Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 2 στ. 142-206
Είπε, και την καρδιά ανατάραξε μες σε ολονών τα στήθη,
απ᾽ τους πολλούς, που πριν δε βρέθηκαν ν᾽ ακούσουν τη βουλή του.
Σάλεψε η σύναξη, σαν κύματα της θάλασσας μεγάλα
στο Ικάριο πέλαο, σύντας σύγνεφα του αφέντη Δία ξεχύσουν 145
σιρόκο και γαρμπή, κι η θάλασσα φουσκώσει στην ορμή τους.
Κι όπως πονέντες ξάφνου ασκώνεται δριμύς, και το σπαρμένο
σαλεύει το βαθύ στη λύσσα του και γέρνουνε τα στάχυα,
παρόμοια εσάλεψε κι η σύναξη· κι οι Αργίτες στα καράβια
με αλαλητό μεγάλο εχύθηκαν, κι ο κουρνιαχτός τ᾽ αψήλου 150
κάτω απ᾽ τα πόδια τους ανέβαινε, κι ο ένας του αλλού εφωνάζαν
ν᾽ αδράξουν τ᾽ άρμενα, στη θάλασσα την άγια να τα ρίξουν,
κι ανοίγαν τις συρμές, κι υψώνουνταν στον ουρανό οι φωνές τους,
να γείρουν πίσω, κι από τ᾽ άρμενα τραβούσαν τα φαλάγγια.
Οι Αργίτες τότε, κι ας μην ήτανε γραφτό, θα φεύγαν πίσω, 155
αν δε μιλούσεν η Ήρα κι έλεγε στην Αθηνά γυρνώντας:
«Ωχού μου, θυγατέρα αδάμαστη του Βροντοσκουταράτου!
Έτσι λοιπόν ξανά στον τόπο τους τον πατρικό θα γείρουν
οι Αργίτες, την πλατιά της θάλασσας περνώντας ράχη τώρα,
και την Ελένη την αργίτισσα, που απ᾽ αφορμή της πλήθος 160
εδώ Αχαιοί μακριά απ᾽ τον τόπο τους τον πατρικό εχαθήκαν,
στον Πρίαμο και στους Τρώες θ᾽ αφήσουνε, να τό ᾽χουν να καυκιώνται;
Μα εσύ γοργά στων χαλκοθώρακων των Αχαιών τ᾽ ασκέρια
γιά δράμε, κι έναν έναν μίλα τους πραγά, κι αμπόδιζέ τους
τα δρεπανόγυρτα καράβια τους στη θάλασσα να ρίξουν.» 165
Αυτά ειπε, κι άκουσε η γλαυκόματη θεά Αθηνά το λόγο,
και τις κορφές του Ολύμπου αφήνοντας με βιάση εχύθη κάτω,
κι ως έφτασε μεμιάς στα γρήγορα των Αχαιών καράβια,
τον Οδυσσέα πιο πρώτα αντίκρισε, πού ᾽χε του Δία τη γνώση,
να στέκει εκεί. Το καλοκούβερτο, μαύρο άρμενό του εκείνος 170
δεν τ᾽ άγγιζε, τι ο πόνος τού ᾽δερνε, βαθιά, καρδιά και σπλάχνα.
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, σιμά του εστάθη κι είπε:
«Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
έτσι λοιπόν ξανά στον τόπο σας τον πατρικό θα γείρτε
πέφτοντας μέσα στα πολύσκαρμα καράβια φοβισμένοι, 175
και την Ελένη την αργίτισσα, που απ᾽ αφορμή της πλήθος
εδώ Αχαιοί μακριά απ᾽ τον τόπο τους τον πατρικό εχαθήκαν,
στον Πρίαμο και στους Τρώες θ᾽ αφήσετε, να τό ᾽χουν να καυκιώνται;
Τώρα στο ασκέρι, ομπρός, το αργίτικο, γιά δράμε δώθε κείθε,
μη στέκεις, κι έναν έναν μίλα τους πραγά, κι αμπόδιζέ τους 180
τα δρεπανόγυρτα καράβια σας στη θάλασσα να ρίξουν.»
Είπε, κι αυτός, το λάλο ως γνώρισε της Αθηνάς που εμίλα,
στα πόδια τό ᾽βαλε, την κάπα του πετώντας, κι ο Ευρυβάτης,
απ᾽ την Ιθάκη ο κράχτης, πίσω του που ερχόταν, τη σηκώνει.
