Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 3 στ. 146-224
Εκεί στο Ζερβοπόρτι εκάθουνταν στο ρήγα Πρίαμο γύρα
ο Ικετάονας ο πολέμαρχος κι ο Λάμπος κι ο Θυμοίτης
κι ο Ουκαλέγοντας κι ο Αντήνορας, κι οι δυο τους μυαλωμένοι,
κι ο Πάνθος κι ο Κλυτίος, πρωτόγεροι της Τροίας, που τους πολέμους
είχαν σκολάσει απ᾽ τα γεράματα, μα ήταν παράξιοι πάντα 150
στα λόγια, τα τζιτζίκια μοιάζοντας, που μες στο δάσο ολούθε
σε δέντρα κάθουνται την όμορφη ξεχύνοντας λαλιά τους.
Τέτοιοι μαθές των Τρώων κι οι πρόβουλοι στον πύργο απά εκαθόνταν.
Κι ως είδαν την Ελένη αντίκρυ τους στον πύργο εκεί να φτάνει,
λόγια ανεμάρπαστα σιγόφωνα σταύρωναν μεταξύ τους: 155
«Δεν είναι κρίμα αν βασανίζουνται για μια γυναίκα τέτοια
μαζί κι οι Αργίτες οι λιοντόκαρδοι κι οι Τρώες καιρούς και χρόνια·
τι φοβερά με τις αθάνατες θεές στην όψη μοιάζει.
Ωστόσο κι έτσι, ας πάει με τ᾽ άρμενα, μ᾽ όλα τα κάλλη πού ᾽χει,
σε μας μη μείνει και στα τέκνα μας για συφορά μια μέρα.» 160
Έτσι έλεγαν, κι ο Πρίαμος φώναξε καλνώντας την Ελένη:
«Γιά σίμωσε εδώ πέρα, κόρη μου, και κάθισε μπροστά μου,
να δεις, αν θες, τον πρώτον άντρα σου, τους φίλους, τους δικούς σου.
Εσύ δε μού ᾽φταιξες, οι αθάνατοι μου φταίξαν, που μου ασκώσαν
τον πολυδάκρυτο τον πόλεμο μαζί με τους Αργίτες. 165
Πες μου τον άντρα το θεόρατο κει πέρα πώς τον λένε;
ποιός νά ᾽ναι εκείνος ο αψηλόκορμος κι αρχοντικός Αργίτης;
Είναι άλλοι πιο αψηλοί, στο ανάστημα που τον περνούν, το βλέπω·
όμως τόσο όμορφο τα μάτια μου δεν έχουν δει ποτέ τους,
μηδέ και τόσο αλήθεια πέρφανο· ρηγάρχης πρέπει νά ᾽ναι.» 170
Κι η Ελένη τότε του αποκρίθηκε, των γυναικών το θάμα:
«Καλέ πατέρα, και σε σέβουμαι και σε φοβούμαι αντάμα.
Κάλλιά ᾽ταν ν᾽ αδικοθανάτιζα, το γιο σου όντας ακλούθουν,
για νά ᾽ρθω εδώ, το σπίτι αφήνοντας του αντρός μου, τους δικούς μου
και τη μικρούλα θυγατέρα μου και τις γλυκές φιλιές μου. 175
Γραφτό δεν ήταν και δεν έγινε, γι᾽ αυτό θρηνώ και λιώνω.
Μα τώρα τούτο που με ρώτησες και θες να μάθεις άκου:
Τούτος ο ρήγας Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα, λογιέται,
και βασιλιάς καλός και αδείλιαστος αντάμα πολέμαρχος·
ήταν, δεν ήταν κάποτε κι εμέ της σκύλας αντραδέρφι!» 180
Είπε, κι ο γέροντας τον θάμαξε και δυνατά φωνάζει:
«Εύτυχε Ατρείδη εσύ, καλότυχε και τρισμακαρισμένε,
πρέπει λοιπόν πολλούς αντρόκαρδους Αργίτες ν᾽ αφεντεύεις!
