Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 18 στ. 148-201
Εκείνη ανέβαινε στον Όλυμπο, κι οι Αργίτες απ᾽ την άλλη
με άγριον αχό μπροστά στον Έχτορα τον αντροφόνο εφεύγαν,
ώσπου πια τέλος στον Ελλήσποντο και στ᾽ άρμενά τους φτάσαν. 150
Κι ουδέ τον Πάτροκλο, το σύντροφο θα βγάζαν του Αχιλλέα,
απ᾽ τις ριξιές νεκρό τραβώντας τον, οι Αργίτες οι αντρειωμένοι·
τι πάλε από κοντά τού ρίχτηκαν κι αμάξια και πεζούρα
κι ο γιος του Πρίαμου, ο μέγας Έχτορας, της αντριγιάς η φλόγα.
Τρεις ο Έχτορας φορές τον άρπαξε με λύσσα, απ᾽ τα ποδάρια 155
ξοπίσω να τον σύρει, κι έσκουζε στους Τρώες γκαρδιώνοντάς τους·
και τρεις οι δυο τους Αίαντες, άμετρη ζωσμένοι αντρειά, τον σπρώξαν
απ᾽ το νεκρό· μα εκείνος έχοντας τα θάρρη στην αντρειά του,
πότε χιμούσε μες στον τάραχο, πότε στεκόταν πάλε
σκούζοντας άγρια, μα δεν έκανε μήτε ένα βήμα πίσω. 160
Κι όπως φλογάτο λιόντα, πού ᾽σφιξεν η πείνα, δεν μπορούνε
να διώξουνε βοσκοί ξωτάρηδες από βοδιού θρασίμι,
όμοια κι οι δυο τους Αίαντες οι άτρομοι το γιο του Πρίαμου τότε,
τον Έχτορα, μακριά δε δύνουνταν απ᾽ το νεκρό να διώξουν.
Και θα τον έσερνε κι αθάνατη θά ᾽παιρνε δόξα τότε, 165
αν στου Πηλέα το γιο απ᾽ τον Όλυμπο μαντάτορας της Ήρας
να πει κρυφά απ᾽ το Δία δεν έτρεχε κι απ᾽ τους θεούς τους άλλους
η γρήγορη ανεμόποδη Ίριδα, να τρέξει στ᾽ άρματά του.
Κι ως πλάι του εστάθη, με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Γιε του Πηλέα, που απ᾽ όλους πιότερο σε τρέμει ο κόσμος, σήκω! 170
Τρέχα, διαφέντεψε τον Πάτροκλο, που τόσος έχει ανάψει
γι᾽ αυτόν μπρος στα καράβια πόλεμος κι ο ένας τον άλλο σφάζουν,
το κορμί τούτοι διαφεντεύοντας του σκοτωμένου γύρα,
κι οι άλλοι στην Τροία την ανεμόδαρτη να τον τραβήξουν μέσα,
οι Τρώες, χιμούν. Κι ο γαύρος Έχτορας πιο απ᾽ όλους να τον σύρει 175
τό ᾽βαλε πείσμα, και στη λύσσα του λογιάζει το κεφάλι
να μπήξει στα παλούκια, κόβοντας τον απαλό λαιμό του.
Σήκω λοιπόν και πια μην κείτεσαι, μην το δεχτεί η καρδιά σου
ξεφάντωμα να γίνει ο Πάτροκλος στης Τροίας τους σκύλους τώρα.
Ντροπή δικιά σου, αν θα κατέβαινε στον Άδη ατιμασμένος.» 180
Τότε γυρνώντας ο φτερόποδος, θείος Αχιλλέας τής είπε:
«Ίρη θεά, μηνύτρα σ᾽ έστειλε σαν ποιός θεός σε μένα;»
Κι η γρήγορη, ανεμόποδη Ίριδα του απηλογήθη τότε:
«Η Ήρα με στέλνει, η πολυτίμητη του Δία γυναίκα, τώρα,
κι ούτε ο αψηλόθρονος κατέχει το του Κρόνου υγιός μήτε οι άλλοι 185
αθάνατοι, που ζουν στον Όλυμπο το χιονοσκεπασμένο.»
Κι είπε ο Αχιλλέας ο φτεροπόδαρος κι απηλογιά τής δίνει:
«Και πώς να μπώ στη μάχη; Τ᾽ άρματα μου τα κρατούν εκείνοι·
κι ουδέ κι η αγαπημένη μάνα μου ν᾽ αρματωθώ μ᾽ αφήκε,
ωσόπου να τη δουν τα μάτια μου κοντά μου εδώ να φτάνει· 190
τι μού ᾽ταξε απ᾽ τον Ήφαιστο άρματα πανώρια να μου φέρει.
Κι άλλον δεν ξέρω εδώ που νά᾽ βαζα την ξακουστή του αρμάτα,
μονάχα το σκουτάρι του Αίαντα, του γιου του Τελαμώνα.
Όμως στους πρώτους λέω θα βρίσκεται τώρα κι αυτός, χαλνώντας
τρογύρα απ᾽ το νεκρό του Πάτροκλου πολλούς με το κοντάρι.» 195
Κι η γρήγορη, ανεμόποδη Ίριδα του απηλογήθη τότε:
«Πως σου κρατούν και μεις το ξέρουμε την ξακουσμένη αρμάτα·
μα κι έτσι ως είσαι, τρέξε, πρόβαλε στους Τρώες απ᾽ το χαντάκι·
ποιός ξέρει, ομπρός σου αν δεν εδείλιαζαν, τον πόλεμο ν᾽ αφήσουν
οι Τρώες, κι οι Αργίτες οι πολέμαρχοι μια στάλα ν᾽ ανασάνουν, 200
που απόστασαν· καλή στον πόλεμο κι η λίγη ανάσα ακόμα.»