Μ᾽ αυτός σιμά στον Αγαμέμνονα, το γιο του Ατρέα, σαν ήρθε, 185
το γονικό, παλιό, ακατάλυτο ραβδί τού παίρνει, κι έτσι
τρέχει στα πλοία των χαλκοθώρακων των Αχαιών ολούθε·
κι όποιον στο δρόμο ρήγα κι άρχοντα τρανό συναπαντούσε,
σιμώνοντάς τον τόν αντίσκοφτε με τα πραγά του λόγια:
«Καημένε, εσένα δε σου ταίριαζε σαν τον κιοτή να τρέμεις! 190
Κάθου ήσυχος λοιπόν, και κάθιζε και το στρατό τον άλλο.
Τί κρύβει, ακόμα δεν κατάλαβες ο γιος του Ατρέα στο νου του·
μας δοκιμάζει λέω, μα γρήγορα θα μας παιδέψει πάλε
τους Αχαιούς, τι δεν ακούσαμε στη σύναξη όλοι τί ᾽πε.
Μην οργιστεί και πει σε βάσανα να ρίξει τους Αργίτες. 195
Βαριά ειν᾽ η οργή των αρχοντόγεννων των βασιλιάδων πάντα·
τι ο Δίας τιμή τρανή ο βαθύγνωμος κι αγάπη τούς χαρίζει.»
Μ᾽ απ᾽ το χοντρό λαό όποιον έπιανε μπροστά του να φωνάζει,
με το ραβδί τον καταχέριζε και τον απόπαιρνε έτσι:
«Ξεμυαλισμένε! Κάθου φρόνιμα και γρίκα και τους άλλους 200
τί λεν, που στέκουνται πιο πάνω σου. Μα εσύ κιοτής κι ανάξιος!
κι ουδέ στη μάχη ουδέ στη σύναξη ποτέ σε λογαριάζουν.
Όλοι οι Αχαιοί μαθές θα κάνουμε τους αφεντάδες τώρα;
Το πολυβασιλίκι είναι άσκημο! Ένας ας είναι ο αφέντης,
ένας ο ρήγας, σ᾽ όποιον έδωκε του πονηρού του Κρόνου 205
ο γιος ραβδί και νόμους, πάνω τους σα βασιλιάς να ορίζει.»
Ὣς φάτο, τοῖσι δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε
πᾶσι μετὰ πληθύν, ὅσοι οὐ βουλῆς ἐπάκουσαν·
κινήθη δ᾽ ἀγορὴ φὴ κύματα μακρὰ θαλάσσης,
πόντου Ἰκαρίοιο, τὰ μέν τ᾽ Εὖρός τε Νότος τε 145
ὤρορ᾽ ἐπαΐξας πατρὸς Διὸς ἐκ νεφελάων.
ὡς δ᾽ ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λήϊον ἐλθών,
λάβρος ἐπαιγίζων, ἐπί τ᾽ ἠμύει ἀσταχύεσσιν,
ὣς τῶν πᾶσ᾽ ἀγορὴ κινήθη· τοὶ δ᾽ ἀλαλητῷ
νῆας ἔπ᾽ ἐσσεύοντο, ποδῶν δ᾽ ὑπένερθε κονίη 150
ἵστατ᾽ ἀειρομένη· τοὶ δ᾽ ἀλλήλοισι κέλευον
ἅπτεσθαι νηῶν ἠδ᾽ ἑλκέμεν εἰς ἅλα δῖαν,
οὐρούς τ᾽ ἐξεκάθαιρον· ἀϋτὴ δ᾽ οὐρανὸν ἷκεν
οἴκαδε ἱεμένων· ὑπὸ δ᾽ ᾕρεον ἕρματα νηῶν.
Ἔνθα κεν Ἀργείοισιν ὑπέρμορα νόστος ἐτύχθη, 155
εἰ μὴ Ἀθηναίην Ἥρη πρὸς μῦθον ἔειπεν·
«ὢ πόποι, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος, Ἀτρυτώνη,
οὕτω δὴ οἶκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
Ἀργεῖοι φεύξονται ἐπ᾽ εὐρέα νῶτα θαλάσσης,
κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ λίποιεν 160
Ἀργείην Ἑλένην, ἧς εἵνεκα πολλοὶ Ἀχαιῶν
ἐν Τροίῃ ἀπόλοντο, φίλης ἀπὸ πατρίδος αἴης·
ἀλλ᾽ ἴθι νῦν κατὰ λαὸν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων·
σοῖς ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρήτυε φῶτα ἕκαστον,
μηδὲ ἔα νῆας ἅλαδ᾽ ἑλκέμεν ἀμφιελίσσας.» 165
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,
βῆ δὲ κατ᾽ Οὐλύμποιο καρήνων ἀΐξασα·
καρπαλίμως δ᾽ ἵκανε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν.
