Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 6 στ. 144-236
Κι ο γιος του Ιππόλοχου ο τρισεύγενος του απηλογήθη κι είπε:
«Διομήδη αντρόκαρδε, τί κάθεσαι και τη γενιά ρωτάς μου; 145
Καθώς των φύλλων, απαράλλαχτη κι η φύτρα των ανθρώπων:
άλλα απ᾽ τα φύλλα ρίχνουν οι άνεμοι στο χώμα, κι άλλα πάλε
το δάσος ξεπετά τ᾽ ολόχλωρο την άνοιξη· παρόμοια
και των θνητών η μια ξεπέταξε κι η άλλη γενιά πεθαίνει.
Μ᾽ αν να τα μάθεις τώρα θά ᾽θελες κι αυτά, για να κατέχεις 150
ποιά ᾽ναι η γενιά μου, όσοι την ξέρουνε πολλοί θαρρώ λογιούνται.
Στην άκρη απ᾽ το Άργος το αλογόθροφο τρανό αγναντεύεις κάστρο,
την Έφυρα, όπου ζούσε ο Σίσυφος, ο πιο στη γη πανούργος·
κι είχε τον Αίολο κύρη ο Σίσυφος, κι εγέννησε το Γλαύκο,
κι ο Γλαύκος γέννησε τον άψεγο Βελλεροφόντη πάλε. 155
Σε τούτον κι ομορφάδα εχάρισαν κι αντρειά χαριτωμένη
οι αθάνατοι, μα ο Προίτος έβαλε κακά γι᾽ αυτόν στο νου του,
κι απ᾽ το Άργος μέσα τον φευγάτισε, τι ήταν τρανότερός του
και τού ᾽χε δώσει ο Δίας τη δύναμη να τον κρατεί δικό του.
Κι η Άντεια, του Προίτου η αρχοντογέννητη γυναίκα, εξετρελάθη 160
μαζί του να χαρεί τον έρωτα κρυφά· μα ο μυαλωμένος
Βελλεροφόντης δεν εσύγκλινε, τι ήταν αγνή η ψυχή του.
Κι είπε η γυναίκα τότε ψέματα στο βασιλιά τον Προίτο:
“Προίτε, γιά πέθανε γιά σκότωσε το γιο του Γλαύκου τώρα,
που στο κλινάρι μου βουλήθηκε ν᾽ ανέβει αθέλητά μου.” 165
Είπε, κι ο ρήγας αγανάχτησε τέτοιο κακό ν᾽ ακούσει·
να τον σκοτώσει δεν το θέλησε, δε βάσταξε η καρδιά του,
μόν᾽ στη Λυκία τον στέλνει του χαμού σημάδια δίνοντάς του,
πολλά θανατερά χαράζοντας στο διπλωτό πιτάκι,
του πεθερού του εκεί να τά ᾽δειχνε και νά ᾽βρει το χαμό του. 170
Κι αυτός κινάει, και των αθάνατων τον προβοδούσε η χάρη,
στη χώρα της Λυκίας ώσπου ᾽φτασε και στις οχτιές του Ξάνθου,
Εκεί με αγάπη της απλόχωρης Λυκίας τον δέχτη ο ρήγας·
μέρες εννιά τον καλοσκάμνισε κι εννιά τού σφάζει βόδια·
μα όταν στις δέκα πάνω πρόβαλεν η ροδοδαχτυλάτη 175
Αυγή, τον ρώτησε και ζήτησε να ιδεί και τα σημάδια,
που ο Προίτος ο γαμπρός του τού ᾽δωκε να του κρατάει· κι ως πήρε
και τ᾽ άσκημα σημάδια ξέκρινε, που τού ᾽στελνε ο γαμπρός του,
πρώτα τη Χίμαιρα τον πρόσταξε την άγρια να σκοτώσει.