Για τη Φρυγία μια μέρα κίνησα κι εγώ την αμπελούσα,
χρόνια παλιά, και Φρύγες άμετρους, γοργαλογάδες είδα, 185
του Οτρέα τ᾽ ασκέρια και του Μύγδονα του ισόθεου, που στους όχτους
πλάι του Σαγγάριου τα λημέρια τους είχαν στημένα τότε·
γιατί κι εγώ μαζί τους βρέθηκα, για να τους δώσω χέρι,
σύντας πλακώσαν οι αντροδύναμες στη γη τους Αμαζόνες.
Μα ουδέ κι αυτοί τους αστρομάτηδες Αργίτες ξεπερνούσαν.» 190
Και πάλε ο γέροντας τη ρώτησε τον Οδυσσέα θωρώντας:
«Πες μου και τούτον πάλε, κόρη μου, σαν ποιός και νά ᾽ναι τάχα;
Στην ελικιά τον Αγαμέμνονα, το γιο του Ατρέα, δε φτάνει,
ωστόσο πιο φαρδύς μού φαίνεται στους ώμους και στα στήθη.
Έχει απιθώσει την αρμάτα του στη γη την πολυθρόφα, 195
και σαν μπροστάρης πηγαινόρχεται μες στις σειρές τ᾽ ασκέρια.
Σαν κριάρι θά ᾽λεγα πυκνόμαλλο πως δείχνει τώρα εκείνος,
που σε τρανό κοπάδι ασπρόμαλλες αρνάδες σεργιανίζει.»
Κι η Ελένη τότε του αποκρίθηκε, του γιου του Κρόνου η κόρη:
«Είναι ο Οδυσσέας, ο πολυμήχανος γιος του Λαέρτη, ετούτος, 200
που στην Ιθάκη, ένα πετρόνησο, μεγάλωσε, και μύριες
βαθιές και πονηριές και στόχασες ο νους του κατεβάζει.»
Και τότε ο φρόνιμος Αντήνορας απηλογιά τής δίνει:
«Σωστός αλήθεια πού ᾽ναι ο λόγος σου, κυρά μου, ετούτος τώρα·
τι έχει ο Οδυσσέας ερθεί στο κάστρο μας ο αρχοντογεννημένος 205
με το Μενέλαο τον πολέμαρχο, σταλμένοι απ᾽ αφορμή σου.
Κι ατός μου εγώ τους καλοσκάμνισα, τους κόνεψα στο σπίτι,
και γνώρισα καλά το διώμα τους, το γνωστικό μυαλό τους.
Κι όταν μια μέρα μες στη σύναξη των Τρώων βρεθήκαν κι ήταν
ορθοί, ο Μενέλαος εξεχώριζε με τους φαρδιούς τους ώμους. 210
Μα όπως καθίζαν, πιο αρχοντόκορμος μας φάνταζε ο Οδυσσέας.
Ωστόσο, σαν αρχίζαν κι ύφαιναν βουλές και λόγια ομπρός μας,
ασκόνταφτα ο Μενέλαος ―τό ᾽βλεπες― στη σύναξη εμιλούσε.
Αλήθεια, λιγοστά τα λόγια του, μα χτυπητά· δεν ήταν
πολυλογάς μηδέ μωρόλογος, κι αν πιο μικρός στα χρόνια. 215
Μα ως ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος πετάγουνταν απάνω,
στεκόταν, πα στη γη τα μάτια του κρατώντας στυλωμένα,
και το ραβδί του δεν το σάλευε γιά μπρος γιά πίσω διόλου,
παρά το φούχτωνε έτσι ασάλευτο, λες κι άπραγος πως ήταν
για ξεροκέφαλο κι ανέμυαλο τον έπαιρνες αλήθεια. 220
Μα κάθε που απ᾽ τα στήθια του έβγαζε φωνή τρανή, και πέφταν
έτσι πυκνά πυκνά τα λόγια του σαν του χιονιού οι τουλούπες,
άντρας θνητός κανείς δε δύνουνταν να μετρηθεί μαζί του,
και τότε πια δεν εγνοιαζόμαστε για του Οδυσσέα το θώρι.»
