Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 20 στ. 132-198
Κι ο Ποσειδώνας αποκρίθηκεν ο κοσμοσείστης τότε:
«Ήρα, φωτιά μην παίρνεις άδικα, δε σου ταιριάζει εσένα!
Με τους θεούς εγώ δε θά ᾽θελα να χτυπηθούμε αλήθεια
κάνοντας πρώτοι αρχή· γιατί είμαστε πολύ τρανότεροί τους. 135
Ωστόσο εμείς ας πάμε ανάμερα, σε κάποια βίγλα απάνω
ψηλά να κάτσουμε· τον πόλεμο θα τον γνοιαστούν τ᾽ ασκέρια.
Αν όμως ο Άρης γιά κι ο Απόλλωνας τη μάχη ανοίξουν πρώτοι,
γιά αν αμποδάν και δεν αφήνουνε τον Αχιλλέα να ρίχνει,
τότε και μεις μεμιάς θ᾽ ασκώσουμε φριχτό πολέμου απάλε. 140
Γρήγορα λέω πως θα τελέψουμε, κι εκείνοι φεύγοντάς μας
θα γείρουν πίσω για τον Όλυμπο με τους θεούς τους άλλους,
απ᾽ τα δικά μας χέρια, θέλοντας και μη, δυναστεμένοι.»
Είπε ο θεός ο γαλαζόχαιτος, και μπήκε ομπρός, και πήγαν
στο τείχος του Ηρακλή, που ανάχωμα το στέριωνε μπρος πίσω, 145
ψηλό, που οι Τρώες τού φτιάξαν κάποτε κι η θεά Αθηνά Παλλάδα,
για να γλιτώνει από της θάλασσας το τέρας, σα χιμούσε
απ᾽ το ακρογιάλι κυνηγώντας τον ψηλά στον κάμπο μέσα.
Κει πάνω ο Ποσειδώνας κάθισε κι οι άλλοι θεοί μαζί του,
και με πυκνό τρογύρα σύγνεφο τους ώμους τους σκεπάσαν. 150
Κι οι άλλοι θεοί απαντίκρα εκάθιζαν, στου Ωριοβουνιού το φρύδι,
γύρω από σένα, Φοίβε Απόλλωνα, και τον πολέμαρχο Άρη.
Έτσι εκαθόνταν κείνοι ξέχωρα και δούλευεν ο νους τους,
δειλιάζαν όμως το βαρύπονο τον πόλεμο ν᾽ ανοίξουν
κι οι δυο μεριές, κι ας τους το πρόσταζεν ο Δίας ψηλά θρονιώντας. 155
Γιόμισε ωστόσο ακέριος κι άστραφτε μες στο χαλκόν ο κάμπος
από άντρες κι άτια, κι απ᾽ τα πόδια τους, όλοι μαζί ως οδεύαν,
έτρεμε η γη. Και δυο πολέμαρχοι, της αντριγιάς ο αθέρας,
μπροστά απ᾽ τα δυο τ᾽ ασκέρια, πόλεμο ν᾽ ανοίξουν λαχταρώντας,
ζυγώσαν, ο Αχιλλέας ο αντρόκαρδος κι ο Αινείας, ο γιος του Αγχίση. 160
Πρώτος ο Αινείας του στέριου κράνους του τη φούντα αγριοκουνώντας
σιμώνει όλο φοβέρα, κι έσφιγγε τ᾽ ολόβαρο σκουτάρι
μπροστά στο στήθος, και το χάλκινο κοντάρι του κουνούσε.
Κι αντίκρα του ο Αχιλλέας πετάχτηκεν, αρπαχτικό λιοντάρι
θαρρείς, που να σκοτώσουν θέλησαν, και μαζευτήκαν κόσμος 165
γύρα πολύς· κι αυτό ακατάδεχτο λέει στην αρχή να φύγει·
μ᾽ αν κάποιος απ᾽ τους νιους απάνω του τους αντρειωμένους ρίξει,
μαζώνεται όλο ξεχασκίζοντας, τα δόντια του γιομίζουν
αφρούς, κι η δυνατή του αντρειώνεται καρδιά στα στήθια μέσα,
και τα πλευρά και τα λαγγόνια του χτυπάει ζερβά δεξιά του 170
με την ουρά, και παίρνει μόνο του κουράγιο να παλέψει·
άγριες φωτιές πετούν τα μάτια του, και χύνεται γιά κάποιον
να ρίξει, γιά στο ανθρωπομάζωμα μπροστά κι αυτό να πέσει·
όμοια σπρωγμένος απ᾽ την πέρφανη ψυχή κι ορμή του εχύθη
τότε ο Αχιλλέας, με τον αντρόκαρδο να ᾽ρθεί στα χέρια Αινεία. 175
Κι όπως τρεχάτοι κοντοζύγωσαν ο ένας του αλλού χιμώντας,
πρώτος τού μίλησε ο φτερόποδος θείος Αχιλλέας και τού ᾽πε:
«Αινεία, τί τόσο από το ασκέρι σας ξαλάργαρες κι εστάθης;
Μπας κι η καρδιά σου τώρα σ᾽ έσπρωξε να χτυπηθείς μαζί μου,
μέσα στους Τρώες τους αλογάρηδες λογιώντας ν᾽ αφεντέψεις, 180
την εξουσία του Πρίαμου παίρνοντας; Μα κι αν με ρίξεις κάτω,
ο Πρίαμος λέω το βασιλίκι του δεν παραδίνει εσένα·
ξέρει τί κάνει, δεν είναι άμυαλος, κι έχει παιδιά δικά του.