Από θεούς κρατούσε η φύτρα της, όχι απ᾽ ανθρώπους, κι είχε 180
λιόντα κεφάλι, ουρά δρακόφιδου και μεσοκόρμι γίδας,
και ξεπετούσε απ᾽ τα ρουθούνια της φωτιές τρανές και φλόγες.
Θεϊκά σημάδια τόνε γκάρδιωσαν και τη ζωή τής παίρνει.
Δεύτερα πάλε με τους Σόλυμους τους ξακουστούς χτυπιόταν·
τέτοιο, όπως έλεγε, αντροπάλεμα δεν είδε στη ζωή του. 185
Τρίτη φορά τις αντροδύναμες εσκότωσε Αμαζόνες.
Μα όπως γυρνούσε, ο ρήγας τού ᾽στησε καινούργιο δόλο πάλε:
απ᾽ την πλατιά Λυκία ξεδιάλεξε, καρτέρι να του στήσουν,
τους πιο αντρειωμένους· μα κανένας τους δε γύρισε πια πίσω·
τι εκεί τους σκότωσε ο αψεγάδιαστος Βελλεροφόντης όλους. 190
Και τότε εκείνος πια κατάλαβε θεού πως ήταν φύτρα,
κι έτσι τον κράτησε και τού ᾽δωκε την κόρη του γυναίκα,
κι όλα του ρήγα τα χαρίσματα μοιράστηκε μαζί του.
Το πιο καλύτερο του εχάρισαν μετόχι κι οι Λυκιώτες,
να τό ᾽χει να το χαίρεται, όμορφο, με αμπέλια, με χωράφια. 195
Τρία παιδιά απ᾽ αυτήν ανάστησε μετά ο Βελλεροφόντης,
τον Ίσαντρο και τον Ιππόλοχο, στερνά τη Λαοδάμεια.
Μαζί της πλάγιασε ο βαθύγνωμος ο Δίας, κι η Λαοδάμεια
το χαλκαρματωμένο εγέννησεν ισόθεο Σαρπηδόνα.
Μα ήρθε καιρός κι αυτόν που μίσησαν όλοι οι θεοί, και τότε 200
μονάχος, έρμος ετριγύριζε στης Ερημιάς τον κάμπο·
σκουλήκι στην καρδιά τον έτρωγε κι αρνήθηκε τον κόσμο.
Κι ο Άρης, της μάχης ο ανεχόρταγος, τον Ίσαντρο το γιο του
σκοτώνει, εκεί που με τους Σόλυμους τους ξακουστούς χτυπιόταν.
Την κόρη η χρυσοχάλινη Άρτεμη θυμώνοντας σκοτώνει· 205
κι ο Ιππόλοχος εμένα εγέννησε και σπέρμα του λογιέμαι·
κι όταν στην Τροία με ξεπροβόδιζε, διπλοπαράγγελνέ μου
να θέλω νά ᾽μαι ο πρώτος πάντα μου, να ξεπερνώ τους άλλους,
να μην ντροπιάσω τους προγόνους μου ποτέ μου, που σταθήκαν
οι πιο αντρειωμένοι μες στην Έφυρα και στην πλατιά Λυκία. 210
Τέτοια η γενιά μου εμένα πέτομαι πως είναι, τέτοια η φύτρα.»
Έτσι μιλούσε, κι ο βροντόφωνος εχάρηκε Διομήδης,
και το κοντάρι κάτω μπήγοντας στη γη την πολυθρόφα
στον αντρολάτη ευτύς με πρόσχαρα γλυκομιλούσε λόγια:
«Παλιός λοιπόν λογιέσαι φίλος μου, προγονικός, αλήθεια! 215
τι ο αρχοντικός Οινέας τον άψεγο Βελλεροφόντη, ξέρω,
κράτησε κάποτε στο σπίτι του καλοσκαμνίζοντάς τον
είκοσι μέρες, κι ώρια αλλάξανε δώρα φιλιάς οι δυο τους·
ο Οινέας ζωστάρι λαμπροπόρφυρο του χάρισε να τό ᾽χει,
και δέχτηκε απ᾽ αυτόν διπλόγουβη μαλαματένια κούπα, 220
που τώρα ακόμα στο παλάτι μου μισεύοντας αφήκα.
