Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 4 στ. 141-219
Πώς όταν με πορφύρα φίλντισι γυναίκα αλικοβάφει,
Λύδισσα ή Κάρισσα, να βρίσκεται γι᾽ αλόγου χαλινάρι,
και πλήθος ξένοι καβαλάρηδες το λαχταρούν, μα εκείνο
κρυμμένο στο κελάρι κείτεται, να φράνει κάποιο ρήγα,
του αλόγου αντάμα νά ᾽ναι στόλισμα, του αλογολάτη δόξα· 145
όμοια και σένα αλικοβάφηκαν, Μενέλαε, και πανώρια
μεριά και κνήμες και καλόφτιαχτοι πιο χαμηλά αστραγάλοι.
Κι έκοψε κρύος τον Αγαμέμνονα τον πρωταφέντη ιδρώτας,
ως είδε απ᾽ την πληγή να χύνεται το μαύρο γαίμα κάτω.
Έκοψε κρύος και τον πολέμαρχο Μενέλαο τότε ιδρώτας· 150
σαν είδε ωστόσο πως και σύδεση και νύχια της σαγίτας
απόξω εμείναν, αναθάρρεψε και τού ᾽φυγε η τρομάρα.
Και τότε ο ρήγας Αγαμέμνονας τον πήρε από το χέρι
κι είπε βογγώντας, και τρογύρα του βογγούσαν κι οι συντρόφοι:
«Γλυκέ αδερφέ, τους όρκους έκαμα λοιπόν για το χαμό σου, 155
που μοναχό μπροστά μας σ᾽ έβαλα τους Τρώες να πολεμήσεις;
Νά οι Τρώες που σού ᾽ριξαν και πάτησαν τους μπιστεμένους όρκους.
Μα δε θα παν χαμένα κι άδικα το αρνίσιο γαίμα κι οι όρκοι
κι οι ακράτες μας σπονδές και τ᾽ άδολα χεροσφιξίματά μας·
τι αν δεν παιδέψει ο ρήγας του Όλυμπου μεμιάς τους ορκοπάτες, 160
θα τους παιδέψει αργά, μα σίγουρα· βαριά θα το πλερώσουν
οι Τρώες, κι ατοί τους και τα ταίρια τους και τα παιδιά τους ―όλοι!
τι εγώ στο νου μου και στα φρένα μου καλά το ξέρω αλήθεια:
Θα ξημερώσει μέρα κάποτε που θα χαθεί το κάστρο
της Τροίας κι ο Πρίαμος ο πολέμαρχος κι όλος μαζί ο λαός του. 165
Κι ο γιος του Κρόνου, που αψηλόθρονος βιγλίζει απ᾽ τον αιθέρα,
το μαύρο ατός του βροντοσκούταρο μπρος σ᾽ όλους θα τραντάζει,
γι᾽ αυτή την πιβουλιά θυμώνοντας. Ό,τι σου λέω θα γένει.
Όμως, Μενέλαε, πίκρα ανείπωτη θα νιώσω απ᾽ αφορμή σου,
αν μου πεθάνεις και της μοίρας σου το νήμα ξετελέψει· 170
κι όλο ντροπή ξοπίσω θά ᾽γερνα στο διψασμένο το Άργος·
τι ευτύς οι Αργίτες την πατρίδα τους θ᾽ αποζητήσουν τότε,
κι η Ελένη η αργίτισσα θ᾽ απόμενε στον Πρίαμο και στους Τρώες
για καυκησιά. Κι εσύ θα κείτεσαι στην Τροία· τα κόκαλά σου
το χώμα θα σαπίζει, κι άδικος θα μείνει εδώ ο ερχομός μας. 175
Και κάποιος απ᾽ τους Τρώες τους πέρφανους αυτά θα πει μια μέρα
ποδοπατώντας του τρισεύγενου Μενέλαου το μνημούρι:
“Το άχτι του σε όλους ο Αγαμέμνονας όμοια να βγάζει πάντα
σαν τώρα εδώ, που ασκέρι αργίτικο κουβάλησε του κάκου
και πίσω εγύρισε στο σπίτι του, στο πατρικό του χώμα 180
με άδεια καράβια, τον πολέμαρχο Μενέλαο παρατώντας.”