εὗρεν ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆα, Διὶ μῆτιν ἀτάλαντον,
ἐσταότ᾽· οὐδ᾽ ὅ γε νηὸς ἐϋσσέλμοιο μελαίνης 170
ἅπτετ᾽, ἐπεί μιν ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἵκανεν·
ἀγχοῦ δ᾽ ἱσταμένη προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
οὕτω δὴ οἶκόνδε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
φεύξεσθ᾽ ἐν νήεσσι πολυκλήϊσι πεσόντες, 175
κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ λίποιτε
Ἀργείην Ἑλένην, ἧς εἵνεκα πολλοὶ Ἀχαιῶν
ἐν Τροίῃ ἀπόλοντο, φίλης ἀπὸ πατρίδος αἴης;
ἀλλ᾽ ἴθι νῦν κατὰ λαὸν Ἀχαιῶν, μηδ᾽ ἔτ᾽ ἐρώει,
σοῖς δ᾽ ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρήτυε φῶτα ἕκαστον, 180
μηδὲ ἔα νῆας ἅλαδ᾽ ἑλκέμεν ἀμφιελίσσας.»
Ὣς φάθ᾽, ὁ δὲ ξυνέηκε θεᾶς ὄπα φωνησάσης,
βῆ δὲ θέειν, ἀπὸ δὲ χλαῖναν βάλε· τὴν δὲ κόμισσε
κῆρυξ Εὐρυβάτης Ἰθακήσιος, ὅς οἱ ὀπήδει·
αὐτὸς δ᾽ Ἀτρεΐδεω Ἀγαμέμνονος ἀντίος ἐλθὼν 185
δέξατό οἱ σκῆπτρον πατρώϊον, ἄφθιτον αἰεί·
σὺν τῷ ἔβη κατὰ νῆας Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων.
Ὅν τινα μὲν βασιλῆα καὶ ἔξοχον ἄνδρα κιχείη,
τὸν δ᾽ ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρητύσασκε παραστάς·
«δαιμόνι᾽, οὔ σε ἔοικε κακὸν ὣς δειδίσσεσθαι, 190
ἀλλ᾽ αὐτός τε κάθησο καὶ ἄλλους ἵδρυε λαούς·
οὐ γάρ πω σάφα οἶσθ᾽ οἷος νόος Ἀτρεΐωνος·
νῦν μὲν πειρᾶται, τάχα δ᾽ ἴψεται υἷας Ἀχαιῶν.
ἐν βουλῇ δ᾽ οὐ πάντες ἀκούσαμεν οἷον ἔειπε;
μή τι χολωσάμενος ῥέξῃ κακὸν υἷας Ἀχαιῶν· 195
θυμὸς δὲ μέγας ἐστὶ διοτρεφέων βασιλήων,
τιμὴ δ᾽ ἐκ Διός ἐστι, φιλεῖ δέ ἑ μητίετα Ζεύς.»
Ὃν δ᾽ αὖ δήμου τ᾽ ἄνδρα ἴδοι βοόωντά τ᾽ ἐφεύροι,
τὸν σκήπτρῳ ἐλάσασκεν ὁμοκλήσασκέ τε μύθῳ·
«δαιμόνι᾽, ἀτρέμας ἧσο καὶ ἄλλων μῦθον ἄκουε, 200
οἳ σέο φέρτεροί εἰσι, σὺ δ᾽ ἀπτόλεμος καὶ ἄναλκις,
οὔτε ποτ᾽ ἐν πολέμῳ ἐναρίθμιος οὔτ᾽ ἐνὶ βουλῇ.
οὐ μέν πως πάντες βασιλεύσομεν ἐνθάδ᾽ Ἀχαιοί·
οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη· εἷς κοίρανος ἔστω,
εἷς βασιλεύς, ᾧ δῶκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω 205
σκῆπτρόν τ᾽ ἠδὲ θέμιστας, ἵνα σφισι βουλεύῃσι.»