Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 12 στ. 251-328
Ως είπε τούτα, ομπρός ετράβηξε, κι οι επίλοιποι ακλουθούσαν
με αχό τρανό, κι ο κεραυνόχαρος ο Δίας από την Ίδα
ανεμοτάραχο ξεσήκωσε, και στα καράβια πάνω
γραμμή τον κουρνιαχτό ξαπόστελνε, κι απ᾽ τους Αργίτες όλους
πήρε το νου, των Τρώων και του Έχτορα τη δόξα να τρανέψει. 255
Στο θείο σημάδι αυτό θαρρεύοντας και στα δικά τους χέρια
το μέγα καστροτείχι επάλευαν των Αχαιών να σπάσουν·
των πύργων τ᾽ αγκωνάρια εγκρέμιζαν, χαλνούσαν τα μπροστήθια,
στα δυναμάρια που ξεπρόβελναν βάζαν λοστούς, που τά ᾽χαν
χτίσει οι Αχαιοί μπρος στο καστρότειχο, για να βαστούν τους πύργους. 260
Αυτά τραβούσαν απαντέχοντας των Αχαιών να σπάσουν
το καστροτείχι· μα δεν έκαναν κι οι Αργίτες πίσω ακόμα,
μόν᾽ φράζοντας με τα σκουτάρια τους των πύργων τα μπροστήθια,
πα στους οχτρούς, που στο καστρότειχο σιμώναν, κονταρεύαν.
Οι Αίαντες οι δυο μαζί τριγύριζαν στους πύργους πάνω ωστόσο, 265
όλο φωνές, καρδιά γυρεύοντας να δώσουν στους Αργίτες·
σ᾽ άλλον γλυκά εμιλούσαν, μάλωναν τον άλλο με άγρια λόγια,
που τον εβλέπαν πως εδείλιαζε πολύ να πολεμήσει:
«Αργίτες σύντροφοι, κι οι ξέχωροι κι οι μεσιακοί κι οι σκάρτοι
―τι όλοι μαθές ποτέ δε γίνεται ν᾽ αξίζουμε ίσια κι όμοια 270
στον πόλεμο― δουλειά ειναι σήμερα πολλή για τον καθένα.
Και μοναχοί σας πια το βλέπετε· κανένας στα καράβια
πίσω μη φύγει, του ρηγάρχη του σα γρίκησε τα λόγια,
μόνο μπροστά τραβάτε δίνοντας ο ένας του αλλού κουράγιο,
ο Δίας ο ολύμπιος, ο αστραπόχαρος, αν ίσως δώσει, πίσω 275
στο κάστρο τους οχτρούς να διώξουμε νικώντας την ορμή τους.»
Έτσι έσκουζαν οι δυο γκαρδιώνοντας τους Αχαιούς στη μάχη·
κι εκείνοι, ως όταν μεσοχείμωνα πυκνό πυκνό το χιόνι
πέφτει, τη μέρα που ο βαθύγνωμος ο Δίας κινάει και ρίχνει,
να δείξει τις δικές του θέλοντας σαγίτες στους ανθρώπους· 280
κι αφού κοιμίσει όλους τους άνεμους, αλάγιαστα χιονίζει,
ως να σκεπάσει των ορθόψηλων βουνών κορφές και ράχες,
χωράφια των θνητών πολύκαρπα και κάμπους με τριφύλλι,
και δίπλα στην ψαριά τη θάλασσα γιαλούς, λιμάνια πνίγει·
και μοναχά το κύμα σπάζοντας το διώχνει, μα όλα τ᾽ άλλα 285
σκεπάζουνται, του Δία σαν πλάκωσε κακοκαιριά μεγάλη·
όμοια πυκνές κι οι πέτρες έπεφταν δώθε και κείθε τότε,
δώθε στους Τρώες, κείθε απ᾽ τα χέρια τους απάνω στους Αργίτες,
ως εχτυπιούνταν· κι αντιβρόνταγε το καστροτείχι ως πάνω.
Όμως οι Τρώες κι ο μέγας Έχτορας τις πόρτες τότε ακόμα 290
και την αμπάρα του καστρότειχου δε θά ᾽σπαζαν, το γιο του
αν δεν ξεσήκωνε ο βαθύγνωμος ο Δίας, το Σαρπηδόνα,
λιόντα σε βόδια στρουφοκέρατα, να πέσει στους Αργίτες.