Μα δε θυμούμαι εγώ τον κύρη μου, τι ήμουν μικρός ακόμα,
σύντας στη Θήβα πέρα εχάθηκαν των Αχαιών τ᾽ ασκέρια.
Λοιπόν μες στο Άργος καλοπρόσδεχτος θα μού ᾽σαι ξένος πάντα·
κι εγώ δικός σου, αν έρθω κάποτε στων Λυκιωτών τη χώρα. 225
Κι όταν ακόμα ανάβει ο πόλεμος, ας κρατηθούμε αλάργα·
πολλοί ᾽ναι οι Τρώες, πολλοί οι συμμάχοι τους, για νά ᾽χω να σκοτώνω
όποιον μού ρίξει ο θεός στα χέρια μου γιά τρέχοντας τον φτάσω·
Κι έχεις και συ Αχαιούς, αν δύνεσαι, πολλούς να ρίξεις κάτω.
Και τ᾽ άρματά μας ας αλλάξουμε, και τούτοι για να μάθουν 230
πως φίλοι γονικοί λογιόμαστε κι απ᾽ τα παλιά τα χρόνια.»
Έτσι σα μίλησαν, απήδηξαν από τ᾽ αμάξια κάτω,
δώσαν τα χέρια τους κι ορκίστηκαν πιστή φιλιά κι αγάπη.
Τότε του Γλαύκου επαρασάλεψε τα φρένα ο γιος του Κρόνου,
που τ᾽ άρματά του πήγε κι άλλαξε με του τρανού Διομήδη, 235
χρυσά με χάλκινα, εκατόβοδα μ᾽ εννιάβοδα μονάχα.
Τὸν δ᾽ αὖθ᾽ Ἱππολόχοιο προσηύδα φαίδιμος υἱός·
«Τυδεΐδη μεγάθυμε, τίη γενεὴν ἐρεείνεις; 145
οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν.
φύλλα τὰ μέν τ᾽ ἄνεμος χαμάδις χέει, ἄλλα δέ θ᾽ ὕλη
τηλεθόωσα φύει, ἔαρος δ᾽ ἐπιγίγνεται ὥρη·
ὣς ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ᾽ ἀπολήγει.
εἰ δ᾽ ἐθέλεις καὶ ταῦτα δαήμεναι, ὄφρ᾽ ἐῢ εἰδῇς 150
ἡμετέρην γενεήν, πολλοὶ δέ μιν ἄνδρες ἴσασιν·
ἔστι πόλις Ἐφύρη μυχῷ Ἄργεος ἱπποβότοιο,
ἔνθα δὲ Σίσυφος ἔσκεν, ὃ κέρδιστος γένετ᾽ ἀνδρῶν,
Σίσυφος Αἰολίδης· ὁ δ᾽ ἄρα Γλαῦκον τέκεθ᾽ υἱόν,
αὐτὰρ Γλαῦκος τίκτεν ἀμύμονα Βελλεροφόντην· 155
τῷ δὲ θεοὶ κάλλος τε καὶ ἠνορέην ἐρατεινὴν
ὤπασαν· αὐτάρ οἱ Προῖτος κακὰ μήσατο θυμῷ,
ὅς ῥ᾽ ἐκ δήμου ἔλασσεν, ἐπεὶ πολὺ φέρτερος ἦεν,
Ἀργείων· Ζεὺς γάρ οἱ ὑπὸ σκήπτρῳ ἐδάμασσε.
τῷ δὲ γυνὴ Προίτου ἐπεμήνατο, δῖ᾽ Ἄντεια, 160
κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι· ἀλλὰ τὸν οὔ τι
πεῖθ᾽ ἀγαθὰ φρονέοντα, δαΐφρονα Βελλεροφόντην.
