Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 9 στ. 114-204
Κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας γυρνώντας τού αποκρίθη:
«Τα πού ᾽φταιξα αραδιάζεις, γέροντα, και ψέματα δεν είναι· 115
το διαλαλώ κι εγώ: τυφλώθηκα! Μεγάλο αντιζυγιάζει
ασκέρι εκείνος που αγαπήθηκε περίσσια από το Δία.
Όμοια και τώρα, ετούτον τίμησε χτυπώντας τους Αργίτες.
Όμως μια κι έφταιξα κι ακλούθηξα τις στραβοκεφαλιές μου,
να τα βολέψω θέλω, δίνοντας ξεπλερωμή μεγάλη. 120
Ακούστε με όλοι, τα περίλαμπρα να νοματίσω δώρα:
Εφτά τριπόδια αγκίνιαστα, είκοσι στραφταλιστά λεβέτια,
δίσκους χρυσάφι δέκα, δώδεκα καλοθρεμμένους μαύρους
στεφανοφόρους, που αγωνίστηκαν στο δρόμο και νικήσαν.
Με δίχως χτήματα δε θά᾽ μενε που θά ᾽παιρνε όλα τούτα, 125
μήτε καθόλου το αξετίμητο θα τού ᾽λειπε χρυσάφι,
αν είχε τα όσα τ᾽ άτια μού ᾽φεραν απ᾽ τους αγώνες πλούτη.
Κι εφτά γυναίκες που αψεγάδιαστες κατέχουν τέχνες δίνω,
λέσβισσες, που όντας την καλόχτιστη πάτησε Λέσβο εκείνος,
είχα διαλέξει, και το ταίρι τους στην ομορφιά δεν είχαν. 130
Κι αυτές θα δώσω, κι από πάνω τους την που του πήρα τότε,
τη Βρισοπούλα κόρη, δίνω του· κι όρκο τρανό τού κάνω,
πως δεν ανέβηκα στην κλίνη της, δεν έσμιξα μαζί της,
καθώς το συνηθίζουμε όλοι μας στη γη, γυναίκες κι άντρες.
Αυτά θα τά ᾽χει ευτύς· κι αργότερα, σαν οι θεοί μάς δώσουν 135
το μέγα κάστρο να πατήσουμε του Πρίαμου, και τα κούρσα
οι Αργίτες βάλουμε στο μοίρασμα, τότε ο Αχιλλέας ας έρθει
και το καράβι του με μάλαμα και με χαλκό ας φορτώσει·
κι ατός του της Τρωάδας είκοσι γυναίκες ας διαλέξει,
που μοναχά η Ελένη η αργίτισσα να τις περνά στα κάλλη. 140
Και στο Άργος πίσω το πολύκαρπο σα γείρουμε, γαμπρός μου
να γίνει, και τιμή περίτρανη θα τού ᾽χω, σαν του Ορέστη,
που χαϊδεμένος μού ανασταίνεται μες σε αρχοντιά μεγάλη.
Τρεις θυγατέρες στο παλάτι μου το καλοστεριωμένο,
τη Λαοδίκη, την Ιφιάνασσα και τη Χρυσόθεμη, έχω. 145
Ποιά θέλει απ᾽ όλες; αξαγόραστη να μου την πάρει, νά ᾽χει
ταίρι ακριβό να πάει στου κύρη του· κι εγώ πολλά θα δώσω
προικιά από πάνω, όσα δεν έδωκε στην κόρη του κανένας.
Και πολιτείες εφτά πεντάμορφες να πάρει απάνω στ᾽ άλλα,
την Καρδαμύλη, την ολόχλωρην Ιρή και την Ενόπη, 150
την άγια τη Φηρά, την όμορφη την Αίπεια, και την Άνθεια
με τα λιβάδια, και την Πήδασο την πολυκληματούσα·
κι είναι όλες στο γιαλό, στο σύνορο της αμμουδάτης Πύλος·
και μέσα ζούνε πολυπρόβατοι και πολυγελαδάροι
νοικοκυραίοι, που σαν αθάνατο θα τον τιμούν με δώρα, 155
και θα πλερώνουν και δοσίματα, σα ρήγας τους που θά ᾽ναι.
Αυτά θα τού ᾽δινα, αν τη μάνητα σκολάσει. Μ᾽ ας μερώσει!
Ο Άδης μονάχα μένει αμέρωτος κι αλύγιστος, για τούτο
πιότερο απ᾽ όλους τους αθάνατους τού ᾽χουν οι ανθρώποι αμάχη.
Ας κάνει τώρα το χατίρι μου, τι πιο τρανός λογιέμαι 160
ρήγας εγώ, κι αν πεις τα χρόνια μου, περνούνε τα δικά του.»
