Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 13 στ. 231-310
Κι ο Ποσειδώνας τού αποκρίθηκεν ο κοσμοσείστης τότε:
«Ποτέ του, Ιδομενέα, στον τόπο του να μη διαγείρει εκείνος,
μόνο εδωπέρα το κουφάρι του να το χαρούν οι σκύλοι,
όποιος χωρίς κουράγιο σήμερα θα βγεί να πολεμήσει.
Μόν᾽ έλα τώρα, πάρε τ᾽ άρματα κι ομπρός, τι σφίγγει η ανάγκη, 235
κάτι καλό να ιδούμε αν θά ᾽βγαινε κι από τους δυο μας μόνο·
κι οι πιο αχαμνοί, σαν πουν να σμίξουνε, κάτι θα κάνουν πάντα·
κι εμείς να χτυπηθούμε ξέρουμε, θαρρώ, και μ᾽ αντρειωμένους!»
Ως είπε αυτά ο θεός, στο αντρίστικο γυρνά ξανά το απάλε·
κι ο Ιδομενέας, ως στο καλόφτιαστο καλύβι του ήρθε, πήρε 240
κι εντύθη τα πανώρια του άρματα, κι αρπώντας δυο κοντάρια
κινάει και φεύγει, ως αστροπέλεκο, που ο γιος του Κρόνου παίρνει
στο χέρι και απ᾽ το διάφεγγο Όλυμπο στη γη τινάζει κάτω
―σημάδι στους θνητούς― κι η λάμψη του ξαστράφτει πέρα ως πέρα·
όμοια έφεγγε ο χαλκός στα στήθη του τρογύρα, ως εδρομούσε. 245
Εκεί ο τρανός αμαξολάτης του τον έσμιξε Μηριόνης,
πλάι στο καλύβι ακόμα· επήγαινε για χάλκινο κοντάρι.
Και τότε ο Ιδομενέας ο αντρόκαρδος του μίλησε και τού ᾽πε:
«Του Μόλου υγιέ, Μηριόνη, γρήγορε και γκαρδιακέ μου ακράνη,
τί ήρθες εδώ, σφαγή και πόλεμο στη μέση απαρατώντας; 250
Από σαγίτα μη λαβώθηκες και σε σουβλίζει ο πόνος;
Μήπως μαντάτο κάποιο φέρνεις μου; Μήτε κι εγώ το θέλω
να κάθουμαι έτσι στο καλύβι μου, μόνο να μπώ στη μάχη.»
Κι ο μυαλωμένος τού αποκρίθηκε Μηριόνης τότε κι είπε:
«Ιδομενέα, των χαλκοθώρακων των Κρητικών ρηγάρχη, 255
ήρθα, κοντάρι ακόμα αν έμεινε κανένα στα καλύβια,
να πάρω να κρατώ· τι τό ᾽σπασα το πού ᾽χα πριν στο χέρι,
του τρανοκαυκησιάρη Δήφοβου βαρώντας το σκουτάρι.»
Κι ο Ιδομενέας τού απηλογήθηκε, των Κρητικών ο ρήγας:
«Κοντάρια αν θέλεις, κι ένα κι είκοσι μες στο καλύβι θά ᾽βρεις, 260
ορθά να στέκουνται, κατάντικρα στο στραφτερό τον τοίχο,
τρωαδίτικα, που απ᾽ όσους σκότωσα τα κούρσεψα· τι αλάργα
απ᾽ τους οχτρούς εγώ δε στέκομαι, θαρρώ, καθώς χτυπιέμαι·
γι᾽ αυτό και αφαλωτά μού βρίσκουνται σκουτάρια και κοντάρια,
κι έχω και κράνη, έχω και θώρακες στραφταλιστούς, που λάμπουν.» 265
Κι ο μυαλωμένος τού αποκρίθηκε Μηριόνης τότε κι είπε:
«Έχω κι εγώ στο μαύρο μου άρμενο και στο καλύβι κούρσα
πολλά απ᾽ τους Τρώες, όμως δε βρίσκουνται κοντά για να τα πάρω·
τι ούτε κι εγώ, θαρρώ, την ξέχασα ποτέ την αντριγιά μου.
Μέσα στους πρώτους πρώτους στέκομαι στη δοξαντρούσα μάχη, 270
κάθε φορά που ανοίξει ο πόλεμος κι η χλαλοή του ανάψει.