Οἱ δ᾽ ἀμφὶ Πρίαμον καὶ Πάνθοον ἠδὲ Θυμοίτην
Λάμπον τε Κλυτίον θ᾽ Ἱκετάονά τ᾽, ὄζον Ἄρηος,
Οὐκαλέγων τε καὶ Ἀντήνωρ, πεπνυμένω ἄμφω,
ἥατο δημογέροντες ἐπὶ Σκαιῇσι πύλῃσι,
γήραϊ δὴ πολέμοιο πεπαυμένοι, ἀλλ᾽ ἀγορηταὶ 150
ἐσθλοί, τεττίγεσσιν ἐοικότες, οἵ τε καθ᾽ ὕλην
δενδρέῳ ἐφεζόμενοι ὄπα λειριόεσσαν ἱεῖσι·
τοῖοι ἄρα Τρώων ἡγήτορες ἧντ᾽ ἐπὶ πύργῳ.
οἱ δ᾽ ὡς οὖν εἴδονθ᾽ Ἑλένην ἐπὶ πύργον ἰοῦσαν,
ἦκα πρὸς ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευον· 155
«οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς
τοιῇδ᾽ ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν·
αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν·
ἀλλὰ καὶ ὧς τοίη περ ἐοῦσ᾽ ἐν νηυσὶ νεέσθω,
μηδ᾽ ἡμῖν τεκέεσσί τ᾽ ὀπίσσω πῆμα λίποιτο.» 160
Ὣς ἄρ᾽ ἔφαν, Πρίαμος δ᾽ Ἑλένην ἐκαλέσσατο φωνῇ·
«δεῦρο πάροιθ᾽ ἐλθοῦσα, φίλον τέκος, ἵζευ ἐμεῖο,
ὄφρα ἴδῃ πρότερόν τε πόσιν πηούς τε φίλους τε—
οὔ τί μοι αἰτίη ἐσσί, θεοί νύ μοι αἴτιοί εἰσιν,
οἵ μοι ἐφώρμησαν πόλεμον πολύδακρυν Ἀχαιῶν— 165
ὥς μοι καὶ τόνδ᾽ ἄνδρα πελώριον ἐξονομήνῃς,
ὅς τις ὅδ᾽ ἐστὶν Ἀχαιὸς ἀνὴρ ἠΰς τε μέγας τε.
ἤτοι μὲν κεφαλῇ καὶ μείζονες ἄλλοι ἔασι,
καλὸν δ᾽ οὕτω ἐγὼν οὔ πω ἴδον ὀφθαλμοῖσιν,
οὐδ᾽ οὕτω γεραρόν· βασιλῆϊ γὰρ ἀνδρὶ ἔοικε.» 170
Τὸν δ᾽ Ἑλένη μύθοισιν ἀμείβετο, δῖα γυναικῶν·
«αἰδοῖός τέ μοί ἐσσι, φίλε ἑκυρέ, δεινός τε·
ὡς ὄφελεν θάνατός μοι ἁδεῖν κακὸς ὁππότε δεῦρο
υἱέϊ σῷ ἑπόμην, θάλαμον γνωτούς τε λιποῦσα
παῖδά τε τηλυγέτην καὶ ὁμηλικίην ἐρατεινήν. 175
ἀλλὰ τά γ᾽ οὐκ ἐγένοντο· τὸ καὶ κλαίουσα τέτηκα.
τοῦτο δέ τοι ἐρέω, ὅ μ᾽ ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς·
οὗτός γ᾽ Ἀτρεΐδης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων,
ἀμφότερον βασιλεύς τ᾽ ἀγαθὸς κρατερός τ᾽ αἰχμητής·
δαὴρ αὖτ᾽ ἐμὸς ἔσκε κυνώπιδος, εἴ ποτ᾽ ἔην γε.» 180
Ὣς φάτο, τὸν δ᾽ ὁ γέρων ἠγάσσατο φώνησέν τε·
«ὦ μάκαρ Ἀτρεΐδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον,
ἦ ῥά νύ τοι πολλοὶ δεδμήατο κοῦροι Ἀχαιῶν.
