Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 11 στ. 221-298
Ο γιος ο αρχοντικός, ο λιόγεννος, του Αντήνορα Ιφιδάμας,
αναθραμμένος στην πολύκαρπη, την αρνομάνα Θράκη·
τον είχεν ο Κισσέας στο σπίτι του, παππούς από μητέρα,
της Θεανώς της ροδομάγουλης ο κύρης, αναστήσει,
μικρός σαν ήταν· μα σαν άνθισεν η φουμιστή του η νιότη, 225
εκεί τον κράτησε και τού ᾽δωκε την κόρη του γυναίκα·
κι αφήκε τον παστό τους νιόγαμπρος, γρικώντας πως εφτάσαν
οι Δαναοί, και δώδεκα άρμενα ξοπίσω του ακλουθούσαν.
Όμως τα πλοία τα καλοζύγιαστα τ᾽ αφήκε στην Περκώτη,
κι αυτός στεριάς επήγε κι έφτασε στης Τροίας το κάστρο μέσα. 230
Τούτος λοιπόν στον Αγαμέμνονα στάθηκε αντίκρα τότε·
κι όπως τρεχάτοι κοντοζύγωσαν χιμώντας ο ένας του άλλου,
ο Ατρείδης το κοντάρι πέταξε λοξά και δεν τον βρήκε·
μ᾽ αυτόν τον χτύπησε ο Ιφιδάμαντας στο θώρακα από κάτω,
στη ζώνη, κι έβαλε και δύναμη με το βαρύ του χέρι. 235
Μα το ζωνάρι τ᾽ ολοπλούμιστο δεν τρύπησε· πιο πρώτα
βρήκε ο χαλός τ᾽ ασημοστόλιδα και στράβωσε ως μολύβι.
Κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας αρπάζει το κοντάρι,
και σέρνοντάς τον του το τράβηξε μανιάζοντας, σα λιόντας·
μετά με μια σπαθιά στο σβέρκο του τού παραλυεί τα γόνα. 240
Σε μολυβένιον ύπνο, πέφτοντας, βυθίστηκεν ο δόλιος,
τους εδικούς του ως εδιαφέντευε κι αλάργα απ᾽ την καλή του,
που δεν τη χάρηκε, κι ας έδωκε πολλά για να την πάρει·
εκατό βόδια τής πρωτόδωκε κι έταζε χίλια ακόμα,
κι αρνιά και γίδια, από τ᾽ αρίφνητα που τού ᾽βοσκαν κοπάδια. 245
Μα τότε ο Ατρείδης Αγαμέμνονας τον έγδυσε, και πίσω
γυρνούσε στους Αργίτες τα όμορφα κρατώντας άρματά του.
Όπως αντίκρισε το αδέρφι του νεκρό να πέφτει χάμω,
ο Κόωνας, πρώτος γιος του Αντήνορα, στον κόσμο ξακουσμένος,
καημός ανείπωτος του σκέπασε μεμιάς τα δυο του μάτια. 250
Στάθηκε πλάι στον Αγαμέμνονα κρυφά με το κοντάρι
και του χτυπάει το καλαμόχερο, πιο κάτω απ᾽ τον αγκώνα,
κι απ᾽ το κοντάρι που στραφτάλιζε βγήκε ο χαλός αντίκρυ.
Έκοψε κρύος τον Αγαμέμνονα το ρήγα ιδρώτας τότε,
μα δεν παράτησε τον πόλεμο και τη σφαγή, μονάχα 255
με το ανεμόθρεφτο κοντάρι του χιμάει στον Κόωνα πάνω.
Ωστόσο αυτός τον Ιφιδάμαντα, που ίδιοι γονιοί είχαν κάμει,
τραβούσε από το πόδι, κι έκραζε στους αντρειωμένους όλους·
μα όπως τραβούσε, τον επέτυχε πιο κάτω απ᾽ το σκουτάρι
το αφαλωτό με το κοντάρι του και τού ᾽λυσε τα γόνα· 260
τρέχει, κι απά στον Ιφιδάμαντα του κόβει το κεφάλι.