Άλλος μπορεί από τους χαλκάρματους Αργίτες να μην είδε
πώς πολεμώ, μα εσύ, απεικάζομαι, το ξέρεις μοναχός σου.»
Κι ο Ιδομενέας τού απηλογήθηκε, των Κρητικών ο ρήγας:
«Την ξέρω την αντρειά σου· ανώφελα τί μου την κουβεντιάζεις; 275
Στα πλοία μιαν ώρα αν ξεχωρίζαμε να πάμε σε καρτέρι
οι πιο αντρειωμένοι ―εδώ που δείχνεται του ανθρώπου το κουράγιο,
και ποιός είναι αντρειανός ανέσφαλτα και ποιός κιοτής ξεκρίνεις·
τι του κιοτή θωρείς το πρόσωπο που όλο κι αλλάζει χρώμα,
κι ουδ᾽ έχει στην ψυχή του ανάκαρα να κάτσει σ᾽ έναν τόπο, 280
μόν᾽ όλο μεταλλάζει, ως κάθεται, στό ᾽να και στ᾽ άλλο πόδι,
και μες στα στήθη του με δύναμη κλωτσάει η καρδιά, το Χάρο
το μαύρο ως βλέπει μπρος στα μάτια του, και του χτυπούν τα δόντια·
μα του αντρειανού μηδέ το πρόσωπο χλωμιαίνει, ουδέ και τόσο
φοβάται, μια και βρει τη θέση του και κάτσει στο καρτέρι, 285
μόν᾽ λαχταράει μιαν ώρα αρχύτερα πότε θα᾽ ρθούν στα χέρια―
εκεί και ποιός δε θα καμάρωνε την αντριγιά σου τάχα;
Κι αν σε κοντάριζαν, κι αν σού ᾽ριχναν από κοντά στη μάχη,
ποτέ η ριξιά τους δε θα σ᾽ έβρισκε στο σβέρκο ουδέ στην πλάτη·
μπρος στην κοιλιά θα σε πετύχαινε γιά και στα στήθια, σύντας 290
χιμάς εκεί που οι πρόμαχοι έστησαν γλυκό κουβεντολόγι.
Μόν᾽ έλα τώρα, ας μη στεκόμαστε και σαν παιδιά μιλούμε,
μη μας ακούσουν και θυμώνοντας τα βάλουνε μαζί μας·
έμπα μονάχα στο καλύβι μου και διάλεξε κοντάρι.»
Αυτά ειπε, κι ο Μηριόνης γρήγορα, σαν το γοργό τον Άρη, 295
με βιάση απ᾽ το καλύβι χάλκινο κοντάρι αρπάζει, κι έτσι
στου Ιδομενέα τ᾽ αχνάρια ετράβηξε, κι είχε στο νου το απάλε.
Πώς ο Άρης τρέχει ο αιματοστάλαχτος στον πόλεμο, κι ο Τρόμος,
ο γιος του ο αντρόκαρδος κι αφόβητος, τον ακλουθάει ξοπίσω,
που και τον πιο αντρειανό πολέμαρχο τον ρίχνει στη φευγάλα, 300
από τη Θράκη ως παν στους Έφυρους αρματωμένοι οι δυο τους,
και στους τρανούς Φλεγύες, κι ουδ᾽ άκουσαν μαζί τα παρακάλια
και των δυονώ, μόν᾽ σ᾽ έναν χάρισαν από τους δυο τη νίκη·
παρόμοια οι δυο αρχηγοί στον πόλεμο τραβούσαν, ο Μηριόνης
κι ο Ιδομενέας, ζωσμένοι στ᾽ άρματα, που ξάστραφτε ο χαλκός τους. 305
Και πρώτος ο Μηριόνης μίλησε και λέει στο σύντροφό του:
«Του Δευκαλίωνα γιε, πού θά ᾽θελες να μπείς στη μάχη τώρα;
Τάχα δεξιά μεριά απ᾽ τ᾽ ασκέρι μας γιά και στη μέση μήπως,
γιά και ζερβά; τι αλλού από πόλεμο δεν έχουν τόση ανάγκη
οι Αργίτες πουθενά οι μακρόμαλλοι, καθώς εκεί, λογιάζω.» 310
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Ποσειδάων ἐνοσίχθων·
«Ἰδομενεῦ, μὴ κεῖνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν
ἐκ Τροίης, ἀλλ᾽ αὖθι κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο,
ὅς τις ἐπ᾽ ἤματι τῷδε ἑκὼν μεθίῃσι μάχεσθαι.
