Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 22 στ. 131-187
Τέτοια λογιάζοντας τον πρόσμενε, κι ήρθε ο Αχιλλέας σιμά του
ο κρανοσείστης, πολεμόχαρος θαρρείς πως ήταν Άρης,
το πηλιορίτικο το φράξο του το τρομερό κουνώντας
στον ώμο το δεξιό· κι ο μπρούντζος του στραφτάλιζε τρογύρα
σαν τη φωτιά που λαμπαδιάζεται γιά ως ήλιος που προβέλνει. 135
Τον είδεν ο Έχτορας και τρόμαξε, δε βάστηξε να μείνει,
κι αφήνοντας τις πόρτες πίσω του πήρε γοργά να τρέχει.
Τότε ο Αχιλλέας χιμάει ξοπίσω του με φτερωμένα πόδια,
καθώς γεράκι, απ᾽ τα πετούμενα το πιο γοργό, που πέφτει
σε περιστέρα πάνω ολότρεμη πα στα βουνά με φόρα, 140
κι ως φεύγει αυτή μπροστά, στρηνιάζοντας την παίρνει του κυνήγου,
χιμώντας κάθε τόσο πίσω της, στα νύχια του ως να πέσει·
όμοια κι αυτός λυσσώντας χύνουνταν στον Εχτορα, κι εκείνος
κάτω απ᾽ των Τρώων το τείχος έφευγε με γρήγορα ποδάρια.
Τη βίγλα και την ανεμόδαρτην αγριοσυκιά περάσαν, 145
κι όξω απ᾽ τα τείχη πέρα ερίχτηκαν στη δημοσιά και τρέχαν.
Νά κι οι ανεβάλλουσες οι γάργαρες, απ᾽ όπου ξεπετιούνται
του γοργοστρόβιλου του Σκάμαντρου τα δυο τα κεφαλάρια·
σύχλιο νερό αναβρύζει τό ᾽να τους, κι αχνούς ολόγυρά του
πετά από μέσα του, λες κι άναψε φωτιά καπνούς γιομάτη· 150
το άλλο αναβρύζει συγκαλόκαιρα νερά σαν το χαλάζι,
γιά σαν τον πάγο που κρουστάλλιασε, γιά σαν το κρύο το χιόνι.
Ήταν εκεί και γούρνες δίπλα τους για πλυσταριά, μεγάλες,
πανώριες, πέτρινες, οπού ᾽φερναν τα λιόκαλα σκουτιά τους
των Τρώων τα ταίρια κι οι πεντάμορφες κοπέλες τους και πλέναν, 155
στα χρόνια της ειρήνης, άλλοτε, πριν οι Αχαιοί προβάλουν.
Κείθε περάσαν, ο ένας φεύγοντας, και κυνηγώντας ο άλλος,
(τρανός ο πού ᾽φευγε, τρανότερος ξοπίσω ο κυνηγάρης)
τρεχάτοι· για σφαχτό δεν πάλευαν και για βοδιού τομάρι,
που παίρνουν όσοι παραβγαίνοντας κερδίζουν στους αγώνες· 160
για τη ζωή εδρομούσαν του Έχτορα του αλογατάρη τώρα!
Πώς στους αγώνες, σύντας πέθανε κάποιος τρανός, με βιάση
τ᾽ άτια δρομίζουν τα μονόνυχα τρογύρα απ᾽ τα σημάδια,
να πάρει όποιος νικήσει δώρο του γιά σκλάβα γιά τριπόδι·
όμοια κι εκείνοι τρεις γυρόφεραν φορές το καστροτείχι 165
του Πρίαμου τρέχοντας. Κι οι αθάνατοι τους αγναντεύαν όλοι.