Έτσι απ᾽ το γιο του Ατρέα δαμάστηκαν και χάσαν τη ζωή τους
οι γιοι του Αντήνορα, βουλιάζοντας στο μαύρον Άδη κάτω.
Κι ωστόσο επήρε αυτός και χίμιζε και μες στους Τρώες τους άλλους
με το σπαθί και το κοντάρι του και με χοντρά λιθάρια, 265
όση ώρα ακόμα το αίμα ανάβρυζε ζεστό από την πληγή του.
Μα μόλις η πληγή ξεράθηκε και στάθη πια το γαίμα,
τον πήραν οι σουβλιές αβάσταχτες τον αντρειωμένο Ατρείδη.
Πώς σε γυναίκα πια ετοιμόγεννην οι πικροπονοδότρες
θεές Λεχούσες σφάχτη στέλνουνε, κι είναι της Ήρας κόρες, 270
και σέρνουν σουβλερούς ξοπίσω τους, φαρμακωμένους πόνους·
τέτοιες σουβλιές στο χέρι του ένιωσε κι ο Ατρείδης ο αντρειωμένος.
Πηδάει στο αμάξι ευτύς και πρόσταξε του αμαξολάτη, τ᾽ άτια
στα βαθουλά να τρέξει τ᾽ άρμενα, τι εβάραινε η καρδιά του·
και δυνατά, πριν φύγει, εφώναξε, ν᾽ ακούσουν όλοι οι Αργίτες: 275
«Καλοί μου φίλοι, Αργίτες άρχοντες και πρωτοκεφαλάδες,
κρατήστε τώρα εσείς τον πόλεμο τον άγριο, να γλιτώστε
τα πελαγόδρομα καράβια μας, τι ολημερίς εμένα
τους Τρώες δεν άφησε ο βαθύγνωμος ο Δίας να πολεμήσω.»
Είπε, κι ο αμαξολάτης χτύπησε τα ωριότριχα άλογά του, 280
που πρόθυμα πετάξαν, στ᾽ άρμενα τα βαθουλά τραβώντας.
Τα στήθη τους με αφρούς σκεπάζουνταν κι ο κουρνιαχτός τα πόδια
τούς γέμιζε, απ᾽ τη μάχη ως έσερναν το ρήγα που πονούσε.
Κι ο μέγας Έχτορας, ως ξέκρινε το γιο του Ατρέα να φεύγει,
σέρνει φωνή τρανή γκαρδιώνοντας τους Τρώες και τους Λυκιώτες: 285
«Λυκιώτες και Δαρδάνοι αντρόψυχοι και Τρώες, ακούστε με όλοι·
άντρες σταθείτε, ορθή κρατάτε τη της αντριγιάς τη φλόγα!
τι τώρα ο πιο αντρειωμένος έφυγε, κι ο Δίας, ο γιος του Κρόνου,
έδωκε εμένα δόξα αθάνατη· στους γαύρους πάνω Αργίτες
βαράτε τ᾽ άτια τα μονόνυχα, που πιο να δοξαστείτε.» 290
Αυτά ειπε, κι όλοι επήραν δύναμη και στύλωσε η καρδιά τους.
Ο αγριμολόγος πώς τ᾽ ασπρόδοντα ξαμόλησε σκυλιά του
σε λιόντα γιά και σ᾽ αγριογούρουνο λογγοθρεμμένο απάνω·
όμοια και τότε ο μέγας Έχτορας, σαν Άρης αντροφόνος,
τους Τρώες ξαμόλησε τους άφοβους απάνω στους Αργίτες· 295
κι ατός του, για τη νίκη σίγουρος, τραβούσε με τους πρώτους,
και μες στη μάχη εχύθη, δρόλαπας θαρρείς ξεφρενιασμένος,
που στο μαβί χιμίζει πέλαγο κι άγρια φουρτούνα ασκώνει.