ἤδη καὶ Φρυγίην εἰσήλυθον ἀμπελόεσσαν,
ἔνθα ἴδον πλείστους Φρύγας ἀνέρας αἰολοπώλους, 185
λαοὺς Ὀτρῆος καὶ Μυγδόνος ἀντιθέοιο,
οἵ ῥα τότ᾽ ἐστρατόωντο παρ᾽ ὄχθας Σαγγαρίοιο·
καὶ γὰρ ἐγὼν ἐπίκουρος ἐὼν μετὰ τοῖσιν ἐλέχθην
ἤματι τῷ ὅτε τ᾽ ἦλθον Ἀμαζόνες ἀντιάνειραι·
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ οἳ τόσοι ἦσαν ὅσοι ἑλίκωπες Ἀχαιοί.» 190
Δεύτερον αὖτ᾽ Ὀδυσῆα ἰδὼν ἐρέειν᾽ ὁ γεραιός·
«εἴπ᾽ ἄγε μοι καὶ τόνδε, φίλον τέκος, ὅς τις ὅδ᾽ ἐστί·
μείων μὲν κεφαλῇ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο,
εὐρύτερος δ᾽ ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν ἰδέσθαι.
τεύχεα μέν οἱ κεῖται ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ, 195
αὐτὸς δὲ κτίλος ὣς ἐπιπωλεῖται στίχας ἀνδρῶν·
ἀρνειῷ μιν ἔγωγε ἐΐσκω πηγεσιμάλλῳ,
ὅς τ᾽ οἰῶν μέγα πῶϋ διέρχεται ἀργεννάων.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειθ᾽ Ἑλένη Διὸς ἐκγεγαυῖα·
«οὗτος δ᾽ αὖ Λαερτιάδης πολύμητις Ὀδυσσεύς, 200
ὃς τράφη ἐν δήμῳ Ἰθάκης κραναῆς περ ἐούσης
εἰδὼς παντοίους τε δόλους καὶ μήδεα πυκνά.»
Τὴν δ᾽ αὖτ᾽ Ἀντήνωρ πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«ὦ γύναι, ἦ μάλα τοῦτο ἔπος νημερτὲς ἔειπες·
ἤδη γὰρ καὶ δεῦρό ποτ᾽ ἤλυθε δῖος Ὀδυσσεὺς 205
σεῦ ἕνεκ᾽ ἀγγελίης σὺν ἀρηϊφίλῳ Μενελάῳ·
τοὺς δ᾽ ἐγὼ ἐξείνισσα καὶ ἐν μεγάροισι φίλησα,
ἀμφοτέρων δὲ φυὴν ἐδάην καὶ μήδεα πυκνά.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ Τρώεσσιν ἐν ἀγρομένοισιν ἔμιχθεν
στάντων μὲν Μενέλαος ὑπείρεχεν εὐρέας ὤμους, 210
ἄμφω δ᾽ ἑζομένω γεραρώτερος ἦεν Ὀδυσσεύς·
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ μύθους καὶ μήδεα πᾶσιν ὕφαινον,
ἤτοι μὲν Μενέλαος ἐπιτροχάδην ἀγόρευε,
παῦρα μέν, ἀλλὰ μάλα λιγέως, ἐπεὶ οὐ πολύμυθος
οὐδ᾽ ἀφαμαρτοεπής· ἦ καὶ γένει ὕστερος ἦεν. 215
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ πολύμητις ἀναΐξειεν Ὀδυσσεύς,
στάσκεν, ὑπαὶ δὲ ἴδεσκε κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας,
σκῆπτρον δ᾽ οὔτ᾽ ὀπίσω οὔτε προπρηνὲς ἐνώμα,
ἀλλ᾽ ἀστεμφὲς ἔχεσκεν, ἀΐδρεϊ φωτὶ ἐοικώς·
φαίης κε ζάκοτόν τέ τιν᾽ ἔμμεναι ἄφρονά τ᾽ αὔτως. 220
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ὄπα τε μεγάλην ἐκ στήθεος εἵη
καὶ ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν,
οὐκ ἂν ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆΐ γ᾽ ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος·
οὐ τότε γ᾽ ὧδ᾽ Ὀδυσῆος ἀγασσάμεθ᾽ εἶδος ἰδόντες.»