Κι απηλογιά ο γερήνιος Νέστορας τού δίνει ο αλογολάτης:
«Υγιέ του Ατρέα, τρανέ Αγαμέμνονα, ρηγάρχη τιμημένε,
στον Αχιλλέα τα δώρα πού ᾽ταξες, του πεταμού δεν είναι.
Ελάτε, διαλεχτούς να στείλουμε, να τρέξουν στο καλύβι, 165
και του Πηλέα το γιο να σμίξουνε, τον Αχιλλέα, με βιάση.
Όποιους διαλέξω τώρα, πρόθυμα ν᾽ ακούσουν. Μην αργούμε!
Ο αρχοντογέννητος ο Φοίνικας να σύρει πρώτος πρώτος,
κι ο μέγας Αίαντας κι ο αρχοντόθρεφτος μαζί Οδυσσέας να πάνε,
και πίσω νά ᾽ρχουνται οι διαλάληδες, ο Οδίος κι ο Ευρυβάτης. 170
Φέρτε νερό και για τα χέρια μας, κι άκρα σιγή προστάχτε,
στο Δία παράκληση να κάνουμε, για να μας συμπονέσει.»
Έτσι είπε αυτός, και σ᾽ όλους άρεσαν τα λόγια του που ακούσαν·
κι οι κράχτες πήραν και τους έχυναν νερό στα χέρια πάνω·
και τα κροντήρια τα παιδόπουλα κρασί τα ξεχειλίσαν, 175
και σε όλους τα ποτήρια γιόμωσαν, απ᾽ τις σπονδές ν᾽ αρχίσουν.
Κι ως κάναν τις σπονδές κι ευφράθηκαν όσο πιοτό ποθούσαν,
απ᾽ τα καλύβια του Αγαμέμνονα, του γιου του Ατρέα, κινούνε·
κι ο γέρο αλογολάτης Νέστορας διπλοπαράγγελνέ τους,
και σ᾽ όλους έγνεφε, μα πιότερο στον Οδυσσέα, να κάνουν 180
ό,τι μπορούν, τη γνώμη του άψεγου γιου του Πηλέα ν᾽ αλλάξουν.
Πήραν αυτοί του πολυτάραχου γιαλού τον άμμον άμμο,
κι όλο προσεύκουνταν στον άρχοντα της γης, τον Κοσμοσείστη,
να κάνουν του Αχιλλέα την πέρφανη ψυχή ν᾽ αλλάξει γνώμη.
Κι ως τέλος στα καλύβια κι άρμενα των Μυρμιδόνων φτάσαν, 185
να φραίνεται τον βρήκαν με όμορφη, πολύπλουμη κιθάρα,
γλυκόφωνη, που ο καβαλάρης της ξεχώριζε ασημένιος―
κούρσος δικό του, του Ηετίωνα σαν πάτησε το κάστρο.
Με αυτή φραινόταν τώρα κι έψελνε παλικαριές μεγάλες.
Κι ο Πάτροκλος αντίκρα εκάθουνταν, δίχως μιλιά, μονάχος, 190
και καρτερούσε, το τραγούδι του πότε ο Αχιλλέας θα πάψει.
Κι αυτοί εσιμώσαν ―ο αρχοντόγεννος μπροστά Οδυσσέας τραβούσε―
κι ομπρός του στάθηκαν. Ξαφνιάστηκεν εκείνος και πετάχτη
απ᾽ το σκαμνί που ως τώρα εκάθουνταν, κρατώντας την κιθάρα.
Το ίδιο κι ο Πάτροκλος θωρώντας τους να φτάνουν προσηκώθη. 195
Κι είπε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος καλωσορίζοντάς τους:
«Γεια και χαρά σας! (κάποια θά ᾽σφιξεν ανάγκη)· απ᾽ τους Αργίτες
εσάς λογιάζω φίλους πιότερο, κι ας είμαι θυμωμένος.»
Είπε ο Αχιλλέας, και τους συνέμπασε πιο μέσα στο καλύβι,
και σε θρονιά τούς καλοσκάμνισε, σε πορφυρένια πεύκια, 200
κι ευτύς γυρνώντας λέει στον Πάτροκλο, πού ᾽στεκε εκεί κοντά του:
«Κροντήρι στήσε μεγαλύτερο, γιε του Μενοίτιου, κι έλα,
πιο δυνατό συγκέρνα το κρασί, και μοίρασε και κούπες,
τι οι πιο ακριβοί μου φίλοι εκόπιασαν στη στέγη μου από κάτω.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων·
«ὦ γέρον, οὔ τι ψεῦδος ἐμὰς ἄτας κατέλεξας· 115
ἀασάμην, οὐδ᾽ αὐτὸς ἀναίνομαι. ἀντί νυ πολλῶν
λαῶν ἐστὶν ἀνὴρ ὅν τε Ζεὺς κῆρι φιλήσῃ,
ὡς νῦν τοῦτον ἔτεισε, δάμασσε δὲ λαὸν Ἀχαιῶν.