ἀλλ᾽ ἄγε τεύχεα δεῦρο λαβὼν ἴθι· ταῦτα δ᾽ ἅμα χρὴ 235
σπεύδειν, αἴ κ᾽ ὄφελός τι γενώμεθα καὶ δύ᾽ ἐόντε.
συμφερτὴ δ᾽ ἀρετὴ πέλει ἀνδρῶν καὶ μάλα λυγρῶν
νῶϊ δὲ καί κ᾽ ἀγαθοῖσιν ἐπισταίμεσθα μάχεσθαι.»
Ὣς εἰπὼν ὁ μὲν αὖτις ἔβη θεὸς ἂμ πόνον ἀνδρῶν·
Ἰδομενεὺς δ᾽ ὅτε δὴ κλισίην εὔτυκτον ἵκανε 240
δύσετο τεύχεα καλὰ περὶ χροΐ, γέντο δὲ δοῦρε,
βῆ δ᾽ ἴμεν ἀστεροπῇ ἐναλίγκιος, ἥν τε Κρονίων
χειρὶ λαβὼν ἐτίναξεν ἀπ᾽ αἰγλήεντος Ὀλύμπου,
δεικνὺς σῆμα βροτοῖσιν· ἀρίζηλοι δέ οἱ αὐγαί·
ὣς τοῦ χαλκὸς ἔλαμπε περὶ στήθεσσι θέοντος. 245
Μηριόνης δ᾽ ἄρα οἱ θεράπων ἐῢς ἀντεβόλησεν
ἐγγὺς ἔτι κλισίης· μετὰ γὰρ δόρυ χάλκεον ᾔει
οἰσόμενος· τὸν δὲ προσέφη σθένος Ἰδομενῆος·
«Μηριόνη, Μόλου υἱέ, πόδας ταχύ, φίλταθ᾽ ἑταίρων,
τίπτ᾽ ἦλθες πόλεμόν τε λιπὼν καὶ δηϊοτῆτα; 250
ἠέ τι βέβληαι, βέλεος δέ σε τείρει ἀκωκή,
ἦέ τευ ἀγγελίης μετ᾽ ἔμ᾽ ἤλυθες; οὐδέ τοι αὐτὸς
ἧσθαι ἐνὶ κλισίῃσι λιλαίομαι, ἀλλὰ μάχεσθαι.»
Τὸν δ᾽ αὖ Μηριόνης πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«Ἰδομενεῦ, Κρητῶν βουληφόρε χαλκοχιτώνων, 255
ἔρχομαι, εἴ τί τοι ἔγχος ἐνὶ κλισίῃσι λέλειπται,
οἰσόμενος· τό νυ γὰρ κατεάξαμεν, ὃ πρὶν ἔχεσκον,
ἀσπίδα Δηϊφόβοιο βαλὼν ὑπερηνορέοντος.»
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἰδομενεύς, Κρητῶν ἀγός, ἀντίον ηὔδα·
«δούρατα δ᾽, αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα, καὶ ἓν καὶ εἴκοσι δήεις 260
ἑσταότ᾽ ἐν κλισίῃ πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα,
Τρώϊα, τὰ κταμένων ἀποαίνυμαι· οὐ γὰρ ὀΐω
ἀνδρῶν δυσμενέων ἑκὰς ἱστάμενος πολεμίζειν.
τῶ μοι δούρατά τ᾽ ἔστι καὶ ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι,
καὶ κόρυθες καὶ θώρηκες λαμπρὸν γανόωντες.» 265
Τὸν δ᾽ αὖ Μηριόνης πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«καί τοι ἐμοὶ παρά τε κλισίῃ καὶ νηῒ μελαίνῃ
πόλλ᾽ ἔναρα Τρώων· ἀλλ᾽ οὐ σχεδόν ἐστιν ἑλέσθαι.
οὐδὲ γὰρ οὐδ᾽ ἐμέ φημι λελασμένον ἔμμεναι ἀλκῆς,
ἀλλὰ μετὰ πρώτοισι μάχην ἀνὰ κυδιάνειραν 270
ἵσταμαι, ὁππότε νεῖκος ὀρώρηται πολέμοιο.