Κι άσκωσε ευτύς το ολούθε ισόκυκλο χαλκό σκουτάρι ομπρός του,
το σφυροχτυπητό, το πάγκαλο, χαλκιάς που τό ᾽χε φτιάσει, 295
και μέσα του τομάρια ετέντωσε βοδιών πολλά, σε πήχες
πάνω χρυσές ραμμένα, πού ᾽φταναν του σκουταριού το γύρο.
Τούτο λοιπόν μπροστά του ασκώνοντας και δυο κοντάρια σειώντας
κινούσε, λιόντας λες βουνόθρεφτος, το κρέας που τού ᾽χει λείψει
από καιρό πολύ, κι η πέρφανη τον έσπρωξε καρδιά του 300
αρνίσιο κρέας να φάει, και χίμιξε σε στέριο λιθομάντρι.
Κι ακόμα αν είναι τους βοσκάρηδες ξυπνούς να βρεί μπροστά του,
με τα σκυλιά και τα κοντάρια τους στ᾽ αρνιά το νου τους νά ᾽χουν,
πάλε δε θέλησε αδοκίμαστα να φύγει από τη μάντρα,
μόνο πηδώντας γιά κατάφερε ν᾽ αρπάξει αρνί, γιά πάλε 305
πιδέξιο χέρι τον κοντάρεψε κι εκεί νεκρό τον ρίχνει·
όμοια η ψυχή και τότε ασκώθηκε του ισόθεου Σαρπηδόνα,
πέφτοντας πάνω στο καστρότειχο να σπάσει τα μπροστήθια.
Στό Γλαύκο ευτύς, στο γιο του Ιππόλοχου, γυρνά και συντυχαίνει:
«Γλαύκο, γιατί σε τόσο ξέχωρη τιμή τους δυο μας έχουν, 310
με κρέατα, με ποτήρια ξέχειλα, πα στην κορφή της τάβλας,
μες στη Λυκία, κι ο κόσμος σύψυχος σάμπως θεούς μάς έχει;
Τρανό μετόχι μάς εχάρισαν στους όχτους πλάι του Ξάνθου
να το χαιρόμαστε, πανέμορφο, με αμπέλια, με χωράφια.
Γι᾽ αυτό πρεπό ᾽ναι να στεκόμαστε μέσα στους πρώτους τώρα 315
απ᾽ τους Λυκιώτες, και να πέφτουμε μες στη φωτιά της μάχης.
Τούτα να πει κάποιος χαλκόφραχτος Λυκιώτης βλέποντάς μας:
“Αλήθεια, ανάξια οι βασιλιάδες μας δε ρηγαδεύουν, όχι,
μες στη Λυκία, δεν τρώνε ανώφελα και τα παχιά τ᾽ αρνιά μας
και πίνουν και κρασί μελόγλυκο, τι έχουν αντρειά περίσσια, 320
και μες στους πρώτους πρώτους μάχουνται Λυκιώτες εδώ πέρα.”
Καλέ μου, αν ήταν απ᾽ τον πόλεμο ξεφεύγοντας ετούτον
εμείς αγέραστοι κι αθάνατοι να ζήσουμε αναιώνια,
μήτε κι εγώ μαθές ανάμεσα στους πρώτους θα χτυπιόμουν,
μήτε να μπείς και σένα θά ᾽σπρωχνα στη δοξαντρούσα μάχη. 325
Μα τώρα έτσι κι αλλιώς μας ζώνουνε του χάρου οι Λάμιες όλους,
αρίφνητες· θνητός δε δύνεται να τις ξεφύγει. Πάμε
να ιδούμε κάποιο αν θα δοξάσουμε γιά αν μας δοξάσει κάποιος!»
Ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο, τοὶ δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο
ἠχῇ θεσπεσίῃ· ἐπὶ δὲ Ζεὺς τερπικέραυνος
ὦρσεν ἀπ᾽ Ἰδαίων ὀρέων ἀνέμοιο θύελλαν,
ἥ ῥ᾽ ἰθὺς νηῶν κονίην φέρεν· αὐτὰρ Ἀχαιῶν
θέλγε νόον, Τρωσὶν δὲ καὶ Ἕκτορι κῦδος ὄπαζε. 255
τοῦ περ δὴ τεράεσσι πεποιθότες ἠδὲ βίηφι
ῥήγνυσθαι μέγα τεῖχος Ἀχαιῶν πειρήτιζον.
κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον, καὶ ἔρειπον ἐπάλξεις,
στήλας τε προβλῆτας ἐμόχλεον, ἃς ἄρ᾽ Ἀχαιοὶ
πρώτας ἐν γαίῃ θέσαν ἔμμεναι ἔχματα πύργων. 260
τὰς οἵ γ᾽ αὐέρυον, ἔλποντο δὲ τεῖχος Ἀχαιῶν
ῥήξειν· οὐδέ νύ πω Δαναοὶ χάζοντο κελεύθου,
ἀλλ᾽ οἵ γε ῥινοῖσι βοῶν φράξαντες ἐπάλξεις
βάλλον ἀπ᾽ αὐτάων δηΐους ὑπὸ τεῖχος ἰόντας.
Ἀμφοτέρω δ᾽ Αἴαντε κελευτιόωντ᾽ ἐπὶ πύργων 265
πάντοσε φοιτήτην, μένος ὀτρύνοντες Ἀχαιῶν.
ἄλλον μειλιχίοις, ἄλλον στερεοῖς ἐπέεσσι
νείκεον, ὅν τινα πάγχυ μάχης μεθιέντα ἴδοιεν·
«ὦ φίλοι, Ἀργείων ὅς τ᾽ ἔξοχος ὅς τε μεσήεις
ὅς τε χερειότερος, ἐπεὶ οὔ πω πάντες ὁμοῖοι 270
ἀνέρες ἐν πολέμῳ, νῦν ἔπλετο ἔργον ἅπασι·
καὶ δ᾽ αὐτοὶ τόδε που γιγνώσκετε. μή τις ὀπίσσω
τετράφθω ποτὶ νῆας ὁμοκλητῆρος ἀκούσας,
ἀλλὰ πρόσω ἵεσθε καὶ ἀλλήλοισι κέλεσθε,
αἴ κε Ζεὺς δώῃσιν Ὀλύμπιος ἀστεροπητὴς 275
νεῖκος ἀπωσαμένους δηΐους προτὶ ἄστυ δίεσθαι.»
Ὣς τώ γε προβοῶντε μάχην ὤτρυνον Ἀχαιῶν.
τῶν δ᾽, ὥς τε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαὶ
ἤματι χειμερίῳ, ὅτε τ᾽ ὤρετο μητίετα Ζεὺς
νιφέμεν, ἀνθρώποισι πιφαυσκόμενος τὰ ἃ κῆλα· 280
κοιμήσας δ᾽ ἀνέμους χέει ἔμπεδον, ὄφρα καλύψῃ
ὑψηλῶν ὀρέων κορυφὰς καὶ πρώονας ἄκρους
καὶ πεδία λωτοῦντα καὶ ἀνδρῶν πίονα ἔργα,
καί τ᾽ ἐφ᾽ ἁλὸς πολιῆς κέχυται λιμέσιν τε καὶ ἀκταῖς,
κῦμα δέ μιν προσπλάζον ἐρύκεται· ἄλλά τε πάντα 285
εἴλυται καθύπερθ᾽, ὅτ᾽ ἐπιβρίσῃ Διὸς ὄμβρος·
ὣς τῶν ἀμφοτέρωσε λίθοι πωτῶντο θαμειαί,
αἱ μὲν ἄρ᾽ ἐς Τρῶας, αἱ δ᾽ ἐκ Τρώων ἐς Ἀχαιούς,
βαλλομένων· τὸ δὲ τεῖχος ὕπερ πᾶν δοῦπος ὀρώρει.
Οὐδ᾽ ἄν πω τότε γε Τρῶες καὶ φαίδιμος Ἕκτωρ 290
τείχεος ἐρρήξαντο πύλας καὶ μακρὸν ὀχῆα,
εἰ μὴ ἄρ᾽ υἱὸν ἑὸν Σαρπηδόνα μητίετα Ζεὺς
ὦρσεν ἐπ᾽ Ἀργείοισι, λέονθ᾽ ὣς βουσὶν ἕλιξιν.
