Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 5 στ. 159-228
Εκεί δυο γιους του Πρίαμου πρόφτασε του Δαρδανίδη, ως ήταν
μες σ᾽ ένα αμάξι, τον Εχέμμονα και το Χρομίο· σα λιόντας, 160
που σε βοδιών κοπάδι χύνεται και μιας δαμάλας σπάζει
το σβέρκο γιά βοδιού, στο σύλλογγο καθώς βοσκολογούνε·
όμοια κι αυτούς τους δυο απ᾽ το αμάξι τους κατέβασε ο Διομήδης
μεβιάς, αθέλητά τους, κι έπειτα τους γδύνει απ᾽ τ᾽ άρματά τους,
και δίνει τ᾽ άλογα στους σύντροφους στα πλοία να του τα φέρουν. 165
Όπως τον είδε ο Αινείας που ερήμαζε τις φάλαγγές τους γύρω,
στων κονταριών κινάει τον τάραχο και πάει, στη μάχη μέσα
ζητώντας τον ισόθεο Πάνταρο, μπας και τον σμίξει κάπου.
Κι ως τον αντρόκαρδο, αψεγάδιαστο γιο του Λυκάονα βρήκε,
τρέχει μεμιάς και στάθη αντίκρυ του κι έτσι μιλάει και κρένει: 170
«Πάνταρε, πού ᾽ναι το δοξάρι σου κι οι φτερωτές σαγίτες
και το άκουσμά σου; Εδώ ποιός βρίσκεται να παραβγεί μαζί σου;
Και στη Λυκία ποιός τάχα πέτεται πως είναι πιο αντρειωμένος;
Ομπρός λοιπόν, στο Δία τα χέρια σου για σήκω, και σε κείνον
ρίξε, όποιος νά ᾽ναι, τη σαγίτα σου. Βαριά χτυπάει και θράψη 175
κάνει στους Τρώες· πολλών κι αντρόκαρδων τα γόνατα έχει λύσει.
Εξόν θεός και νά ᾽ν᾽, που αδιάκοπα θυμό κρατάει των Τρώων
γι᾽ ατέλεστες θυσίες, τι η μάνητα βαριά των αθανάτων.»
Και του Λυκάονα ο γιος ο ασύγκριτος του απηλογήθη κι είπε:
«Αινεία, των Τρώων τρανέ πρωτόγερε των χαλκοθωρακάτων, 180
με το Διομήδη εγώ τον άτρομο τον παρομοιάζω σ᾽ όλα·
σκουτάρι, κράνος στενοπρόσωπο, τα βλέπω, είναι δικά του,
και τ᾽ άτια του θωρώ· μα σίγουρα θεός δεν ξέρω αν είναι.
Μ᾽ αν είναι αυτός, καθώς μου φάνηκεν, ο αντρόκαρδος Διομήδης,
δίχως θεό τέτοιο ξεφρένιασμα δε θά ᾽χε· πλάι του στέκει 185
κάποιος αθάνατος, με σύγνεφο στους ώμους τυλιγμένος,
και τη γοργή σαγίτα τού ᾽διωξε, που πάνω του δρομούσε·
τι λίγο πριν σαγίτα τού ᾽ριξα γοργή, και το δεξιό του
τον ώμο πέρα ως πέρα ετρύπησα, στου θώρακα τη γούβα,
κι έλεγα πια πως τον ξαπόστειλα στον Κάτω Κόσμο, κι όμως 190
δεν τον εχάλασα, ως στοχάζομουν· οργή θεού μάς δέρνει!
Κι αμάξι εδώ δεν έχω ουδ᾽ άλογα, για να μπορώ ν᾽ ανέβω.
Και νά ᾽χει αλήθεια ο κύρης έντεκα στο αρχοντικό του αμάξια,
πανώρια, νιόφτιαχτα, ολοκαίνουργα! Και γύρα τα σκεπάζουν
πανιά απλωμένα· πλάι τους στέκουνται κι από ᾽να στο καθένα 195
ζευγάρι αλόγατα, που θρέφουνται με βίκο και κριθάρι.
Πολλά ο Λυκάονας μου παράγγελνεν, ο γέρο πολεμάρχος,
σύντας κινούσα απ᾽ το παλάτι μας το στέριο, εδώ για νά ᾽ρθω.
Μού ᾽λεγε, πάντα απά στο αμάξι μου και στ᾽ άτια ανεβασμένος
να κυβερνώ τους Τρώες στον τάραχο τον άγριο του πολέμου. 200
Μα δεν τον άκουσα, και θά ᾽μουνα πολύ πιο κερδεμένος·
τι τ᾽ άλογά μας τα λυπήθηκα, που ετρώγαν όσο θέλαν,
μπας κι η ταγή τούς λείψει, ως θά ᾽μαστε κλεισμένοι μες στο κάστρο.
Έτσι τ᾽ αφήκα και ξεκίνησα πεζός στην Τροία να φτάσω,
τα θάρρη στο δοξάρι μου έχοντας, μα δε φελάει και τούτο! 205
Σε δυο καλαντρειωμένους έριξα πριν λίγο, στο Διομήδη
και στον υγιό του Ατρέα, και πέτυχα, μα κι αν τινάχτη αλήθεια
και των δυονώ το γαίμα, πιότερο τους ξάναψα μονάχα.