Πρώτος μιλούσε των αθάνατων και των θνητών ο κύρης:
«Ωχού μου, αλήθεια πολυαγάπητο θνητό στο τείχος γύρα
θωρώ να κυνηγούν, και μέσα μου τον κλαίει πικρά η καρδιά μου,
τον Έχτορα, που τόσα μού ᾽καψε μεριά βοδιών ως τώρα 170
στ᾽ ακρόβουνα της πολυφάραγγης της Ίδας, πότε πάλε
ψηλά στο κάστρο. Τώρα ιδέστε τον τόν κυνηγάει με πόδι
γοργό ο Αχιλλέας στην πόλη ολόγυρα του Πρίαμου, να τον φτάσει.
Ομπρός λοιπόν, θεοί, ζυγιάστε το, καλολογιάσετέ το·
θα τον γλιτώσουμε απ᾽ το θάνατο, γιά απ᾽ του Αχιλλέα τα χέρια 175
να πέσει πια θα τον αφήσουμε, με όση αντριγιά κι αν έχει;»
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«Τί λες, πατέρα αστραποκέραυνε, μαυροσυγνεφιασμένε;
Έναν θνητό που η Μοίρα θάνατο τού ᾽χει από χρόνια γράψει
πώς θες ξανά απ᾽ τον πολυστέναχτο να τον γλιτώσεις Χάρο; 180
Κάμε ό,τι θες, μα κι όλοι οι αθάνατοι δεν έχουμε ίδια γνώμη.»
Κι ο Δίας γυρνώντας τής απάντησεν ο νεφελοστοιβάχτης:
«Παιδί μου Τριτογένεια, θάρρεψε, κι αλήθεια δε μιλούσα
με την καρδιά μου· θέλω πάντα μου καλός μαζί σου νά ᾽μαι.
Ό,τι γυρεύει ο νους σου κάμε το και μη χασομερίζεις.» 185
Αυτά ειπε, κι η Αθηνά, που τό ᾽θελε κι από τα πριν, πετάχτη
και τις κορφές του Ολύμπου αφήνοντας με βιάση εχύθη κάτω.
Ὣς ὅρμαινε μένων, ὁ δέ οἱ σχεδὸν ἦλθεν Ἀχιλλεὺς
ἶσος Ἐνυαλίῳ, κορυθάϊκι πτολεμιστῇ,
σείων Πηλιάδα μελίην κατὰ δεξιὸν ὦμον
δεινήν· ἀμφὶ δὲ χαλκὸς ἐλάμπετο εἴκελος αὐγῇ
ἢ πυρὸς αἰθομένου ἢ ἠελίου ἀνιόντος. 135
Ἕκτορα δ᾽, ὡς ἐνόησεν, ἕλε τρόμος· οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτ᾽ ἔτλη
αὖθι μένειν, ὀπίσω δὲ πύλας λίπε, βῆ δὲ φοβηθείς·
Πηλεΐδης δ᾽ ἐπόρουσε ποσὶ κραιπνοῖσι πεποιθώς.
ἠΰτε κίρκος ὄρεσφιν, ἐλαφρότατος πετεηνῶν,
ῥηϊδίως οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν, 140
ἡ δέ θ᾽ ὕπαιθα φοβεῖται, ὁ δ᾽ ἐγγύθεν ὀξὺ λεληκὼς
ταρφέ᾽ ἐπαΐσσει, ἑλέειν τέ ἑ θυμὸς ἀνώγει·
ὣς ἄρ᾽ ὅ γ᾽ ἐμμεμαὼς ἰθὺς πέτετο, τρέσε δ᾽ Ἕκτωρ
τεῖχος ὕπο Τρώων, λαιψηρὰ δὲ γούνατ᾽ ἐνώμα.
οἱ δὲ παρὰ σκοπιὴν καὶ ἐρινεὸν ἠνεμόεντα 145
τείχεος αἰὲν ὑπὲκ κατ᾽ ἀμαξιτὸν ἐσσεύοντο,
κρουνὼ δ᾽ ἵκανον καλλιρρόω· ἔνθα δὲ πηγαὶ
δοιαὶ ἀναΐσσουσι Σκαμάνδρου δινήεντος.
