Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 15 στ. 149-217
Η Ήρα η σεβάσμια σαν τους μίλησε, γυρνώντας στο θρονί της
πάει και καθίζει, κι αμολύθηκαν εκείνοι οι δυο πετώντας. 150
Φτάνουν στην Ίδα την πολύπηγη, των αγριμιών τη μάνα,
και βρίσκουν στην κορφή του Γάργαρου το Δία το βροντολάλο,
κι όπως καθόταν, τον περίζωνε γύρα ευωδάτο νέφος.
Κι αυτοί στο Δία μπροστά εσταμάτησαν το νεφελοστοιβάχτη·
κι όπως εκείνος τούς αντίκρισε, δε θύμωσε καθόλου 155
που πρόθυμα το λόγο του άκουσαν απ᾽ τ᾽ ακριβό του ταίρι,
και λόγια μίλησε ανεμάρπαστα στην Ίριδα πιο πρώτα:
«Ίριδα, ομπρός, γιά τρέχα γρήγορα στο ρήγα Ποσειδώνα,
και τούτα να του πεις· μη γίνεσαι ψευτομαντατοφόρα.
Πες του ν᾽ αφήσει πια τον πόλεμο και τη σφαγή, με βιάση 160
στην άγια να μισέψει θάλασσα γιά στους θεούς τους άλλους.
Μ᾽ αν δεν ακούσει αυτά που ορίζω του και πει να τ᾽ αψηφήσει,
ας στοχαστεί καλά πρωτύτερα στο νου και στην καρδιά του,
μη δεν κρατήσει ως πέσω απάνω του, και δυνατός ας είναι·
τι πιο τρανός πολύ στη δύναμη θαρρώ απ᾽ αυτόν πως είμαι, 165
και τον περνώ στα χρόνια. Τίποτα δεν τό ᾽χει ωστόσο εκείνος
να μου μιλάει σαν ίσος κι όμοιος μου, που κι άλλοι με τρομάζουν.»
Αυτά ειπε, κι η ανεμόποδη Ίριδα γρικάει την προσταγή του,
κι απ᾽ τα βουνά της Ίδας χύθηκε στην Τροία την άγια κάτω.
Πώς όταν πέφτει από τα σύγνεφα χαλάζι κρύο γιά χιόνι, 170
απ᾽ του βοριά του αιθερογέννητου το φύσημα σπρωγμένο·
με όμοιαν ορμή κι η γρήγορη Ίριδα πετώντας τότε φτάνει,
και στον τρανό, κοντά του τρέχοντας, μιλάει τον Κοσμοσείστη:
«Της Γης αφέντη γαλαζόχαιτε, του βροντοσκουταράτου
του Δία δω πέρα κάποιο μήνυμα σταλμένη σού ᾽χω φέρει. 175
Ν᾽ αφήσεις πια τη μάχη επρόσταξε και τη σφαγή, με βιάση
στην άγια να μισέψεις θάλασσα γιά στους θεούς τους άλλους.
Μ᾽ αν δεν ακούσεις ό,τι ορίζει σου και πεις να τ᾽ αψηφήσεις,
ατός του νά ᾽ρθει εδώ φοβέριζε να χτυπηθεί μαζί σου.
Μόν᾽ φεύγα λέει το γρηγορότερο, μ᾽ εκείνον μην τα βάζεις, 180
τι πιο τρανός πολύ στη δύναμη κατέχεις το πως είναι,
και σε περνά στα χρόνια. Τίποτα θαρρεί δεν τό ᾽χεις όμως
να του μιλάς σαν ίσος κι όμοιος του, που κι άλλοι τον τρομάζουν.»
Μα ο Κοσμοσείστης τότε θύμωσε κι απηλογιά τής δίνει:
«Ωχού, τα λόγια του όλο ξέπαρση, κι ας είν᾽ τρανός, που θέλει, 185
μια κι είμαστε ίσοι, ν᾽ αφεντεύει με μεβιάς, αθέλητά μου.