Ώρα κακή ήταν που ξεκρέμασα το γυριστό δοξάρι
απ᾽ το καρφί τη μέρα πού ᾽φευγα, στην ώρια Τροία για νά ᾽ρθω, 210
να μπώ στους Τρώες για χάρη του Έχτορα του αρχοντικού προλάτης.
Μ᾽ αν είναι να γυρίσω κάποτε και ν᾽ αντικρίσω πάλε
την πατρική μου γη, το ταίρι μου και το αψηλό μου σπίτι,
ευτύς αλήθεια το κεφάλι μου κάποιος οχτρός να κόψει,
αν το δοξάρι αυτό τα χέρια μου δε σπάσουν και το ρίξουν 215
στη λαμπαδούσα φλόγα· τι άδικα το κουβαλώ μαζί μου!»
Και τότε ο Αινείας, των Τρώων ο κύβερνος, απηλογιά τού δίνει:
«Τα λόγια αυτά που λες παράτα τα, κι άλλη γιατριά δεν είναι
παρά με τ᾽ άτια και το αμάξι μου κι οι δυο μας να χυθούμε
πάνω στον άντρα αυτόν, να κρούσουμε μαζί του τ᾽ άρματά μας. 220
Μόν᾽ έλα, ανέβα πα στο αμάξι μου, να δεις και συ τί αξίζουν
του Τρώα τ᾽ αλόγατα, πώς ξέρουνε στον κάμπο δώθε κείθε
μια γρήγορα μπροστά να χύνουνται και μια να φεύγουν πίσω.
Αυτά μπορεί και μας να γλίτωναν στο κάστρο μέσα τώρα,
αν στο Διομήδη ο Δίας εχάριζε δόξα τρανή και πάλε. 225
Τ᾽ αστραφτερά εσύ τώρα νιόλουρα και το μαστίγι πάρε,
κι εγώ θα κατεβώ απ᾽ το αμάξι μου πεζός να πολεμήσω·
γιά στάσου εσύ και πάρ᾽ τον πάνω σου, κι εγώ κοιτάζω τ᾽ άτια.»
Ἔνθ᾽ υἷας Πριάμοιο δύω λάβε Δαρδανίδαο
εἰν ἑνὶ δίφρῳ ἐόντας, Ἐχέμμονά τε Χρομίον τε. 160
ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξῃ
πόρτιος ἠὲ βοός, ξύλοχον κάτα βοσκομενάων,
ὣς τοὺς ἀμφοτέρους ἐξ ἵππων Τυδέος υἱὸς
βῆσε κακῶς ἀέκοντας, ἔπειτα δὲ τεύχε᾽ ἐσύλα·
ἵππους δ᾽ οἷς ἑτάροισι δίδου μετὰ νῆας ἐλαύνειν. 165
Τὸν δ᾽ ἴδεν Αἰνείας ἀλαπάζοντα στίχας ἀνδρῶν,
βῆ δ᾽ ἴμεν ἄν τε μάχην καὶ ἀνὰ κλόνον ἐγχειάων
Πάνδαρον ἀντίθεον διζήμενος, εἴ που ἐφεύροι·
εὗρε Λυκάονος υἱὸν ἀμύμονά τε κρατερόν τε,
στῆ δὲ πρόσθ᾽ αὐτοῖο ἔπος τέ μιν ἀντίον ηὔδα· 170
«Πάνδαρε, ποῦ τοι τόξον ἰδὲ πτερόεντες ὀϊστοὶ
καὶ κλέος; ᾧ οὔ τίς τοι ἐρίζεται ἐνθάδε γ᾽ ἀνήρ,
οὐδέ τις ἐν Λυκίῃ σέο γ᾽ εὔχεται εἶναι ἀμείνων.
ἀλλ᾽ ἄγε τῷδ᾽ ἔφες ἀνδρὶ βέλος, Διὶ χεῖρας ἀνασχών,
ὅς τις ὅδε κρατέει καὶ δὴ κακὰ πολλὰ ἔοργε 175
Τρῶας, ἐπεὶ πολλῶν τε καὶ ἐσθλῶν γούνατ᾽ ἔλυσεν·
εἰ μή τις θεός ἐστι κοτεσσάμενος Τρώεσσιν
ἱρῶν μηνίσας· χαλεπὴ δὲ θεοῦ ἔπι μῆνις.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Λυκάονος ἀγλαὸς υἱός·
«Αἰνεία, Τρώων βουληφόρε χαλκοχιτώνων, 180
Τυδεΐδῃ μιν ἔγωγε δαΐφρονι πάντα ἐΐσκω,
ἀσπίδι γιγνώσκων αὐλώπιδί τε τρυφαλείῃ,
ἵππους τ᾽ εἰσορόων· σάφα δ᾽ οὐκ οἶδ᾽ εἰ θεός ἐστιν.