Τὴν μὲν ἄρ᾽ Οὔλυμπόνδε πόδες φέρον· αὐτὰρ Ἀχαιοὶ
θεσπεσίῳ ἀλαλητῷ ὑφ᾽ Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο
φεύγοντες νῆάς τε καὶ Ἑλλήσποντον ἵκοντο. 150
οὐδέ κε Πάτροκλόν περ ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοὶ
ἐκ βελέων ἐρύσαντο νέκυν, θεράποντ᾽ Ἀχιλῆος·
αὖτις γὰρ δὴ τόν γε κίχον λαός τε καὶ ἵπποι
Ἕκτωρ τε Πριάμοιο πάϊς, φλογὶ εἴκελος ἀλκήν.
τρὶς μέν μιν μετόπισθε ποδῶν λάβε φαίδιμος Ἕκτωρ 155
ἑλκέμεναι μεμαώς, μέγα δὲ Τρώεσσιν ὁμόκλα·
τρὶς δὲ δύ᾽ Αἴαντες, θοῦριν ἐπιειμένοι ἀλκήν,
νεκροῦ ἀπεστυφέλιξαν· ὁ δ᾽ ἔμπεδον ἀλκὶ πεποιθὼς
ἄλλοτ᾽ ἐπαΐξασκε κατὰ μόθον, ἄλλοτε δ᾽ αὖτε
στάσκε μέγα ἰάχων· ὀπίσω δ᾽ οὐ χάζετο πάμπαν. 160
ὡς δ᾽ ἀπὸ σώματος οὔ τι λέοντ᾽ αἴθωνα δύνανται
ποιμένες ἄγραυλοι μέγα πεινάοντα δίεσθαι,
ὥς ῥα τὸν οὐκ ἐδύναντο δύω Αἴαντε κορυστὰ
Ἕκτορα Πριαμίδην ἀπὸ νεκροῦ δειδίξασθαι.
καί νύ κεν εἴρυσσέν τε καὶ ἄσπετον ἤρατο κῦδος, 165
εἰ μὴ Πηλεΐωνι ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις
ἄγγελος ἦλθε θέουσ᾽ ἀπ᾽ Ὀλύμπου θωρήσσεσθαι,
κρύβδα Διὸς ἄλλων τε θεῶν· πρὸ γὰρ ἧκέ μιν Ἥρη.
ἀγχοῦ δ᾽ ἱσταμένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ὄρσεο, Πηλεΐδη, πάντων ἐκπαγλότατ᾽ ἀνδρῶν· 170
Πατρόκλῳ ἐπάμυνον, οὗ εἵνεκα φύλοπις αἰνὴ
ἕστηκε πρὸ νεῶν· οἱ δ᾽ ἀλλήλους ὀλέκουσιν
οἱ μὲν ἀμυνόμενοι νέκυος πέρι τεθνηῶτος,
οἱ δὲ ἐρύσσασθαι ποτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν
Τρῶες ἐπιθύουσι· μάλιστα δὲ φαίδιμος Ἕκτωρ 175
ἑλκέμεναι μέμονεν· κεφαλὴν δέ ἑ θυμὸς ἄνωγε
πῆξαι ἀνὰ σκολόπεσσι ταμόνθ᾽ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς.
ἀλλ᾽ ἄνα, μηδ᾽ ἔτι κεῖσο· σέβας δέ σε θυμὸν ἱκέσθω
Πάτροκλον Τρῳῇσι κυσὶν μέλπηθρα γενέσθαι·
σοὶ λώβη, αἴ κέν τι νέκυς ᾐσχυμμένος ἔλθῃ.» 180
Τὴν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς·
«Ἶρι θεά, τίς γάρ σε θεῶν ἐμοὶ ἄγγελον ἧκε;»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις·
«Ἥρη με προέηκε, Διὸς κυδρὴ παράκοιτις·
οὐδ᾽ οἶδε Κρονίδης ὑψίζυγος οὐδέ τις ἄλλος 185
ἀθανάτων, οἳ Ὄλυμπον ἀγάννιφον ἀμφινέμονται.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
«πῶς τ᾽ ἂρ᾽ ἴω μετὰ μῶλον; ἔχουσι δὲ τεύχεα κεῖνοι·
μήτηρ δ᾽ οὔ με φίλη πρίν γ᾽ εἴα θωρήσσεσθαι,
πρίν γ᾽ αὐτὴν ἐλθοῦσαν ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἴδωμαι· 190
στεῦτο γὰρ Ἡφαίστοιο πάρ᾽ οἰσέμεν ἔντεα καλά.
ἄλλου δ᾽ οὔ τευ οἶδα τεῦ ἂν κλυτὰ τεύχεα δύω,
εἰ μὴ Αἴαντός γε σάκος Τελαμωνιάδαο.
ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὅ γ᾽, ἔλπομ᾽, ἐνὶ πρώτοισιν ὁμιλεῖ,
ἔγχεϊ δηϊόων περὶ Πατρόκλοιο θανόντος.» 195
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις·
«εὖ νυ καὶ ἡμεῖς ἴδμεν ὅ τοι κλυτὰ τεύχε᾽ ἔχονται·
ἀλλ᾽ αὔτως ἐπὶ τάφρον ἰὼν Τρώεσσι φάνηθι,
αἴ κέ σ᾽ ὑποδείσαντες ἀπόσχωνται πολέμοιο
Τρῶες, ἀναπνεύσωσι δ᾽ ἀρήϊοι υἷες Ἀχαιῶν 200
τειρόμενοι· ὀλίγη δέ τ᾽ ἀνάπνευσις πολέμοιο.»