Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 7 στ. 120-180
Είπε ο αντρειωμένος, και μετάστρεψε τη γνώμη του αδερφού του, 120
σωστά μιλώντας· κι ως τον άκουσεν εκείνος, τους συντρόφους
αφήνει να του βγάλουν τ᾽ άρματα χαρούμενοι απ᾽ τους ώμους.
Και τότε ο Νέστορας σηκώθηκε και στους Αργίτες είπε:
«Ωχού, κακό τρανό που πλάκωσε στων Αχαιών τη χώρα!
Θρήνο ο Πηλέας βαρύ θα σήκωνεν, ο γέρο αλογολάτης, 125
και αγορητής και πρωτοστράτορας τρανός των Μυρμιδόνων
που όλο χαρά στο σπίτι του άλλοτε ρωτώντας με ολοένα
να μάθει κάθε Αργίτη γύρευε και φαμελιά και φύτρα.
Και τώρα αν άκουε, μπρος στον Έχτορα πως όλοι τους ζαρώσαν,
τα χέρια στους θεούς θα σήκωνε μερονυχτίς, ζητώντας 130
απ᾽ το κορμί η ψυχή του βγαίνοντας να πάει στον Άδη κάτω.
Νά ᾽ταν, πατέρα Δία κι Απόλλωνα και συ Αθηνά, τα νιάτα
νά ᾽χω όπως τότε, σαν εμάχουνταν όλοι μαζί οι Πυλιώτες
στο γοργορέματο Κελάδοντα με τους τρανούς Αρκάδες
μπρος στα τειχιά της Φειας, στου Γιάρδανου τα ρέματα τρογύρα. 135
Ίδια θεός ο Ερευθαλίωνας στεκόταν μπροστομάχος,
του βασιλιά του Αρήθοου τ᾽ άρματα στους ώμους του φορώντας,
του θείου του Αρήθοου, που παράνομα του βγάλαν ‛ο Απελάτης’,
κι έτσι τον λέγαν κι οι ομορφόζωνες γυναίκες κι οι άντρες όλοι·
τι με δοξάρι αυτός δε μάχουνταν γιά με μακρύ κοντάρι· 140
με σιδερένιο τους αντίμαχους τσακούσε απελατίκι.
Αυτόν με πονηριά τον σκότωσε, κι όχι μ᾽ αντρειά ο Λυκούργος
σ᾽ ένα στενό· το σιδερένιο του δε μπόρειε απελατίκι
να τον γλιτώσει, κι έτσι πρόφτασε και τον τρυπά ο Λυκούργος
με το κοντάρι του. Τ᾽ ανάσκελα στη γη ξαπλώθη, κι ο άλλος 145
του γδύνει τ᾽ άρματα, απ᾽ το χάλκινο τον Άρη χαρισμένα.
Κι έτσι τα φόρειε αυτός, στον πόλεμο και στη σφαγή ως κινούσε.
Μα σύντας ο Λυκούργος γέρασε στο αρχοντικό του μέσα,
του Ερευθαλίωνα του συντρόφου του να τα φοράει τα δίνει.
Κι αυτός μ᾽ εκείνα τους καλύτερους αντροκαλιόταν όλους· 150
μ᾽ αυτοί φοβούνταν και τον τρόμαζαν, κι ουδέ κανείς εδέχτη·
μόνο η καρδιά η δική μου αφόβητη να χτυπηθώ ζητούσε·
τόσο ειχε αυτή κουράγιο, απ᾽ όλους μας ο πιο μικρός κι ας ήμουν.
Κι ως πάλεψα, τη νίκη εχάρισε σε μένα η Γλαυκομάτα.
Ο πιο αψηλός απ᾽ όσους σκότωσα κι ο πιο τρανός εστάθη· 155
τι ως πέρα ξαπλωμένος κείτουνταν μακρύς φαρδύς στο χώμα.
Νιος νά ᾽μουν μόνο κι αξεθύμαστη την πρώτη ορμή μου νά ᾽χα,
και θά ᾽χε ο κρανοσείστης Έχτορας με ποιόν να πολεμήσει!