ἡ μὲν γάρ θ᾽ ὕδατι λιαρῷ ῥέει, ἀμφὶ δὲ καπνὸς
γίγνεται ἐξ αὐτῆς ὡς εἰ πυρὸς αἰθομένοιο· 150
ἡ δ᾽ ἑτέρη θέρεϊ προρέει ἐϊκυῖα χαλάζῃ,
ἢ χιόνι ψυχρῇ, ἢ ἐξ ὕδατος κρυστάλλῳ.
ἔνθα δ᾽ ἐπ᾽ αὐτάων πλυνοὶ εὐρέες ἐγγὺς ἔασι
καλοὶ λαΐνεοι, ὅθι εἵματα σιγαλόεντα
πλύνεσκον Τρώων ἄλοχοι καλαί τε θύγατρες 155
τὸ πρὶν ἐπ᾽ εἰρήνης, πρὶν ἐλθεῖν υἷας Ἀχαιῶν.
τῇ ῥα παραδραμέτην, φεύγων, ὁ δ᾽ ὄπισθε διώκων·
πρόσθε μὲν ἐσθλὸς ἔφευγε, δίωκε δέ μιν μέγ᾽ ἀμείνων
καρπαλίμως, ἐπεὶ οὐχ ἱερήϊον οὐδὲ βοείην
ἀρνύσθην, ἅ τε ποσσὶν ἀέθλια γίγνεται ἀνδρῶν, 160
ἀλλὰ περὶ ψυχῆς θέον Ἕκτορος ἱπποδάμοιο.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἀεθλοφόροι περὶ τέρματα μώνυχες ἵπποι
ῥίμφα μάλα τρωχῶσι· τὸ δὲ μέγα κεῖται ἄεθλον,
ἢ τρίπος ἠὲ γυνή, ἀνδρὸς κατατεθνηῶτος·
ὣς τὼ τρὶς Πριάμοιο πόλιν πέρι δινηθήτην 165
καρπαλίμοισι πόδεσσι· θεοὶ δ᾽ ἐς πάντες ὁρῶντο·
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε·
«ὢ πόποι, ἦ φίλον ἄνδρα διωκόμενον περὶ τεῖχος
ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶμαι· ἐμὸν δ᾽ ὀλοφύρεται ἦτορ
Ἕκτορος, ὅς μοι πολλὰ βοῶν ἐπὶ μηρί᾽ ἔκηεν 170
Ἴδης ἐν κορυφῇσι πολυπτύχου, ἄλλοτε δ᾽ αὖτε
ἐν πόλει ἀκροτάτῃ· νῦν αὖτέ ἑ δῖος Ἀχιλλεὺς
ἄστυ πέρι Πριάμοιο ποσὶν ταχέεσσι διώκει.
ἀλλ᾽ ἄγετε φράζεσθε, θεοί, καὶ μητιάασθε
ἠέ μιν ἐκ θανάτοιο σαώσομεν, ἦέ μιν ἤδη 175
Πηλεΐδῃ Ἀχιλῆϊ δαμάσσομεν ἐσθλὸν ἐόντα.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«ὦ πάτερ ἀργικέραυνε, κελαινεφές, οἷον ἔειπες·
ἄνδρα θνητὸν ἐόντα, πάλαι πεπρωμένον αἴσῃ,
ἂψ ἐθέλεις θανάτοιο δυσηχέος ἐξαναλῦσαι; 180
ἔρδ᾽· ἀτὰρ οὔ τοι πάντες ἐπαινέομεν θεοὶ ἄλλοι.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
«θάρσει, Τριτογένεια, φίλον τέκος· οὔ νύ τι θυμῷ
πρόφρονι μυθέομαι, ἐθέλω δέ τοι ἤπιος εἶναι·
ἔρξον ὅπῃ δή τοι νόος ἔπλετο, μηδ᾽ ἔτ᾽ ἐρώει.» 185
Ὣς εἰπὼν ὄτρυνε πάρος μεμαυῖαν Ἀθήνην·
βῆ δὲ κατ᾽ Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα.