Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 19 στ. 145-237
Τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος του απηλογήθη κι είπε: 145
«Υγιέ του Ατρέα, τρανέ Αγαμέμνονα, ρηγάρχη τιμημένε,
τα δώρα αν θέλεις τώρα δώσ᾽ τα μου, καθώς ταιριάζει κιόλα,
γιά κράτα τα και συ· στο χέρι σου! Μα τώρα ομπρός, στη μάχη
το γρηγορότερο! Την ώρα μας μη χάνουμε εδώ πέρα
χασομερώντας· τι η πιο δύσκολη δουλειά μπροστά μας στέκει. 150
Τώρα ξανά μες στους μπροστόμαχους τον Αχιλλέα θα δείτε
των Τρώων τους λόχους με το χάλκινο κοντάρι ν᾽ αφανίζει.
Όμοια και σεις, το νου στον πόλεμο, και τον οχτρό χτυπάτε!»
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος του απηλογήθη κι είπε:
«Παλικαριά, Αχιλλέα θεόμορφε, τρανή κι αν έχεις, όχι, 155
μη σπρώχνεις τους Αργίτες άφαγους στο κάστρο να χυθούνε,
και με τους Τρώες ν᾽ ανοίξουν πόλεμο· τι η μάχη θα βαστάξει
πολύ, από τη στιγμή που σμίγοντας θα χτυπηθούν τ᾽ ασκέρια
και την καρδιά ο θεός με δύναμη και των δυονώ γεμίσει.
Μόν᾽ τους Αργίτες τώρα πρόσταξε μπρος στα γοργά καράβια 160
να φαν, να πιουν· αντρειά κι ανάκαρα δε δίνει τίποτα άλλο·
τι απ᾽ την αυγή ως τα βασιλέματα δε δύνεται κανένας
στήθος με στήθος ν᾽ αγωνίζεται χωρίς να φάει καθόλου·
τι ακόμα κι αν λυσσούν τα φρένα του για πόλεμο, όμως νιώθει
όλο και πιο βαρύ το σώμα του, και τον δαμάζει η δίψα 165
μαζί κι η πείνα, και του λύνουνται τα γόνατα, ως οδεύει.
Μα ο που ψωμί χορτάσει τρώγοντας και πιει κρασί, και πιάσει
ολημερίς μετά τον πόλεμο με των οχτρών τ᾽ ασκέρια,
νιώθει αντριγιά τρανή στα στήθια του κι ακούραστα τα πόδια,
ως νά ᾽ρθει η ώρα που απ᾽ τον πόλεμο θα γείρουν όλοι πίσω. 170
Πες τώρα να σκολάσει η σύναξη, να συνταχτεί το γιόμα,
κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας τα δώρα ας φέρει ομπρός μας,
ως είμαστε όλοι εδώ στη μάζωξη, καλά για να τα ιδούνε
οι Δαναοί, και συ στα φρένα σου χαρά βαθιά να νιώσεις.
Κι ακόμα ορθός, αντίκρα σε όλους μας, ας ορκιστεί, ποτέ του 175
πως δεν ανέβηκε στην κλίνη της, δεν έσμιξε μαζί της,
καθώς το συνηθίζουμε όλοι μας, γυναίκες κι άντρες, ρήγα·
κι έτσι και συ πια τώρα γλύκανε την πίκρα στην καρδιά σου.
Μετά ας σου κάνει στο καλύβι του, να σε καλοκαρδίσει,
πλούσιο τραπέζι, όσα σου πρέπουνε μαθές, να τά ᾽χεις όλα. 180
Τώρα πια, γιε του Ατρέα, θα φέρνεσαι πιο δίκια στον καθένα.
Χαρά στο βασιλιά, που αν τά ᾽βαλε με κάποιον πρώτος, όμως
να φιλιωθεί μαζί του αργότερα γυρεύει μοναχός του!»
Κι ο πρωταφέντης Αγαμέμνονας του απηλογήθη τότε:
«Γιε του Λαέρτη, αλήθεια χαίρουμαι μ᾽ αυτά τα λόγια πού ᾽πες· 185
τι όλα όπως ταίριαζε τα ιστόρησες και τά ᾽βαλες σε τάξη.
Τον όρκο παίρνω που μου γύρεψες, με σπρώχνει κι η καρδιά μου·
μπρος στους θεούς εγώ όρκο ψεύτικο δεν παίρνω· όμως ας μείνει
λίγο ο Αχιλλέας εδώ, κι ας βιάζεται να βγεί να πολεμήσει.
Όλοι μαζί και σεις γιά μείνετε, τα δώρα ώσπου να φτάσουν 190
απ᾽ το καλύβι μου και κάνουμε πιστούς αγάπης όρκους.