Αυτά θα πει, μα εμένα ας άνοιγεν η γης να με πλακώσει.»
Τότε ο ξανθός Μενέλαος μίλησεν αναγκαρδιώνοντάς τον:
«Κάνε κουράγιο και το αργίτικο το ασκέρι μη φοβίζεις.
Μέσα βαθιά πολύ δε χώθηκεν η μυτερή σαγίτα· 185
μπροστά τ᾽ ολόπλουμο την κράτησε ζωνάρι, κι από κάτω
το δέμα και το ζώμα, πού ᾽φτιασαν χαλκιάδες ξακουσμένοι.»
Κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας απηλογιά τού δίνει:
«Καλέ Μενέλαε, νά ᾽ταν άμποτε σαν που το λες· ωστόσο
γιατρός θα σε κοιτάξει γρήγορα, κι απάνω στην πληγή σου 190
βοτάνια θ᾽ απιθώσει, οι μαύροι σου για να γλυκάνουν πόνοι.»
Είπε, και τον Ταλθύβιο πρόσταξε, το σεβαστό διαλάλη:
«Ταλθύβιε, το Μαχάονα φώναξε και μην αργείς καθόλου,
τον Ασκληπιό που έχει, τον άψεγο το γιατρευτή, πατέρα,
το γιο του Ατρέα, τον πολεμόχαρο Μενέλαο, να κοιτάξει. 195
Δοξαρευτής τρανός τον χτύπησεν απ᾽ τους Λυκιώτες κάποιος,
γιά κι απ᾽ τους Τρώες, για κείνον καύκημα, καημός για μας μεγάλος.»
Είπε, κι ο κράχτης δεν παράκουσε στα λόγια του, μόν᾽ πήρε
να τρέχει μες στων χαλκοθώρακων των Αχαιών τ᾽ ασκέρια,
τον ξακουστό Μαχάονα ψάχνοντας. Τον πέτυχε να στέκει, 200
κι οι βαριαρματωμένοι γύρα του, γερές ζυγιές, καθόνταν,
που από την Τρίκη τον ακλούθηξαν την αλογοθροφούσα.
Κι ως στάθη πλάι του, με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Σήκω, κι ο μέγας Αγαμέμνονας, γιε του Ασκληπιού, σε κράζει,
το γιο του Ατρέα, τον πολεμόχαρο Μενέλαο, να κοιτάξεις. 205
Δοξαρευτής τρανός τον χτύπησεν απ᾽ τους Λυκιώτες κάποιος,
γιά κι απ᾽ τους Τρώες, για κείνον καύκημα, καημός για μας μεγάλος.»
Έτσι είπε, κι εκεινού αναδεύτηκε βαθιά η καρδιά στα στήθη,
και τράβηξαν μπροστά, τ᾽ αργίτικα φουσάτα διαπερνώντας.
Κι ως έφτασαν εκεί που εστέκουνταν στη μέση ο λαβωμένος 210
ξανθός Μενέλαος και τον έζωναν οι πιο τρανοί ρηγάδες,
ευτύς ο ισόθεος ήρωας έτρεξε και στάθη αναμεσό τους,
κι απ᾽ το σφιχτό ζωνάρι ετράβηξε με βιάση τη σαγίτα·
και με το τράβηγμα της έσπασαν τα νύχια ομπρός· κι εκείνος
τού ᾽λυσε πρώτα τ᾽ ολοπλούμιστο ζωνάρι, κι από κάτω 215
το δέμα και το ζώμα, πού ᾽φτιασαν χαλκιάδες ξακουσμένοι.
Και την πληγή, η πικρή που του άνοιξε σαγίτα, ως είδε, το αίμα
βύζαξε πρώτα, κι όπως κάτεχε, πραγά μετά βοτάνια
πιθώνει, πού ᾽χε δώσει ο Χείρωνας στον κύρη του απ᾽ αγάπη.