Ἰφιδάμας Ἀντηνορίδης, ἠΰς τε μέγας τε,
ὃς τράφη ἐν Θρῄκῃ ἐριβώλακι, μητέρι μήλων·
Κισσῆς τόν γ᾽ ἔθρεψε δόμοις ἔνι τυτθὸν ἐόντα
μητροπάτωρ, ὃς τίκτε Θεανὼ καλλιπάρῃον·
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἥβης ἐρικυδέος ἵκετο μέτρον, 225
αὐτοῦ μιν κατέρυκε, δίδου δ᾽ ὅ γε θυγατέρα ἥν·
γήμας δ᾽ ἐκ θαλάμοιο μετὰ κλέος ἵκετ᾽ Ἀχαιῶν
σὺν δυοκαίδεκα νηυσὶ κορωνίσιν, αἵ οἱ ἕποντο.
τὰς μὲν ἔπειτ᾽ ἐν Περκώτῃ λίπε νῆας ἐΐσας,
αὐτὰρ ὁ πεζὸς ἐὼν ἐς Ἴλιον εἰληλούθει· 230
ὅς ῥα τότ᾽ Ἀτρεΐδεω Ἀγαμέμνονος ἀντίον ἦλθεν.
οἱ δ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντες,
Ἀτρεΐδης μὲν ἅμαρτε, παραὶ δέ οἱ ἐτράπετ᾽ ἔγχος,
Ἰφιδάμας δὲ κατὰ ζώνην θώρηκος ἔνερθε
νύξ᾽, ἐπὶ δ᾽ αὐτὸς ἔρεισε, βαρείῃ χειρὶ πιθήσας· 235
οὐδ᾽ ἔτορε ζωστῆρα παναίολον, ἀλλὰ πολὺ πρὶν
ἀργύρῳ ἀντομένη μόλιβος ὣς ἐτράπετ᾽ αἰχμή.
καὶ τό γε χειρὶ λαβὼν εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων
ἕλκ᾽ ἐπὶ οἷ μεμαὼς ὥς τε λίς, ἐκ δ᾽ ἄρα χειρὸς
σπάσσατο· τὸν δ᾽ ἄορι πλῆξ᾽ αὐχένα, λῦσε δὲ γυῖα. 240
ὣς ὁ μὲν αὖθι πεσὼν κοιμήσατο χάλκεον ὕπνον
οἰκτρός, ἀπὸ μνηστῆς ἀλόχου, ἀστοῖσιν ἀρήγων,
κουριδίης, ἧς οὔ τι χάριν ἴδε, πολλὰ δ᾽ ἔδωκε·
πρῶθ᾽ ἑκατὸν βοῦς δῶκεν, ἔπειτα δὲ χίλι᾽ ὑπέστη,
αἶγας ὁμοῦ καὶ ὄϊς, τά οἱ ἄσπετα ποιμαίνοντο. 245
δὴ τότε γ᾽ Ἀτρεΐδης Ἀγαμέμνων ἐξενάριξε,
βῆ δὲ φέρων ἀν᾽ ὅμιλον Ἀχαιῶν τεύχεα καλά.
Τὸν δ᾽ ὡς οὖν ἐνόησε Κόων, ἀριδείκετος ἀνδρῶν,
πρεσβυγενὴς Ἀντηνορίδης, κρατερόν ῥά ἑ πένθος
ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε κασιγνήτοιο πεσόντος. 250
στῆ δ᾽ εὐρὰξ σὺν δουρὶ λαθὼν Ἀγαμέμνονα δῖον,
νύξε δέ μιν κατὰ χεῖρα μέσην ἀγκῶνος ἔνερθε,
ἀντικρὺ δὲ διέσχε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή.
ῥίγησέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων·
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὧς ἀπέληγε μάχης ἠδὲ πτολέμοιο, 255
ἀλλ᾽ ἐπόρουσε Κόωνι ἔχων ἀνεμοτρεφὲς ἔγχος.