Μα εσείς, ακόμα κι όσοι ακούγεστε των Αχαιών οι πρώτοι,
δε σας καλόρχεται τον Έχτορα μπροστά σας ν᾽ αντικρίστε.» 160
Έτσι τους μάλωνεν ο γέροντας, κι εννιά μεμιάς πετιούνται·
πρώτος απ᾽ όλους ο Αγαμέμνονας ασκώθη ο πρωταφέντης,
μετά ο Διομήδης, ο αντροδύναμος γιος του Τυδέα, σηκώθη·
οι δυο ξοπίσω αμέσως Αίαντες, όλο αντριγιά και θάρρος,
μετά κι ο Ιδομενέας κι ο σύντροφος του Ιδομενέα Μηριόνης, 165
που το κουράγιο του ισοζύγιαζε με του αντροφόνου του Άρη·
μετά κι ο Ευρύπυλος, του Ευαίμονα σηκώθη ο γιος ο γαύρος,
στερνά κι ο Θόας, ο γιος του Αντραίμονα, κι ο ισόθεος Οδυσσέας·
κι όλοι ζητούσαν με τον Έχτορα το θείο να χτυπηθούνε.
Και τότες ο γερήνιος Νέστορας τους είπε ο αλογολάτης: 170
«Τώρα λαχνό να ρίξετε όλοι σας, να ιδούμε ποιού θα πέσει·
αυτός θα δώσει στους χαλκάρματους Αργίτες αναγάλλια·
όμως κι ατός του μες στα φρένα του θ᾽ αναγαλλιάσει, αν ίσως
γλιτώσει από τον άγριο πόλεμο κι απ᾽ το σκληρό το απάλε.»
Έτσι μιλεί, κι αυτοί τον κλήρο τους χαράξαν ένας ένας, 175
και μες στο κράνος του Αγαμέμνονα, του γιου του Ατρέα, τον ρίξαν·
κι ευκιούνταν στους θεούς υψώνοντας τα χέρια τους οι Αργίτες,
κι αυτά ο καθένας έλεε βλέποντας ψηλά στα ουράνια πλάτη:
«Πατέρα Δία, στον Αίαντα δώσε μας να λάχει, ή στο Διομήδη,
γιά και στον ίδιο της πολύχρυσης Μυκήνας το ρηγάρχη.» 180
Ὣς εἰπὼν παρέπεισεν ἀδελφειοῦ φρένας ἥρως 120
αἴσιμα παρειπών, ὁ δ᾽ ἐπείθετο· τοῦ μὲν ἔπειτα
γηθόσυνοι θεράποντες ἀπ᾽ ὤμων τεύχε᾽ ἕλοντο·
Νέστωρ δ᾽ Ἀργείοισιν ἀνίστατο καὶ μετέειπεν·
«ὢ πόποι, ἦ μέγα πένθος Ἀχαιΐδα γαῖαν ἱκάνει.
ἦ κε μέγ᾽ οἰμώξειε γέρων ἱππηλάτα Πηλεύς, 125
ἐσθλὸς Μυρμιδόνων βουληφόρος ἠδ᾽ ἀγορητής,
ὅς ποτέ μ᾽ εἰρόμενος μέγ᾽ ἐγήθεεν ᾧ ἐνὶ οἴκῳ,
πάντων Ἀργείων ἐρέων γενεήν τε τόκον τε.
τοὺς νῦν εἰ πτώσσοντας ὑφ᾽ Ἕκτορι πάντας ἀκούσαι,
πολλά κεν ἀθανάτοισι φίλας ἀνὰ χεῖρας ἀείραι, 130
θυμὸν ἀπὸ μελέων δῦναι δόμον Ἄϊδος εἴσω.
αἲ γάρ, Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον,
ἡβῷμ᾽ ὡς ὅτ᾽ ἐπ᾽ ὠκυρόῳ Κελάδοντι μάχοντο
ἀγρόμενοι Πύλιοί τε καὶ Ἀρκάδες ἐγχεσίμωροι,
Φειᾶς πὰρ τείχεσσιν, Ἰαρδάνου ἀμφὶ ῥέεθρα. 135
τοῖσι δ᾽ Ἐρευθαλίων πρόμος ἵστατο, ἰσόθεος φώς,
τεύχε᾽ ἔχων ὤμοισιν Ἀρηϊθόοιο ἄνακτος,
δίου Ἀρηϊθόου, τὸν ἐπίκλησιν κορυνήτην
ἄνδρες κίκλησκον καλλίζωνοί τε γυναῖκες,
οὕνεκ᾽ ἄρ᾽ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ, 140
ἀλλὰ σιδηρείῃ κορύνῃ ῥήγνυσκε φάλαγγας.