Ὡς δ᾽ ὅτε τίς τ᾽ ἐλέφαντα γυνὴ φοίνικι μιήνῃ
Μῃονὶς ἠὲ Κάειρα, παρήϊον ἔμμεναι ἵππων·
κεῖται δ᾽ ἐν θαλάμῳ, πολέες τέ μιν ἠρήσαντο
ἱππῆες φορέειν· βασιλῆϊ δὲ κεῖται ἄγαλμα,
ἀμφότερον κόσμος θ᾽ ἵππῳ ἐλατῆρί τε κῦδος· 145
τοῖοί τοι, Μενέλαε, μιάνθην αἵματι μηροὶ
εὐφυέες κνῆμαί τε ἰδὲ σφυρὰ κάλ᾽ ὑπένερθε.
Ῥίγησεν δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων,
ὡς εἶδεν μέλαν αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς·
ῥίγησεν δὲ καὶ αὐτὸς ἀρηΐφιλος Μενέλαος. 150
ὡς δὲ ἴδεν νεῦρόν τε καὶ ὄγκους ἐκτὸς ἐόντας,
ἄψορρόν οἱ θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη.
τοῖς δὲ βαρὺ στενάχων μετέφη κρείων Ἀγαμέμνων,
χειρὸς ἔχων Μενέλαον, ἐπεστενάχοντο δ᾽ ἑταῖροι·
«φίλε κασίγνητε, θάνατόν νύ τοι ὅρκι᾽ ἔταμνον, 155
οἶον προστήσας πρὸ Ἀχαιῶν Τρωσὶ μάχεσθαι,
ὥς σ᾽ ἔβαλον Τρῶες, κατὰ δ᾽ ὅρκια πιστὰ πάτησαν.
οὐ μέν πως ἅλιον πέλει ὅρκιον αἷμά τε ἀρνῶν
σπονδαί τ᾽ ἄκρητοι καὶ δεξιαί, ᾗς ἐπέπιθμεν.
εἴ περ γάρ τε καὶ αὐτίκ᾽ Ὀλύμπιος οὐκ ἐτέλεσσεν, 160
ἔκ τε καὶ ὀψὲ τελεῖ, σύν τε μεγάλῳ ἀπέτεισαν,
σὺν σφῇσιν κεφαλῇσι γυναιξί τε καὶ τεκέεσσιν.
εὖ γὰρ ἐγὼ τόδε οἶδα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν·
ἔσσεται ἦμαρ ὅτ᾽ ἄν ποτ᾽ ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ
καὶ Πρίαμος καὶ λαὸς ἐϋμμελίω Πριάμοιο, 165
Ζεὺς δέ σφι Κρονίδης ὑψίζυγος, αἰθέρι ναίων,
αὐτὸς ἐπισσείῃσιν ἐρεμνὴν αἰγίδα πᾶσι
τῆσδ᾽ ἀπάτης κοτέων· τὰ μὲν ἔσσεται οὐκ ἀτέλεστα·
ἀλλά μοι αἰνὸν ἄχος σέθεν ἔσσεται, ὦ Μενέλαε,
αἴ κε θάνῃς καὶ πότμον ἀναπλήσῃς βιότοιο. 170
καί κεν ἐλέγχιστος πολυδίψιον Ἄργος ἱκοίμην·
αὐτίκα γὰρ μνήσονται Ἀχαιοὶ πατρίδος αἴης·
κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ λίποιμεν
Ἀργείην Ἑλένην· σέο δ᾽ ὀστέα πύσει ἄρουρα
κειμένου ἐν Τροίῃ ἀτελευτήτῳ ἐπὶ ἔργῳ. 175
καί κέ τις ὧδ᾽ ἐρέει Τρώων ὑπερηνορεόντων
τύμβῳ ἐπιθρῴσκων Μενελάου κυδαλίμοιο·
“αἴθ᾽ οὕτως ἐπὶ πᾶσι χόλον τελέσει᾽ Ἀγαμέμνων,
ὡς καὶ νῦν ἅλιον στρατὸν ἤγαγεν ἐνθάδ᾽ Ἀχαιῶν,
καὶ δὴ ἔβη οἶκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν 180
σὺν κεινῇσιν νηυσί, λιπὼν ἀγαθὸν Μενέλαον.”