ἡ δὲ ψευσαμένη Προῖτον βασιλῆα προσηύδα·
“τεθναίης, ὦ Προῖτ᾽, ἢ κάκτανε Βελλεροφόντην,
ὅς μ᾽ ἔθελεν φιλότητι μιγήμεναι οὐκ ἐθελούσῃ.” 165
ὣς φάτο, τὸν δὲ ἄνακτα χόλος λάβεν οἷον ἄκουσε·
κτεῖναι μέν ῥ᾽ ἀλέεινε, σεβάσσατο γὰρ τό γε θυμῷ,
πέμπε δέ μιν Λυκίηνδε, πόρεν δ᾽ ὅ γε σήματα λυγρὰ
γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ θυμοφθόρα πολλά,
δεῖξαι δ᾽ ἠνώγειν ᾧ πενθερῷ, ὄφρ᾽ ἀπόλοιτο. 170
αὐτὰρ ὁ βῆ Λυκίηνδε θεῶν ὑπ᾽ ἀμύμονι πομπῇ.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ Λυκίην ἷξε Ξάνθόν τε ῥέοντα,
προφρονέως μιν τῖεν ἄναξ Λυκίης εὐρείης·
ἐννῆμαρ ξείνισσε καὶ ἐννέα βοῦς ἱέρευσεν.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ δεκάτη ἐφάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, 175
καὶ τότε μιν ἐρέεινε καὶ ᾔτεε σῆμα ἰδέσθαι,
ὅττι ῥά οἱ γαμβροῖο πάρα Προίτοιο φέροιτο.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σῆμα κακὸν παρεδέξατο γαμβροῦ,
πρῶτον μέν ῥα Χίμαιραν ἀμαιμακέτην ἐκέλευσε
πεφνέμεν· ἡ δ᾽ ἄρ᾽ ἔην θεῖον γένος, οὐδ᾽ ἀνθρώπων, 180
πρόσθε λέων, ὄπιθεν δὲ δράκων, μέσση δὲ χίμαιρα,
δεινὸν ἀποπνείουσα πυρὸς μένος αἰθομένοιο.
καὶ τὴν μὲν κατέπεφνε θεῶν τεράεσσι πιθήσας·
δεύτερον αὖ Σολύμοισι μαχέσσατο κυδαλίμοισι·
καρτίστην δὴ τήν γε μάχην φάτο δύμεναι ἀνδρῶν. 185
τὸ τρίτον αὖ κατέπεφνεν Ἀμαζόνας ἀντιανείρας.
τῷ δ᾽ ἄρ᾽ ἀνερχομένῳ πυκινὸν δόλον ἄλλον ὕφαινε·
κρίνας ἐκ Λυκίης εὐρείης φῶτας ἀρίστους
εἷσε λόχον· τοὶ δ᾽ οὔ τι πάλιν οἶκόνδε νέοντο·
πάντας γὰρ κατέπεφνεν ἀμύμων Βελλεροφόντης. 190
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ γίγνωσκε θεοῦ γόνον ἠῢν ἐόντα,
αὐτοῦ μιν κατέρυκε, δίδου δ᾽ ὅ γε θυγατέρα ἥν,
δῶκε δέ οἱ τιμῆς βασιληΐδος ἥμισυ πάσης·
καὶ μέν οἱ Λύκιοι τέμενος τάμον ἔξοχον ἄλλων,
καλὸν φυταλιῆς καὶ ἀρούρης, ὄφρα νέμοιτο. 195
ἡ δ᾽ ἔτεκε τρία τέκνα δαΐφρονι Βελλεροφόντῃ,
Ἴσανδρόν τε καὶ Ἱππόλοχον καὶ Λαοδάμειαν.