τὸν Λυκόοργος ἔπεφνε δόλῳ, οὔ τι κράτεΐ γε,
στεινωπῷ ἐν ὁδῷ, ὅθ᾽ ἄρ᾽ οὐ κορύνη οἱ ὄλεθρον
χραῖσμε σιδηρείη· πρὶν γὰρ Λυκόοργος ὑποφθὰς
δουρὶ μέσον περόνησεν, ὁ δ᾽ ὕπτιος οὔδει ἐρείσθη· 145
τεύχεα δ᾽ ἐξενάριξε, τά οἱ πόρε χάλκεος Ἄρης.
καὶ τὰ μὲν αὐτὸς ἔπειτα φόρει μετὰ μῶλον Ἄρηος·
αὐτὰρ ἐπεὶ Λυκόοργος ἐνὶ μεγάροισιν ἐγήρα,
δῶκε δ᾽ Ἐρευθαλίωνι φίλῳ θεράποντι φορῆναι·
τοῦ ὅ γε τεύχε᾽ ἔχων προκαλίζετο πάντας ἀρίστους. 150
οἱ δὲ μάλ᾽ ἐτρόμεον καὶ ἐδείδισαν, οὐδέ τις ἔτλη·
ἀλλ᾽ ἐμὲ θυμὸς ἀνῆκε πολυτλήμων πολεμίζειν
θάρσεϊ ᾧ· γενεῇ δὲ νεώτατος ἔσκον ἁπάντων·
καὶ μαχόμην οἱ ἐγώ, δῶκεν δέ μοι εὖχος Ἀθήνη.
τὸν δὴ μήκιστον καὶ κάρτιστον κτάνον ἄνδρα· 155
πολλὸς γάρ τις ἔκειτο παρήορος ἔνθα καὶ ἔνθα.
εἴθ᾽ ὣς ἡβώοιμι, βίη δέ μοι ἔμπεδος εἴη·
τῶ κε τάχ᾽ ἀντήσειε μάχης κορυθαίολος Ἕκτωρ.
ὑμέων δ᾽ οἵ περ ἔασιν ἀριστῆες Παναχαιῶν,
οὐδ᾽ οἳ προφρονέως μέμαθ᾽ Ἕκτορος ἀντίον ἐλθεῖν.» 160
Ὣς νείκεσσ᾽ ὁ γέρων, οἱ δ᾽ ἐννέα πάντες ἀνέσταν.
ὦρτο πολὺ πρῶτος μὲν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων,
τῷ δ᾽ ἐπὶ Τυδεΐδης ὦρτο κρατερὸς Διομήδης,
τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ Αἴαντες, θοῦριν ἐπιειμένοι ἀλκήν,
τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ Ἰδομενεὺς καὶ ὀπάων Ἰδομενῆος, 165
Μηριόνης, ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ,
τοῖσι δ᾽ ἐπ᾽ Εὐρύπυλος, Εὐαίμονος ἀγλαὸς υἱός,
ἂν δὲ Θόας Ἀνδραιμονίδης καὶ δῖος Ὀδυσσεύς·
πάντες ἄρ᾽ οἵ γ᾽ ἔθελον πολεμίζειν Ἕκτορι δίῳ.
τοῖς δ᾽ αὖτις μετέειπε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ· 170
«κλήρῳ νῦν πεπάλασθε διαμπερές, ὅς κε λάχῃσιν·
οὗτος γὰρ δὴ ὀνήσει ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς,
καὶ δ᾽ αὐτὸς ὃν θυμὸν ὀνήσεται, αἴ κε φύγῃσι
δηΐου ἐκ πολέμοιο καὶ αἰνῆς δηϊοτῆτος.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δὲ κλῆρον ἐσημήναντο ἕκαστος, 175
ἐν δ᾽ ἔβαλον κυνέῃ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο.
λαοὶ δ᾽ ἠρήσαντο, θεοῖσι δὲ χεῖρας ἀνέσχον·
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν εἰς οὐρανὸν εὐρύν·
«Ζεῦ πάτερ, ἢ Αἴαντα λαχεῖν, ἢ Τυδέος υἱόν,
ἢ αὐτὸν βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης.» 180