ὥς ποτέ τις ἐρέει· τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών.»
Τὸν δ᾽ ἐπιθαρσύνων προσέφη ξανθὸς Μενέλαος·
«θάρσει, μηδέ τί πω δειδίσσεο λαὸν Ἀχαιῶν·
οὐκ ἐν καιρίῳ ὀξὺ πάγη βέλος, ἀλλὰ πάροιθεν 185
εἰρύσατο ζωστήρ τε παναίολος ἠδ᾽ ὑπένερθε
ζῶμά τε καὶ μίτρη, τὴν χαλκῆες κάμον ἄνδρες.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη κρείων Ἀγαμέμνων·
«αἲ γὰρ δὴ οὕτως εἴη, φίλος ὦ Μενέλαε·
ἕλκος δ᾽ ἰητὴρ ἐπιμάσσεται ἠδ᾽ ἐπιθήσει 190
φάρμαχ᾽, ἅ κεν παύσῃσι μελαινάων ὀδυνάων.»
Ἦ, καὶ Ταλθύβιον, θεῖον κήρυκα, προσηύδα·
«Ταλθύβι᾽, ὅττι τάχιστα Μαχάονα δεῦρο κάλεσσον,
φῶτ᾽ Ἀσκληπιοῦ υἱόν, ἀμύμονος ἰητῆρος,
ὄφρα ἴδῃ Μενέλαον ἀρήϊον Ἀτρέος υἱόν, 195
ὅν τις ὀϊστεύσας ἔβαλεν, τόξων ἐῢ εἰδώς,
Τρώων ἢ Λυκίων, τῷ μὲν κλέος, ἄμμι δὲ πένθος.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἄρα οἱ κῆρυξ ἀπίθησεν ἀκούσας,
βῆ δ᾽ ἰέναι κατὰ λαὸν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων
παπταίνων ἥρωα Μαχάονα· τὸν δ᾽ ἐνόησεν 200
ἑσταότ᾽· ἀμφὶ δέ μιν κρατεραὶ στίχες ἀσπιστάων
λαῶν, οἵ οἱ ἕποντο Τρίκης ἐξ ἱπποβότοιο.
ἀγχοῦ δ᾽ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ὄρσ᾽, Ἀσκληπιάδη, καλέει κρείων Ἀγαμέμνων,
ὄφρα ἴδῃς Μενέλαον ἀρήϊον ἀρχὸν Ἀχαιῶν, 205
ὅν τις ὀϊστεύσας ἔβαλεν, τόξων ἐῢ εἰδώς,
Τρώων ἢ Λυκίων, τῷ μὲν κλέος, ἄμμι δὲ πένθος.»
Ὣς φάτο, τῷ δ᾽ ἄρα θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε·
βὰν δ᾽ ἰέναι καθ᾽ ὅμιλον ἀνὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν.
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἵκανον ὅθι ξανθὸς Μενέλαος 210
βλήμενος ἦν, περὶ δ᾽ αὐτὸν ἀγηγέραθ᾽ ὅσσοι ἄριστοι
κυκλόσ᾽, ὁ δ᾽ ἐν μέσσοισι παρίστατο ἰσόθεος φώς,
αὐτίκα δ᾽ ἐκ ζωστῆρος ἀρηρότος ἕλκεν ὀϊστόν·
τοῦ δ᾽ ἐξελκομένοιο πάλιν ἄγεν ὀξέες ὄγκοι.
λῦσε δέ οἱ ζωστῆρα παναίολον ἠδ᾽ ὑπένερθε 215
ζῶμά τε καὶ μίτρην, τὴν χαλκῆες κάμον ἄνδρες.
αὐτὰρ ἐπεὶ ἴδεν ἕλκος ὅθ᾽ ἔμπεσε πικρὸς ὀϊστός,
αἷμ᾽ ἐκμυζήσας ἐπ᾽ ἄρ᾽ ἤπια φάρμακα εἰδὼς
πάσσε, τά οἵ ποτε πατρὶ φίλα φρονέων πόρε Χείρων.