Το θέλημά μου και τη διάτα μου γιά άκου, Οδυσσέα, και κάμε:
Τους πιο αντρειανούς λεβέντες διάλεξε μες στους Αργίτες όλους,
τα δώρα απ᾽ το δικό μου τ᾽ άρμενο γοργά να κουβαλήσουν,
εψές στον Αχιλλέα που τάξαμε, μαζί και τις γυναίκες. 195
Μα κι ο Ταλθύβιος στα πλατύχωρα των Αχαιών λημέρια
κάπρο ας μου βρεί γοργά, να σφάξουμε στον Ήλιο και στο Δία.»
Τότε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος του απηλογήθη κι είπε:
«Υγιέ του Ατρέα, τρανέ Αγαμέμνονα, ρηγάρχη τιμημένε,
μια άλλη φορά μπορείτε, αργότερα, για τούτα να γνοιαστείτε, 200
σαν τύχει αναπαή στον πόλεμο να κάνουμε μιαν ώρα
και δε θα βράζει τόσο η μάνητα μες στα δικά μου στήθια.
Μα τώρα που οι δικοί μας κείτουνται στο χώμα, σπαραγμένοι
από τον Έχτορα, σαν τού ᾽δωκεν ο Δίας τη νίκη ―τώρα
να στρώσουμε τραπέζι θέλετε; Καλύτερο θαρρώ ᾽ναι 205
να βγούν αφάγωτοι, αγιομάτιστοι να χτυπηθούν οι Αργίτες
τούτη την ώρα ευτύς· κι αργότερα, στου ηλιού το γέρμα, δείπνο
πλούσιο ας γνοιαστούμε πια, σα θά ᾽χουμε ξοφλήσει τη ντροπή μας.
Όμως πιο πριν κρασί δε δύνεται κι ουδέ φαγί ο λαιμός μου
να κατεβάσει· μένα ο σύντροφος σκοτώθη! Σπαραγμένος 210
με κοφτερό χαλκό μού κείτεται μες στο καλύβι τώρα,
κατά την ξώπορτα κοιτάζοντας, και γύρα του οι συντρόφοι
θρηνούν. Γι᾽ αυτά λοιπόν δε γνοιάζομαι, που λέτε εσείς, καθόλου·
αίμα ζητώ, σφαγή και γόσματα φριχτά των πολεμάρχων!»
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος του απηλογήθη κι είπε: 215
«Γιε του Πηλέα, που ο πιο λιοντόκαρδος στους Αχαιούς λογιέσαι,
έχεις αντρειά από μένα πιότερη, περνάς με στο κοντάρι
πολύ, μα λέω κι εγώ στη φρόνεψη πως σε νικώ περίσσια·
τι είμαι από σένα γεροντότερος και πιο πολλά κατέχω.
Υπομονή λοιπόν στα λόγια μου τώρα η καρδιά σου ας κάνει. 220
Γοργά μπουχτίζεις απ᾽ τον πόλεμο, που πλήθια απά στο χώμα
σκορπίζει γύρα το δρεπάνι του τα θερισμένα αστάχυα·
κι είναι η σοδειά σου κακορίζικη, τη ζυγαριά σαν κλίνει
ο Δίας, που κυβερνάει τον πόλεμο στης γης το ανθρωπολόγι.
Οι Αργίτες το νεκρό δε γίνεται με την κοιλιά να κλάψουν, 225
τι πλήθιοι απανωτοί σωριάζουνται στο χώμα κάθε μέρα·
πότε λοιπόν από τον κάματο κανείς να ξανασάνει;
Ωστόσο εμείς όποιον σκοτώνεται να θάβουμε ταιριάζει
με ανέσπλαχνη καρδιά, θρηνώντας τον τη μέρα εκείνη μόνο.
Κι όσοι γλιτώνουν απ᾽ τον πόλεμο τον άγριο, ας μην ξεχνούνε 230
να τρων, να πίνουν, νά ᾽χουν δύναμη, με πιο μεγάλο πείσμα
δίχως ξανάσα τους αντίμαχους να πολεμούμε πάντα,
χαλκό φορώντας ακατάλυτο. Μα τώρα ομπρός, κανένας
να μη χασομερά, προσμένοντας να πάρει κι άλλη διάτα·
τι όποιος προσμένει κι άλλη διάτα μας βαριά θα το πλερώσει, 235
στα πλοία που θα βρεθεί τ᾽ αργίτικα. Λοιπόν μαζί ας ριχτούμε
πάνω στους Τρώες τους αλογάρηδες, χτυπώντας τους με λύσσα.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς· 145
«Ἀτρεΐδη κύδιστε, ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον,
δῶρα μὲν αἴ κ᾽ ἐθέλῃσθα παρασχέμεν, ὡς ἐπιεικές,
ἤ τ᾽ ἐχέμεν παρὰ σοί· νῦν δὲ μνησώμεθα χάρμης
αἶψα μάλ᾽· οὐ γὰρ χρὴ κλοτοπεύειν ἐνθάδ᾽ ἐόντας
οὐδὲ διατρίβειν· ἔτι γὰρ μέγα ἔργον ἄρεκτον· 150
ὥς κέ τις αὖτ᾽ Ἀχιλῆα μετὰ πρώτοισιν ἴδηται
ἔγχεϊ χαλκείῳ Τρώων ὀλέκοντα φάλαγγας.