Λαοδαμείῃ μὲν παρελέξατο μητίετα Ζεύς,
ἡ δ᾽ ἔτεκ᾽ ἀντίθεον Σαρπηδόνα χαλκοκορυστήν.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ καὶ κεῖνος ἀπήχθετο πᾶσι θεοῖσιν, 200
ἤτοι ὁ κὰπ πεδίον τὸ Ἀλήϊον οἶος ἀλᾶτο,
ὃν θυμὸν κατέδων, πάτον ἀνθρώπων ἀλεείνων·
Ἴσανδρον δέ οἱ υἱὸν Ἄρης ἆτος πολέμοιο
μαρνάμενον Σολύμοισι κατέκτανε κυδαλίμοισι·
τὴν δὲ χολωσαμένη χρυσήνιος Ἄρτεμις ἔκτα. 205
Ἱππόλοχος δέ μ᾽ ἔτικτε, καὶ ἐκ τοῦ φημι γενέσθαι·
πέμπε δέ μ᾽ ἐς Τροίην, καί μοι μάλα πόλλ᾽ ἐπέτελλεν,
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων,
μηδὲ γένος πατέρων αἰσχυνέμεν, οἳ μέγ᾽ ἄριστοι
ἔν τ᾽ Ἐφύρῃ ἐγένοντο καὶ ἐν Λυκίῃ εὐρείῃ. 210
ταύτης τοι γενεῆς τε καὶ αἵματος εὔχομαι εἶναι.»
Ὣς φάτο, γήθησεν δὲ βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης·
ἔγχος μὲν κατέπηξεν ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ,
αὐτὰρ ὁ μειλιχίοισι προσηύδα ποιμένα λαῶν·
«ἦ ῥά νύ μοι ξεῖνος πατρώϊός ἐσσι παλαιός· 215
Οἰνεὺς γάρ ποτε δῖος ἀμύμονα Βελλεροφόντην
ξείνισ᾽ ἐνὶ μεγάροισιν ἐείκοσιν ἤματ᾽ ἐρύξας·
οἱ δὲ καὶ ἀλλήλοισι πόρον ξεινήϊα καλά·
Οἰνεὺς μὲν ζωστῆρα δίδου φοίνικι φαεινόν,
Βελλεροφόντης δὲ χρύσεον δέπας ἀμφικύπελλον, 220
καί μιν ἐγὼ κατέλειπον ἰὼν ἐν δώμασ᾽ ἐμοῖσι.
Τυδέα δ᾽ οὐ μέμνημαι, ἐπεί μ᾽ ἔτι τυτθὸν ἐόντα
κάλλιφ᾽, ὅτ᾽ ἐν Θήβῃσιν ἀπώλετο λαὸς Ἀχαιῶν.
τῶ νῦν σοὶ μὲν ἐγὼ ξεῖνος φίλος Ἄργεϊ μέσσῳ
εἰμί, σὺ δ᾽ ἐν Λυκίῃ, ὅτε κεν τῶν δῆμον ἵκωμαι. 225
ἔγχεα δ᾽ ἀλλήλων ἀλεώμεθα καὶ δι᾽ ὁμίλου·
πολλοὶ μὲν γὰρ ἐμοὶ Τρῶες κλειτοί τ᾽ ἐπίκουροι,
κτείνειν ὅν κε θεός γε πόρῃ καὶ ποσσὶ κιχείω,
πολλοὶ δ᾽ αὖ σοὶ Ἀχαιοὶ ἐναιρέμεν ὅν κε δύνηαι.
τεύχεα δ᾽ ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν, ὄφρα καὶ οἵδε 230
γνῶσιν ὅτι ξεῖνοι πατρώϊοι εὐχόμεθ᾽ εἶναι.»
Ὣς ἄρα φωνήσαντε, καθ᾽ ἵππων ἀΐξαντε,
χεῖράς τ᾽ ἀλλήλων λαβέτην καὶ πιστώσαντο·
ἔνθ᾽ αὖτε Γλαύκῳ Κρονίδης φρένας ἐξέλετο Ζεύς,
ὃς πρὸς Τυδεΐδην Διομήδεα τεύχε᾽ ἄμειβε 235
χρύσεα χαλκείων, ἑκατόμβοι᾽ ἐννεαβοίων.