Μήπως μετόχι οι Τρώες σού εχώρισαν, πιο πλούσιο απ᾽ όλα τ᾽ άλλα,
να τό ᾽χεις να το χαίρεσαι, όμορφο, με αμπέλια, με χωράφια, 185
αν ίσως με σκοτώσεις; Δύσκολο θαρρώ να το πετύχεις!
Κι άλλοτε λέω με το κοντάρι μου σε πήρα του κυνήγου·
γιά δε θυμάσαι που σε πέτυχα μονάχο, κι απ᾽ την Ίδα
σε πήρα σβάρνα κάτω, κι άφησες τα βόδια σου δρομώντας
γοργά, κι ως έφευγες, δε γύριζες ματιά να ρίξεις πίσω; 190
Στη Λυρνησσό από κει μου ξέφυγες· μα εγώ ξοπίσω σου ήρθα,
κι ως η Αθηνά μού παραστέκουνταν κι ο Δίας, το κάστρο επήρα
και τις γυναίκες σκλάβες έσυρα, πια λεύτερην ημέρα
να μη χαρούν· μα εσένα εγλίτωσεν ο Δίας κι οι αθάνατοι οι άλλοι.
Μα τώρα λέω δε σε γλιτώνουνε, καθώς το λογαριάζεις. 195
Άκουσε ωστόσο και τη γνώμη μου: μέσα στο κάστρο πίσω
γυρνώντας τρέχα, και μη στέκεσαι μπροστά μου, πριν σου τύχει
κακό κανένα· τι κι ο ανέμυαλος σαν πάθει βάζει γνώση.»
Τὴν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Ποσειδάων ἐνοσίχθων·
«Ἥρη, μὴ χαλέπαινε παρὲκ νόον· οὐδέ τί σε χρή.
οὐκ ἂν ἔγωγ᾽ ἐθέλοιμι θεοὺς ἔριδι ξυνελάσσαι
ἡμέας τοὺς ἄλλους, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτεροί εἰμεν· 135
ἀλλ᾽ ἡμεῖς μὲν ἔπειτα καθεζώμεσθα κιόντες
ἐκ πάτου ἐς σκοπιήν, πόλεμος δ᾽ ἄνδρεσσι μελήσει.
εἰ δέ κ᾽ Ἄρης ἄρχωσι μάχης ἢ Φοῖβος Ἀπόλλων,
ἢ Ἀχιλῆ᾽ ἴσχωσι καὶ οὐκ εἰῶσι μάχεσθαι,
αὐτίκ᾽ ἔπειτα καὶ ἄμμι παρ᾽ αὐτόθι νεῖκος ὀρεῖται 140
φυλόπιδος· μάλα δ᾽ ὦκα διακρινθέντας ὀΐω
ἂψ ἴμεν Οὔλυμπόνδε θεῶν μεθ᾽ ὁμήγυριν ἄλλων,
ἡμετέρῃς ὑπὸ χερσὶν ἀναγκαίηφι δαμέντας.»
Ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο κυανοχαίτης
τεῖχος ἐς ἀμφίχυτον Ἡρακλῆος θείοιο, 145
ὑψηλόν, τό ῥά οἱ Τρῶες καὶ Παλλὰς Ἀθήνη
ποίεον, ὄφρα τὸ κῆτος ὑπεκπροφυγὼν ἀλέαιτο,
ὁππότε μιν σεύαιτο ἀπ᾽ ἠϊόνος πεδίονδε.
ἔνθα Ποσειδάων κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο καὶ θεοὶ ἄλλοι,
ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ ἄρρηκτον νεφέλην ὤμοισιν ἕσαντο· 150
οἱ δ᾽ ἑτέρωσε καθῖζον ἐπ᾽ ὀφρύσι Καλλικολώνης
ἀμφὶ σέ, ἤϊε Φοῖβε, καὶ Ἄρηα πτολίπορθον.