ὧδέ τις ὑμείων μεμνημένος ἀνδρὶ μαχέσθω.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«μὴ δὴ οὕτως, ἀγαθός περ ἐών, θεοείκελ᾽ Ἀχιλλεῦ, 155
νήστιας ὄτρυνε προτὶ Ἴλιον υἷας Ἀχαιῶν
Τρωσὶ μαχησομένους, ἐπεὶ οὐκ ὀλίγον χρόνον ἔσται
φύλοπις, εὖτ᾽ ἂν πρῶτον ὁμιλήσωσι φάλαγγες
ἀνδρῶν, ἐν δὲ θεὸς πνεύσῃ μένος ἀμφοτέροισιν.
ἀλλὰ πάσασθαι ἄνωχθι θοῇς ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιοὺς 160
σίτου καὶ οἴνοιο· τὸ γὰρ μένος ἐστὶ καὶ ἀλκή.
οὐ γὰρ ἀνὴρ πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
ἄκμηνος σίτοιο δυνήσεται ἄντα μάχεσθαι·
εἴ περ γὰρ θυμῷ γε μενοινάᾳ πολεμίζειν,
ἀλλά τε λάθρῃ γυῖα βαρύνεται, ἠδὲ κιχάνει 165
δίψα τε καὶ λιμός, βλάβεται δέ τε γούνατ᾽ ἰόντι.
ὃς δέ κ᾽ ἀνὴρ οἴνοιο κορεσσάμενος καὶ ἐδωδῆς
ἀνδράσι δυσμενέεσσι πανημέριος πολεμίζῃ,
θαρσαλέον νύ οἱ ἦτορ ἐνὶ φρεσίν, οὐδέ τι γυῖα
πρὶν κάμνει, πρὶν πάντας ἐρωῆσαι πολέμοιο. 170
ἀλλ᾽ ἄγε λαὸν μὲν σκέδασον καὶ δεῖπνον ἄνωχθι
ὅπλεσθαι· τὰ δὲ δῶρα ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων
οἰσέτω ἐς μέσσην ἀγορήν, ἵνα πάντες Ἀχαιοὶ
ὀφθαλμοῖσιν ἴδωσι, σὺ δὲ φρεσὶ σῇσιν ἰανθῇς.
ὀμνυέτω δέ τοι ὅρκον ἐν Ἀργείοισιν ἀναστάς, 175
μή ποτε τῆς εὐνῆς ἐπιβήμεναι ἠδὲ μιγῆναι·
ἣ θέμις ἐστίν, ἄναξ, ἤ τ᾽ ἀνδρῶν ἤ τε γυναικῶν·
καὶ δὲ σοὶ αὐτῷ θυμὸς ἐνὶ φρεσὶν ἵλαος ἔστω.
αὐτὰρ ἔπειτά σε δαιτὶ ἐνὶ κλισίῃς ἀρεσάσθω
πιείρῃ, ἵνα μή τι δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσθα. 180
Ἀτρεΐδη, σὺ δ᾽ ἔπειτα δικαιότερος καὶ ἐπ᾽ ἄλλῳ
ἔσσεαι. οὐ μὲν γάρ τι νεμεσσητὸν βασιλῆα
ἄνδρ᾽ ἀπαρέσσασθαι, ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων·
«χαίρω σεῦ, Λαερτιάδη, τὸν μῦθον ἀκούσας· 185
ἐν μοίρῃ γὰρ πάντα διίκεο καὶ κατέλεξας.
ταῦτα δ᾽ ἐγὼν ἐθέλω ὀμόσαι, κέλεται δέ με θυμός,
οὐδ᾽ ἐπιορκήσω πρὸς δαίμονος. αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
μιμνέτω αὐτόθι τεῖος ἐπειγόμενός περ Ἄρηος·
μίμνετε δ᾽ ἄλλοι πάντες ἀολλέες, ὄφρα κε δῶρα 190
ἐκ κλισίης ἔλθῃσι καὶ ὅρκια πιστὰ τάμωμεν.