αὐτίκα δ᾽ ἀσπίδα μὲν πρόσθ᾽ ἔσχετο πάντοσ᾽ ἐΐσην,
καλὴν χαλκείην ἐξήλατον, ἣν ἄρα χαλκεὺς 295
ἤλασεν, ἔντοσθεν δὲ βοείας ῥάψε θαμειὰς
χρυσείῃς ῥάβδοισι διηνεκέσιν περὶ κύκλον.
τὴν ἄρ᾽ ὅ γε πρόσθε σχόμενος, δύο δοῦρε τινάσσων,
βῆ ῥ᾽ ἴμεν ὥς τε λέων ὀρεσίτροφος, ὅς τ᾽ ἐπιδευὴς
δηρὸν ἔῃ κρειῶν, κέλεται δέ ἑ θυμὸς ἀγήνωρ 300
μήλων πειρήσοντα καὶ ἐς πυκινὸν δόμον ἐλθεῖν·
εἴ περ γάρ χ᾽ εὕρῃσι παρ᾽ αὐτόφι βώτορας ἄνδρας
σὺν κυσὶ καὶ δούρεσσι φυλάσσοντας περὶ μῆλα,
οὔ ῥά τ᾽ ἀπείρητος μέμονε σταθμοῖο δίεσθαι,
ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἄρ᾽ ἢ ἥρπαξε μετάλμενος, ἠὲ καὶ αὐτὸς 305
ἔβλητ᾽ ἐν πρώτοισι θοῆς ἀπὸ χειρὸς ἄκοντι·
ὥς ῥα τότ᾽ ἀντίθεον Σαρπηδόνα θυμὸς ἀνῆκε
τεῖχος ἐπαΐξαι διά τε ῥήξασθαι ἐπάλξεις.
αὐτίκα δὲ Γλαῦκον προσέφη, παῖδ᾽ Ἱππολόχοιο·
«Γλαῦκε, τίη δὴ νῶϊ τετιμήμεσθα μάλιστα 310
ἕδρῃ τε κρέασίν τε ἰδὲ πλείοις δεπάεσσιν
ἐν Λυκίῃ, πάντες δὲ θεοὺς ὣς εἰσορόωσι,
καὶ τέμενος νεμόμεσθα μέγα Ξάνθοιο παρ᾽ ὄχθας
καλὸν φυταλιῆς καὶ ἀρούρης πυροφόροιο;
τῶ νῦν χρὴ Λυκίοισι μέτα πρώτοισιν ἐόντας 315
ἑστάμεν ἠδὲ μάχης καυστείρης ἀντιβολῆσαι,
ὄφρα τις ὧδ᾽ εἴπῃ Λυκίων πύκα θωρηκτάων·
“οὐ μὰν ἀκλεέες Λυκίην κάτα κοιρανέουσιν
ἡμέτεροι βασιλῆες, ἔδουσί τε πίονα μῆλα
οἶνόν τ᾽ ἔξαιτον μελιηδέα· ἀλλ᾽ ἄρα καὶ ἲς 320
ἐσθλή, ἐπεὶ Λυκίοισι μέτα πρώτοισι μάχονται.”
ὦ πέπον, εἰ μὲν γὰρ πόλεμον περὶ τόνδε φυγόντε
αἰεὶ δὴ μέλλοιμεν ἀγήρω τ᾽ ἀθανάτω τε
ἔσσεσθ᾽, οὔτε κεν αὐτὸς ἐνὶ πρώτοισι μαχοίμην
οὔτε κε σὲ στέλλοιμι μάχην ἐς κυδιάνειραν· 325
νῦν δ᾽ ἔμπης γὰρ κῆρες ἐφεστᾶσιν θανάτοιο
μυρίαι, ἃς οὐκ ἔστι φυγεῖν βροτὸν οὐδ᾽ ὑπαλύξαι,
ἴομεν, ἠέ τῳ εὖχος ὀρέξομεν, ἠέ τις ἡμῖν.»