ἄλλον πού τινα μᾶλλον Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων
λήθω μαρνάμενος, σὲ δὲ ἴδμεναι αὐτὸν ὀΐω.»
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἰδομενεύς, Κρητῶν ἀγός, ἀντίον ηὔδα·
«οἶδ᾽ ἀρετὴν οἷός ἐσσι· τί σε χρὴ ταῦτα λέγεσθαι; 275
εἰ γὰρ νῦν παρὰ νηυσὶ λεγοίμεθα πάντες ἄριστοι
ἐς λόχον, ἔνθα μάλιστ᾽ ἀρετὴ διαείδεται ἀνδρῶν,
ἔνθ᾽ ὅ τε δειλὸς ἀνὴρ ὅς τ᾽ ἄλκιμος ἐξεφαάνθη·
τοῦ μὲν γάρ τε κακοῦ τρέπεται χρὼς ἄλλυδις ἄλλῃ,
οὐδέ οἱ ἀτρέμας ἧσθαι ἐρητύετ᾽ ἐν φρεσὶ θυμός, 280
ἀλλὰ μετοκλάζει καὶ ἐπ᾽ ἀμφοτέρους πόδας ἵζει,
ἐν δέ τέ οἱ κραδίη μεγάλα στέρνοισι πατάσσει
κῆρας ὀϊομένῳ, πάταγος δέ τε γίγνετ᾽ ὀδόντων·
τοῦ δ᾽ ἀγαθοῦ οὔτ᾽ ἂρ τρέπεται χρὼς οὔτε τι λίην
ταρβεῖ, ἐπειδὰν πρῶτον ἐσίζηται λόχον ἀνδρῶν, 285
ἀρᾶται δὲ τάχιστα μιγήμεναι ἐν δαῒ λυγρῇ·
οὐδέ κεν ἔνθα τεόν γε μένος καὶ χεῖρας ὄνοιτο.
εἴ περ γάρ κε βλεῖο πονεύμενος ἠὲ τυπείης,
οὐκ ἂν ἐν αὐχέν᾽ ὄπισθε πέσοι βέλος οὐδ᾽ ἐνὶ νώτῳ,
ἀλλά κεν ἢ στέρνων ἢ νηδύος ἀντιάσειε 290
πρόσσω ἱεμένοιο μετὰ προμάχων ὀαριστύν.
ἀλλ᾽ ἄγε, μηκέτι ταῦτα λεγώμεθα νηπύτιοι ὣς
ἑσταότες, μή πού τις ὑπερφιάλως νεμεσήσῃ·
ἀλλὰ σύ γε κλισίηνδε κιὼν ἕλευ ὄβριμον ἔγχος.»
Ὣς φάτο, Μηριόνης δὲ θοῷ ἀτάλαντος Ἄρηϊ 295
καρπαλίμως κλισίηθεν ἀνείλετο χάλκεον ἔγχος,
βῆ δὲ μετ᾽ Ἰδομενῆα μέγα πτολέμοιο μεμηλώς.
οἷος δὲ βροτολοιγὸς Ἄρης πόλεμόνδε μέτεισι,
τῷ δὲ Φόβος φίλος υἱὸς ἅμα κρατερὸς καὶ ἀταρβὴς
ἕσπετο, ὅς τ᾽ ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν· 300
τὼ μὲν ἄρ᾽ ἐκ Θρῄκης Ἐφύρους μέτα θωρήσσεσθον,
ἠὲ μετὰ Φλεγύας μεγαλήτορας· οὐδ᾽ ἄρα τώ γε
ἔκλυον ἀμφοτέρων, ἑτέροισι δὲ κῦδος ἔδωκαν·
τοῖοι Μηριόνης τε καὶ Ἰδομενεύς, ἀγοὶ ἀνδρῶν,
ἤϊσαν ἐς πόλεμον κεκορυθμένοι αἴθοπι χαλκῷ. 305
τὸν καὶ Μηριόνης πρότερος πρὸς μῦθον ἔειπε·
«Δευκαλίδη, πῇ τ᾽ ἂρ μέμονας καταδῦναι ὅμιλον;
ἢ ἐπὶ δεξιόφιν παντὸς στρατοῦ, ἦ ἀνὰ μέσσους,
ἦ ἐπ᾽ ἀριστερόφιν; ἐπεὶ οὔ ποθι ἔλπομαι οὕτω
δεύεσθαι πολέμοιο κάρη κομόωντας Ἀχαιούς.» 310