιν θείοιο Θόαντος. 230
ἔνθ᾽ Ὕπνῳ ξύμβλητο, κασιγνήτῳ Θανάτοιο,
ἔν τ᾽ ἄρα οἱ φῦ χειρὶ ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
«Ὕπνε, ἄναξ πάντων τε θεῶν πάντων τ᾽ ἀνθρώπων,
ἠμὲν δή ποτ᾽ ἐμὸν ἔπος ἔκλυες, ἠδ᾽ ἔτι καὶ νῦν
πείθευ· ἐγὼ δέ κέ τοι ἰδέω χάριν ἤματα πάντα. 235
κοίμησόν μοι Ζηνὸς ὑπ᾽ ὀφρύσιν ὄσσε φαεινώ,
αὐτίκ᾽ ἐπεί κεν ἐγὼ παραλέξομαι ἐν φιλότητι.
δῶρα δέ τοι δώσω καλὸν θρόνον, ἄφθιτον αἰεί,
χρύσεον· Ἥφαιστος δέ κ᾽ ἐμὸς πάϊς ἀμφιγυήεις
τεύξει᾽ ἀσκήσας, ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει, 240
τῷ κεν ἐπισχοίης λιπαροὺς πόδας εἰλαπινάζων.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσεφώνεε νήδυμος Ὕπνος·
«Ἥρη, πρέσβα θεά, θύγατερ μεγάλοιο Κρόνοιο,
ἄλλον μέν κεν ἔγωγε θεῶν αἰειγενετάων
ῥεῖα κατευνήσαιμι, καὶ ἂν ποταμοῖο ῥέεθρα 245
Ὠκεανοῦ, ὅς περ γένεσις πάντεσσι τέτυκται·
Ζηνὸς δ᾽ οὐκ ἂν ἔγωγε Κρονίονος ἆσσον ἱκοίμην,
οὐδὲ κατευνήσαιμ᾽, ὅτε μὴ αὐτός γε κελεύοι.
ἤδη γάρ με καὶ ἄλλο τεὴ ἐπίνυσσεν ἐφετμή,
ἤματι τῷ ὅτε κεῖνος ὑπέρθυμος Διὸς υἱὸς 250
ἔπλεεν Ἰλιόθεν, Τρώων πόλιν ἐξαλαπάξας.
ἤτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο
νήδυμος ἀμφιχυθείς· σὺ δέ οἱ κακὰ μήσαο θυμῷ,
ὄρσασ᾽ ἀργαλέων ἀνέμων ἐπὶ πόντον ἀήτας,
καί μιν ἔπειτα Κόωνδ᾽ εὖ ναιομένην ἀπένεικας, 255
νόσφι φίλων πάντων. ὁ δ᾽ ἐπεγρόμενος χαλέπαινε,
ῥιπτάζων κατὰ δῶμα θεούς, ἐμὲ δ᾽ ἔξοχα πάντων
ζήτει· καί κέ μ᾽ ἄϊστον ἀπ᾽ αἰθέρος ἔμβαλε πόντῳ,
εἰ μὴ Νὺξ δμήτειρα θεῶν ἐσάωσε καὶ ἀνδρῶν·
τὴν ἱκόμην φεύγων, ὁ δὲ παύσατο χωόμενός περ. 260
ἅζετο γὰρ μὴ Νυκτὶ θοῇ ἀποθύμια ἕρδοι.
νῦν αὖ τοῦτό μ᾽ ἄνωγας ἀμήχανον ἄλλο τελέσσαι.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε βοῶπις πότνια Ἥρη·
«Ὕπνε, τίη δὲ σὺ ταῦτα μετὰ φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς;
ἦ φῂς ὣς Τρώεσσιν ἀρηξέμεν εὐρύοπα Ζῆν 265
ὡς Ἡρακλῆος περιχώσατο παῖδος ἑοῖο;
ἀλλ᾽ ἴθ᾽, ἐγὼ δέ κέ τοι Χαρίτων μίαν ὁπλοτεράων
δώσω ὀπυιέμεναι καὶ σὴν κεκλῆσθαι ἄκοιτιν,
[Πασιθέην, ἧς αἰὲν ἱμείρεαι ἤματα πάντα.]»
Ὣς φάτο, χήρατο δ᾽ Ὕπνος, ἀμειβόμενος δὲ προσηύδα· 270
«ἄγρει νῦν μοι ὄμοσσον ἀάατον Στυγὸς ὕδωρ,
χειρὶ δὲ τῇ ἑτέρῃ μὲν ἕλε χθόνα πουλυβότειραν,
τῇ δ᾽ ἑτέρῃ ἅλα μαρμαρέην, ἵνα νῶϊν ἅπαντες
μάρτυροι ὦσ᾽ οἱ ἔνερθε θεοὶ Κρόνον ἀμφὶς ἐόντες,
ἦ μὲν ἐμοὶ δώσειν Χαρίτων μίαν ὁπλοτεράων, 275
Πασιθέην, ἧς τ᾽ αὐτὸς ἐέλδομαι ἤματα πάντα.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε θεὰ λευκώλενος Ἥρη,
ὄμνυε δ᾽ ὡς ἐκέλευε, θεοὺς δ᾽ ὀνόμηνεν ἅπαντας
τοὺς ὑποταρταρίους, οἳ Τιτῆνες καλέονται.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον, 280
τὼ βήτην Λήμνου τε καὶ Ἴμβρου ἄστυ λιπόντε,
ἠέρα ἑσσαμένω, ῥίμφα πρήσσοντε κέλευθον.
Ἴδην δ᾽ ἱκέσθην πολυπίδακα, μητέρα θηρῶν,
Λεκτόν, ὅθι πρῶτον λιπέτην ἅλα· τὼ δ᾽ ἐπὶ χέρσου
βήτην, ἀκροτάτη δὲ ποδῶν ὕπο σείετο ὕλη. 285
ἔνθ᾽ Ὕπνος μὲν ἔμεινε πάρος Διὸς ὄσσε ἰδέσθαι,
εἰς ἐλάτην ἀναβὰς περιμήκετον, ἣ τότ᾽ ἐν Ἴδῃ
μακροτάτη πεφυυῖα δι᾽ ἠέρος αἰθέρ᾽ ἵκανεν·
ἔνθ᾽ ἧστ᾽ ὄζοισιν πεπυκασμένος εἰλατίνοισιν,
ὄρνιθι λιγυρῇ ἐναλίγκιος, ἥν τ᾽ ἐν ὄρεσσι 290
χαλκίδα κικλήσκουσι θεοί, ἄνδρες δὲ κύμινδιν.
Ἥρη δὲ κραιπνῶς προσεβήσετο Γάργαρον ἄκρον
Ἴδης ὑψηλῆς· ἴδε δὲ νεφεληγερέτα Ζεύς.
ὡς δ᾽ ἴδεν, ὥς μιν ἔρως πυκινὰς φρένας ἀμφεκάλυψεν,
οἷον ὅτε πρῶτόν περ ἐμισγέσθην φιλότητι, 295
εἰς εὐνὴν φοιτῶντε, φίλους λήθοντε τοκῆας.
στῆ δ᾽ αὐτῆς προπάροιθεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
«Ἥρη, πῇ μεμαυῖα κατ᾽ Οὐλύμπου τόδ᾽ ἱκάνεις;
ἵπποι δ᾽ οὐ παρέασι καὶ ἅρματα, τῶν κ᾽ ἐπιβαίης.»