σοὶ δ᾽ αὐτῷ τόδ᾽ ἐγὼν ἐπιτέλλομαι ἠδὲ κελεύω·
κρινάμενος κούρητας ἀριστῆας Παναχαιῶν
δῶρα ἐμῆς παρὰ νηὸς ἐνεικέμεν, ὅσσ᾽ Ἀχιλῆϊ
χθιζὸν ὑπέστημεν δώσειν, ἀγέμεν τε γυναῖκας. 195
Ταλθύβιος δέ μοι ὦκα κατὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν
κάπρον ἑτοιμασάτω, ταμέειν Διί τ᾽ Ἠελίῳ τε.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
«Ἀτρεΐδη κύδιστε, ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον,
ἄλλοτέ περ καὶ μᾶλλον ὀφέλλετε ταῦτα πένεσθαι, 200
ὁππότε τις μεταπαυσωλὴ πολέμοιο γένηται
καὶ μένος οὐ τόσον ᾖσιν ἐνὶ στήθεσσιν ἐμοῖσι.
νῦν δ᾽ οἱ μὲν κέαται δεδαϊγμένοι, οὓς ἐδάμασσεν
Ἕκτωρ Πριαμίδης, ὅτε οἱ Ζεὺς κῦδος ἔδωκεν,
ὑμεῖς δ᾽ ἐς βρωτὺν ὀτρύνετον· ἦ τ᾽ ἂν ἔγωγε 205
νῦν μὲν ἀνώγοιμι πτολεμίζειν υἷας Ἀχαιῶν
νήστιας ἀκμήνους, ἅμα δ᾽ ἠελίῳ καταδύντι
τεύξεσθαι μέγα δόρπον, ἐπὴν τεισαίμεθα λώβην.
πρὶν δ᾽ οὔ πως ἂν ἔμοιγε φίλον κατὰ λαιμὸν ἰείη
οὐ πόσις οὐδὲ βρῶσις, ἑταίρου τεθνηῶτος, 210
ὅς μοι ἐνὶ κλισίῃ δεδαϊγμένος ὀξέϊ χαλκῷ
κεῖται ἀνὰ πρόθυρον τετραμμένος, ἀμφὶ δ᾽ ἑταῖροι
μύρονται· τό μοι οὔ τι μετὰ φρεσὶ ταῦτα μέμηλεν,
ἀλλὰ φόνος τε καὶ αἷμα καὶ ἀργαλέος στόνος ἀνδρῶν.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς· 215
«ὦ Ἀχιλεῦ, Πηλῆος υἱέ, μέγα φέρτατ᾽ Ἀχαιῶν,
κρείσσων εἰς ἐμέθεν καὶ φέρτερος οὐκ ὀλίγον περ
ἔγχει, ἐγὼ δέ κε σεῖο νοήματί γε προβαλοίμην
πολλόν, ἐπεὶ πρότερος γενόμην καὶ πλείονα οἶδα.
τῶ τοι ἐπιτλήτω κραδίη μύθοισιν ἐμοῖσιν. 220
αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποισιν,
ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ χαλκὸς ἔχευεν,
ἄμητος δ᾽ ὀλίγιστος, ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα
Ζεύς, ὅς τ᾽ ἀνθρώπων ταμίης πολέμοιο τέτυκται.
γαστέρι δ᾽ οὔ πως ἔστι νέκυν πενθῆσαι Ἀχαιούς· 225
λίην γὰρ πολλοὶ καὶ ἐπήτριμοι ἤματα πάντα
πίπτουσιν· πότε κέν τις ἀναπνεύσειε πόνοιο;
ἀλλὰ χρὴ τὸν μὲν καταθάπτειν ὅς κε θάνῃσι,
νηλέα θυμὸν ἔχοντας, ἐπ᾽ ἤματι δακρύσαντας·
ὅσσοι δ᾽ ἂν πολέμοιο περὶ στυγεροῖο λίπωνται, 230
μεμνῆσθαι πόσιος καὶ ἐδητύος, ὄφρ᾽ ἔτι μᾶλλον
ἀνδράσι δυσμενέεσσι μαχώμεθα νωλεμὲς αἰεί,
ἑσσάμενοι χροῒ χαλκὸν ἀτειρέα. μηδέ τις ἄλλην
λαῶν ὀτρυντὺν ποτιδέγμενος ἰσχαναάσθω·
ἥδε γὰρ ὀτρυντὺς κακὸν ἔσσεται ὅς κε λίπηται 235
νηυσὶν ἐπ᾽ Ἀργείων· ἀλλ᾽ ἀθρόοι ὁρμηθέντες
Τρωσὶν ἐφ᾽ ἱπποδάμοισιν ἐγείρομεν ὀξὺν Ἄρηα.»