Ὣς οἱ μέν ῥ᾽ ἑκάτερθε καθήατο μητιόωντες
βουλάς· ἀρχέμεναι δὲ δυσηλεγέος πολέμοιο
ὄκνεον ἀμφότεροι, Ζεὺς δ᾽ ἥμενος ὕψι κέλευε. 155
Τῶν δ᾽ ἅπαν ἐπλήσθη πεδίον καὶ λάμπετο χαλκῷ,
ἀνδρῶν ἠδ᾽ ἵππων· κάρκαιρε δὲ γαῖα πόδεσσιν
ὀρνυμένων ἄμυδις. δύο δ᾽ ἀνέρες ἔξοχ᾽ ἄριστοι
ἐς μέσον ἀμφοτέρων συνίτην μεμαῶτε μάχεσθαι,
Αἰνείας τ᾽ Ἀγχισιάδης καὶ δῖος Ἀχιλλεύς. 160
Αἰνείας δὲ πρῶτος ἀπειλήσας ἐβεβήκει,
νευστάζων κόρυθι βριαρῇ· ἀτὰρ ἀσπίδα θοῦριν
πρόσθεν ἔχε στέρνοιο, τίνασσε δὲ χάλκεον ἔγχος.
Πηλεΐδης δ᾽ ἑτέρωθεν ἐναντίον ὦρτο λέων ὥς,
σίντης, ὅν τε καὶ ἄνδρες ἀποκτάμεναι μεμάασιν 165
ἀγρόμενοι πᾶς δῆμος· ὁ δὲ πρῶτον μὲν ἀτίζων
ἔρχεται, ἀλλ᾽ ὅτε κέν τις ἀρηϊθόων αἰζηῶν
δουρὶ βάλῃ, ἐάλη τε χανών, περί τ᾽ ἀφρὸς ὀδόντας
γίγνεται, ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦτορ,
οὐρῇ δὲ πλευράς τε καὶ ἰσχία ἀμφοτέρωθεν 170
μαστίεται, ἑὲ δ᾽ αὐτὸν ἐποτρύνει μαχέσασθαι,
γλαυκιόων δ᾽ ἰθὺς φέρεται μένει, ἤν τινα πέφνῃ
ἀνδρῶν, ἢ αὐτὸς φθίεται πρώτῳ ἐν ὁμίλῳ·
ὣς Ἀχιλῆ᾽ ὄτρυνε μένος καὶ θυμὸς ἀγήνωρ
ἀντίον ἐλθέμεναι μεγαλήτορος Αἰνείαο. 175
οἱ δ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντες,
τὸν πρότερος προσέειπε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς·
«Αἰνεία, τί σὺ τόσσον ὁμίλου πολλὸν ἐπελθὼν
ἔστης; ἦ σέ γε θυμὸς ἐμοὶ μαχέσασθαι ἀνώγει
ἐλπόμενον Τρώεσσιν ἀνάξειν ἱπποδάμοισι 180
τιμῆς τῆς Πριάμου; ἀτὰρ εἴ κεν ἔμ᾽ ἐξεναρίξῃς,
οὔ τοι τοὔνεκά γε Πρίαμος γέρας ἐν χερὶ θήσει·
εἰσὶν γάρ οἱ παῖδες, ὁ δ᾽ ἔμπεδος οὐδ᾽ ἀεσίφρων.
ἦ νύ τί τοι Τρῶες τέμενος τάμον ἔξοχον ἄλλων,
καλὸν φυταλιῆς καὶ ἀρούρης, ὄφρα νέμηαι, 185
αἴ κεν ἐμὲ κτείνῃς; χαλεπῶς δέ σ᾽ ἔολπα τὸ ῥέξειν.
ἤδη μὲν σέ γέ φημι καὶ ἄλλοτε δουρὶ φοβῆσαι.
ἦ οὐ μέμνῃ ὅτε πέρ σε βοῶν ἄπο μοῦνον ἐόντα
σεῦα κατ᾽ Ἰδαίων ὀρέων ταχέεσσι πόδεσσι
καρπαλίμως; τότε δ᾽ οὔ τι μετατροπαλίζεο φεύγων. 190
ἔνθεν δ᾽ ἐς Λυρνησσὸν ὑπέκφυγες· αὐτὰρ ἐγὼ τὴν
πέρσα μεθορμηθεὶς σὺν Ἀθήνῃ καὶ Διὶ πατρί,
ληϊάδας δὲ γυναῖκας ἐλεύθερον ἦμαρ ἀπούρας
ἦγον· ἀτὰρ σὲ Ζεὺς ἐρρύσατο καὶ θεοὶ ἄλλοι.
ἀλλ᾽ οὐ νῦν ἐρύεσθαι ὀΐομαι, ὡς ἐνὶ θυμῷ 195
βάλλεαι· ἀλλά σ᾽ ἔγωγ᾽ ἀναχωρήσαντα κελεύω
ἐς πληθὺν ἰέναι, μηδ᾽ ἀντίος ἵστασ᾽ ἐμεῖο,
πρίν τι κακὸν παθέειν· ῥεχθὲν δέ τε νήπιος ἔγνω.»