ἀλλ᾽ ἐπεὶ ἀασάμην φρεσὶ λευγαλέῃσι πιθήσας,
ἂψ ἐθέλω ἀρέσαι δόμεναί τ᾽ ἀπερείσι᾽ ἄποινα. 120
ὑμῖν δ᾽ ἐν πάντεσσι περικλυτὰ δῶρ᾽ ὀνομήνω,
ἕπτ᾽ ἀπύρους τρίποδας, δέκα δὲ χρυσοῖο τάλαντα,
αἴθωνας δὲ λέβητας ἐείκοσι, δώδεκα δ᾽ ἵππους
πηγοὺς ἀθλοφόρους, οἳ ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο.
οὔ κεν ἀλήϊος εἴη ἀνὴρ ᾧ τόσσα γένοιτο, 125
οὐδέ κεν ἀκτήμων ἐριτίμοιο χρυσοῖο,
ὅσσα μοι ἠνείκαντο ἀέθλια μώνυχες ἵπποι.
δώσω δ᾽ ἑπτὰ γυναῖκας ἀμύμονα ἔργα ἰδυίας,
Λεσβίδας, ἃς ὅτε Λέσβον ἐϋκτιμένην ἕλεν αὐτὸς
ἐξελόμην, αἳ κάλλει ἐνίκων φῦλα γυναικῶν. 130
τὰς μέν οἱ δώσω, μετὰ δ᾽ ἔσσεται ἣν τότ᾽ ἀπηύρων,
κούρη Βρισῆος· ἐπὶ δὲ μέγαν ὅρκον ὀμοῦμαι
μή ποτε τῆς εὐνῆς ἐπιβήμεναι ἠδὲ μιγῆναι,
ἣ θέμις ἀνθρώπων πέλει, ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν.
ταῦτα μὲν αὐτίκα πάντα παρέσσεται· εἰ δέ κεν αὖτε 135
ἄστυ μέγα Πριάμοιο θεοὶ δώωσ᾽ ἀλαπάξαι,
νῆα ἅλις χρυσοῦ καὶ χαλκοῦ νηησάσθω
εἰσελθών, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδ᾽ Ἀχαιοί,
Τρωϊάδας δὲ γυναῖκας ἐείκοσιν αὐτὸς ἑλέσθω,
αἵ κε μετ᾽ Ἀργείην Ἑλένην κάλλισται ἔωσιν. 140
εἰ δέ κεν Ἄργος ἱκοίμεθ᾽ Ἀχαιϊκόν, οὖθαρ ἀρούρης,
γαμβρός κέν μοι ἔοι· τίσω δέ μιν ἶσον Ὀρέστῃ,
ὅς μοι τηλύγετος τρέφεται θαλίῃ ἔνι πολλῇ.
τρεῖς δέ μοί εἰσι θύγατρες ἐνὶ μεγάρῳ εὐπήκτῳ,
Χρυσόθεμις καὶ Λαοδίκη καὶ Ἰφιάνασσα, 145
τάων ἥν κ᾽ ἐθέλῃσι φίλην ἀνάεδνον ἀγέσθω
πρὸς οἶκον Πηλῆος· ἐγὼ δ᾽ ἐπὶ μείλια δώσω
πολλὰ μάλ᾽, ὅσσ᾽ οὔ πώ τις ἑῇ ἐπέδωκε θυγατρί·
ἑπτὰ δέ οἱ δώσω εὖ ναιόμενα πτολίεθρα,
Καρδαμύλην Ἐνόπην τε καὶ Ἱρὴν ποιήεσσαν, 150
Φηράς τε ζαθέας ἠδ᾽ Ἄνθειαν βαθύλειμον,
καλήν τ᾽ Αἴπειαν καὶ Πήδασον ἀμπελόεσσαν.
πᾶσαι δ᾽ ἐγγὺς ἁλός, νέαται Πύλου ἠμαθόεντος·
ἐν δ᾽ ἄνδρες ναίουσι πολύρρηνες πολυβοῦται,
οἵ κέ ἑ δωτίνῃσι θεὸν ὣς τιμήσουσι 155
καί οἱ ὑπὸ σκήπτρῳ λιπαρὰς τελέουσι θέμιστας.
ταῦτά κέ οἱ τελέσαιμι μεταλήξαντι χόλοιο.
δμηθήτω —Ἀΐδης τοι ἀμείλιχος ἠδ᾽ ἀδάμαστος·
τοὔνεκα καί τε βροτοῖσι θεῶν ἔχθιστος ἁπάντων—
καί μοι ὑποστήτω, ὅσσον βασιλεύτερός εἰμι 160
ἠδ᾽ ὅσσον γενεῇ προγενέστερος εὔχομαι εἶναι.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
«Ἀτρεΐδη κύδιστε, ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον,
δῶρα μὲν οὐκέτ᾽ ὀνοστὰ διδοῖς Ἀχιλῆϊ ἄνακτι·
ἀλλ᾽ ἄγετε, κλητοὺς ὀτρύνομεν, οἵ κε τάχιστα 165
ἔλθωσ᾽ ἐς κλισίην Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος.
εἰ δ᾽ ἄγε, τοὺς ἂν ἐγὼ ἐπιόψομαι, οἱ δὲ πιθέσθων.
Φοῖνιξ μὲν πρώτιστα Διῒ φίλος ἡγησάσθω,
αὐτὰρ ἔπειτ᾽ Αἴας τε μέγας καὶ δῖος Ὀδυσσεύς·
κηρύκων δ᾽ Ὀδίος τε καὶ Εὐρυβάτης ἅμ᾽ ἑπέσθων. 170
φέρτε δὲ χερσὶν ὕδωρ, εὐφημῆσαί τε κέλεσθε,
ὄφρα Διὶ Κρονίδῃ ἀρησόμεθ᾽, αἴ κ᾽ ἐλεήσῃ.»
Ὣς φάτο, τοῖσι δὲ πᾶσιν ἑαδότα μῦθον ἔειπεν.
αὐτίκα κήρυκες μὲν ὕδωρ ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν,
κοῦροι δὲ κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο, 175
νώμησαν δ᾽ ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενοι δεπάεσσιν.
αὐτὰρ ἐπεὶ σπεῖσάν τ᾽ ἔπιόν θ᾽ ὅσον ἤθελε θυμός,
ὁρμῶντ᾽ ἐκ κλισίης Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο.
τοῖσι δὲ πόλλ᾽ ἐπέτελλε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ,
δενδίλλων ἐς ἕκαστον, Ὀδυσσῆϊ δὲ μάλιστα, 180
πειρᾶν ὡς πεπίθοιεν ἀμύμονα Πηλεΐωνα.
Τὼ δὲ βάτην παρὰ θῖνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης
πολλὰ μάλ᾽ εὐχομένω γαιηόχῳ ἐννοσιγαίῳ
ῥηϊδίως πεπιθεῖν μεγάλας φρένας Αἰακίδαο.
Μυρμιδόνων δ᾽ ἐπί τε κλισίας καὶ νῆας ἱκέσθην, 185
τὸν δ᾽ εὗρον φρένα τερπόμενον φόρμιγγι λιγείῃ,
καλῇ δαιδαλέῃ, ἐπὶ δ᾽ ἀργύρεον ζυγὸν ἦεν,
τὴν ἄρετ᾽ ἐξ ἐνάρων πόλιν Ἠετίωνος ὀλέσσας·
τῇ ὅ γε θυμὸν ἔτερπεν, ἄειδε δ᾽ ἄρα κλέα ἀνδρῶν.
Πάτροκλος δέ οἱ οἶος ἐναντίος ἧστο σιωπῇ, 190
δέγμενος Αἰακίδην, ὁπότε λήξειεν ἀείδων.
τὼ δὲ βάτην προτέρω, ἡγεῖτο δὲ δῖος Ὀδυσσεύς,
στὰν δὲ πρόσθ᾽ αὐτοῖο· ταφὼν δ᾽ ἀνόρουσεν Ἀχιλλεὺς
αὐτῇ σὺν φόρμιγγι, λιπὼν ἕδος ἔνθα θάασσεν.
ὣς δ᾽ αὔτως Πάτροκλος, ἐπεὶ ἴδε φῶτας, ἀνέστη. 195
τὼ καὶ δεικνύμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
«χαίρετον· ἦ φίλοι ἄνδρες ἱκάνετον· ἦ τι μάλα χρεώ,
οἵ μοι σκυζομένῳ περ Ἀχαιῶν φίλτατοί ἐστον.»
Ὣς ἄρα φωνήσας προτέρω ἄγε δῖος Ἀχιλλεύς,
εἷσεν δ᾽ ἐν κλισμοῖσι τάπησί τε πορφυρέοισιν. 200
αἶψα δὲ Πάτροκλον προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα·
«μείζονα δὴ κρητῆρα, Μενοιτίου υἱέ, καθίστα,
ζωρότερον δὲ κέραιε, δέπας δ᾽ ἔντυνον ἑκάστῳ·
οἱ γὰρ φίλτατοι ἄνδρες ἐμῷ ὑπέασι μελάθρῳ.»