εἰ δ᾽ ὅ γ᾽ ἀνὴρ ὅν φημι, δαΐφρων Τυδέος υἱός,
οὐχ ὅ γ᾽ ἄνευθε θεοῦ τάδε μαίνεται, ἀλλά τις ἄγχι 185
ἕστηκ᾽ ἀθανάτων, νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους,
ὃς τούτου βέλος ὠκὺ κιχήμενον ἔτραπεν ἄλλῃ.
ἤδη γάρ οἱ ἐφῆκα βέλος, καί μιν βάλον ὦμον
δεξιὸν ἀντικρὺ διὰ θώρηκος γυάλοιο·
καί μιν ἔγωγ᾽ ἐφάμην Ἀϊδωνῆϊ προϊάψειν, 190
ἔμπης δ᾽ οὐκ ἐδάμασσα· θεός νύ τίς ἐστι κοτήεις.
ἵπποι δ᾽ οὐ παρέασι καὶ ἅρματα, τῶν κ᾽ ἐπιβαίην·
ἀλλά που ἐν μεγάροισι Λυκάονος ἕνδεκα δίφροι
καλοὶ πρωτοπαγεῖς νεοτευχέες· ἀμφὶ δὲ πέπλοι
πέπτανται· παρὰ δέ σφιν ἑκάστῳ δίζυγες ἵπποι 195
ἑστᾶσι κρῖ λευκὸν ἐρεπτόμενοι καὶ ὀλύρας.
ἦ μέν μοι μάλα πολλὰ γέρων αἰχμητὰ Λυκάων
ἐρχομένῳ ἐπέτελλε δόμοις ἔνι ποιητοῖσιν·
ἵπποισίν με κέλευε καὶ ἅρμασιν ἐμβεβαῶτα
ἀρχεύειν Τρώεσσι κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας· 200
ἀλλ᾽ ἐγὼ οὐ πιθόμην —ἦ τ᾽ ἂν πολὺ κέρδιον ἦεν—
ἵππων φειδόμενος, μή μοι δευοίατο φορβῆς
ἀνδρῶν εἰλομένων, εἰωθότες ἔδμεναι ἄδην.
ὣς λίπον, αὐτὰρ πεζὸς ἐς Ἴλιον εἰλήλουθα
τόξοισιν πίσυνος· τὰ δέ μ᾽ οὐκ ἄρ᾽ ἔμελλον ὀνήσειν. 205
ἤδη γὰρ δοιοῖσιν ἀριστήεσσιν ἐφῆκα,
Τυδεΐδῃ τε καὶ Ἀτρεΐδῃ, ἐκ δ᾽ ἀμφοτέροιιν
ἀτρεκὲς αἷμ᾽ ἔσσευα βαλών, ἤγειρα δὲ μᾶλλον.
τῶ ῥα κακῇ αἴσῃ ἀπὸ πασσάλου ἀγκύλα τόξα
ἤματι τῷ ἑλόμην ὅτε Ἴλιον εἰς ἐρατεινὴν 210
ἡγεόμην Τρώεσσι, φέρων χάριν Ἕκτορι δίῳ.
εἰ δέ κε νοστήσω καὶ ἐσόψομαι ὀφθαλμοῖσι
πατρίδ᾽ ἐμὴν ἄλοχόν τε καὶ ὑψερεφὲς μέγα δῶμα,
αὐτίκ᾽ ἔπειτ᾽ ἀπ᾽ ἐμεῖο κάρη τάμοι ἀλλότριος φώς,
εἰ μὴ ἐγὼ τάδε τόξα φαεινῷ ἐν πυρὶ θείην 215
χερσὶ διακλάσσας· ἀνεμώλια γάρ μοι ὀπηδεῖ.»
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Αἰνείας Τρώων ἀγὸς ἀντίον ηὔδα·
«μὴ δὴ οὕτως ἀγόρευε· πάρος δ᾽ οὐκ ἔσσεται ἄλλως,
πρίν γ᾽ ἐπὶ νὼ τῷδ᾽ ἀνδρὶ σὺν ἵπποισιν καὶ ὄχεσφιν
ἀντιβίην ἐλθόντε σὺν ἔντεσι πειρηθῆναι. 220
ἀλλ᾽ ἄγ᾽ ἐμῶν ὀχέων ἐπιβήσεο, ὄφρα ἴδηαι
οἷοι Τρώϊοι ἵπποι, ἐπιστάμενοι πεδίοιο
κραιπνὰ μάλ᾽ ἔνθα καὶ ἔνθα διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι·
τὼ καὶ νῶϊ πόλινδε σαώσετον, εἴ περ ἂν αὖτε
Ζεὺς ἐπὶ Τυδεΐδῃ Διομήδεϊ κῦδος ὀρέξῃ. 225
ἀλλ᾽ ἄγε νῦν μάστιγα καὶ ἡνία σιγαλόεντα
δέξαι, ἐγὼ δ᾽ ἵππων ἀποβήσομαι, ὄφρα μάχωμαι·
ἠὲ σὺ τόνδε δέδεξο, μελήσουσιν δ᾽ ἐμοὶ ἵπποι.»