ἤτοι ὁ Ἰφιδάμαντα κασίγνητον καὶ ὄπατρον
ἕλκε ποδὸς μεμαώς, καὶ ἀΰτει πάντας ἀρίστους·
τὸν δ᾽ ἕλκοντ᾽ ἀν᾽ ὅμιλον ὑπ᾽ ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης
οὔτησε ξυστῷ χαλκήρεϊ, λῦσε δὲ γυῖα· 260
τοῖο δ᾽ ἐπ᾽ Ἰφιδάμαντι κάρη ἀπέκοψε παραστάς.
ἔνθ᾽ Ἀντήνορος υἷες ὑπ᾽ Ἀτρεΐδῃ βασιλῆϊ
πότμον ἀναπλήσαντες ἔδυν δόμον Ἄϊδος εἴσω.
Αὐτὰρ ὁ τῶν ἄλλων ἐπεπωλεῖτο στίχας ἀνδρῶν
ἔγχεΐ τ᾽ ἄορί τε μεγάλοισί τε χερμαδίοισιν, 265
ὄφρα οἱ αἷμ᾽ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς.
αὐτὰρ ἐπεὶ τὸ μὲν ἕλκος ἐτέρσετο, παύσατο δ᾽ αἷμα,
ὀξεῖαι δ᾽ ὀδύναι δῦνον μένος Ἀτρεΐδαο.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα,
δριμύ, τό τε προϊεῖσι μογοστόκοι Εἰλείθυιαι, 270
Ἥρης θυγατέρες πικρὰς ὠδῖνας ἔχουσαι,
ὣς ὀξεῖ᾽ ὀδύναι δῦνον μένος Ἀτρεΐδαο.
ἐς δίφρον δ᾽ ἀνόρουσε, καὶ ἡνιόχῳ ἐπέτελλε
νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ἐλαυνέμεν· ἤχθετο γὰρ κῆρ.
ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον Δαναοῖσι γεγωνώς· 275
«ὦ φίλοι, Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
ὑμεῖς μὲν νῦν νηυσὶν ἀμύνετε ποντοπόροισι
φύλοπιν ἀργαλέην, ἐπεὶ οὐκ ἐμὲ μητίετα Ζεὺς
εἴασε Τρώεσσι πανημέριον πολεμίζειν.»
Ὣς ἔφαθ᾽, ἡνίοχος δ᾽ ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους 280
νῆας ἔπι γλαφυράς· τὼ δ᾽ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην·
ἄφρεον δὲ στήθεα, ῥαίνοντο δὲ νέρθε κονίῃ,
τειρόμενον βασιλῆα μάχης ἀπάνευθε φέροντες.
Ἕκτωρ δ᾽ ὡς ἐνόησ᾽ Ἀγαμέμνονα νόσφι κιόντα,
Τρωσί τε καὶ Λυκίοισιν ἐκέκλετο μακρὸν ἀΰσας· 285
«Τρῶες καὶ Λύκιοι καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταί,
ἀνέρες ἔστε, φίλοι, μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς.
οἴχετ᾽ ἀνὴρ ὤριστος, ἐμοὶ δὲ μέγ᾽ εὖχος ἔδωκε
Ζεὺς Κρονίδης· ἀλλ᾽ ἰθὺς ἐλαύνετε μώνυχας ἵππους
ἰφθίμων Δαναῶν, ἵν᾽ ὑπέρτερον εὖχος ἄρησθε.» 290
Ὣς εἰπὼν ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου.
ὡς δ᾽ ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας ἀργιόδοντας
σεύῃ ἐπ᾽ ἀγροτέρῳ συῒ καπρίῳ ἠὲ λέοντι,
ὣς ἐπ᾽ Ἀχαιοῖσιν σεῦε Τρῶας μεγαθύμους
Ἕκτωρ Πριαμίδης, βροτολοιγῷ ἶσος Ἄρηϊ. 295
αὐτὸς δ᾽ ἐν πρώτοισι μέγα φρονέων ἐβεβήκει,
ἐν δ᾽ ἔπεσ᾽ ὑσμίνῃ ὑπεραέϊ ἶσος ἀέλλῃ,
ἥ τε καθαλλομένη ἰοειδέα πόντον ὀρίνει.