Τρεις αδερφοί απ᾽ τον Κρόνο πού ᾽μαστε, παιδιά της Ρέας κι οι τρεις μας,
πρώτος ο Δίας, κι εγώ, και των νεκρών ο ρήγας, ο Άδης, τρίτος,
σε τρία τον κόσμο τον μοιράσαμε, καθένας το δικό του·
και κλήρο ως ρίξαμε, στη θάλασσα την αφρισμένη πέφτει 190
να μένω εγώ για πάντα, κι έλαχε στον Άδη το σκοτάδι,
και πήρε ο Δίας τα ουράνια τ᾽ άσωστα με σύγνεφα κι αιθέρα·
όμως η γη κι ο μέγας Όλυμπος είναι μαζί ολονώ μας.
Γι᾽ αυτό κι εγώ στου Δία το θέλημα δε σκύβω το κεφάλι·
τρανός κι ας είναι, ας κάθεται ήσυχα σ᾽ αυτό που τού ᾽χει λάχει. 195
Κι ουδέ με σκιάζουν οι φοβέρες του, του πεταμού δεν είμαι·
και κάλλιο θά ᾽κανε τις κόρες του και τους υγιούς του εκείνος,
που έχει γεννήσει, να τους έβαζε μπροστά, να τους μαλώνει.
Εκείνοι ναι, θ᾽ ακούγαν θέλοντας και μη τις προσταγές του.»
Κι η ανεμοπόδα γρήγορη Ίριδα του απηλογήθη κι είπε: 200
«Της Γης αφέντη γαλαζόχαιτε, τα λόγια τούτα αλήθεια
στο Δία να φέρω, τόσο αράθυμα, πεισματωμένα πού ᾽ναι;
Γιά να τ᾽ αλλάξεις θες; τι οι φρόνιμοι μπορεί κι αλλάζουν γνώμη.
Το ξέρεις, πάντα τους πρωτόγεννους συντρέχουν οι Ερινύες.»
Κι ο Ποσειδώνας τότε στράφηκε κι απηλογιά τής δίνει: 205
«Πολύ σωστός ο λόγος, Ίριδα θεά, που μού ᾽πες τώρα·
μέγα αγαθό με αποκρισάτορα να κρένεις μυαλωμένο.
Όμως βαρύς θυμός τα φρένα μου και την καρδιά πλακώνει,
ίδιο μοιράδι οι δυο μας νά ᾽χουμε, τον ίδιο κλήρο, κι όμως
πάντα να θέλει με πικρόχολα να με αποπαίρνει λόγια. 210
Μα τώρα εγώ ―κι ας μού ᾽ρχεται άσκημα― στη γνώμη του θα κλίνω.
Κάποιο άλλο λόγο ωστόσο θά ᾽λεγα, κι όχι φοβέρα κούφια:
Αν τό ᾽χει αυτός σκοπό, στο πείσμα μας, της Αθηνάς κι εμένα,
της Ήρας και του Ερμή και του Ήφαιστου του ρήγα, τη σπλαχνιά του
στην Τροία να δείξει την απόγκρεμη, κι ουδέ και στους Αργίτες 215
δόξα τρανή χαρίσει αφήνοντας να την πατήσουν, τότε
καλά ας το ξέρει, αγιάτρευτη όχτρητα θ᾽ ανοίξει αναμεσό μας.»
Ἡ μὲν ἄρ᾽ ὣς εἰποῦσα πάλιν κίε πότνια Ἥρη,
ἕζετο δ᾽ εἰνὶ θρόνῳ· τὼ δ᾽ ἀΐξαντε πετέσθην. 150
Ἴδην δ᾽ ἵκανον πολυπίδακα, μητέρα θηρῶν,
εὗρον δ᾽ εὐρύοπα Κρονίδην ἀνὰ Γαργάρῳ ἄκρῳ
ἥμενον· ἀμφὶ δέ μιν θυόεν νέφος ἐστεφάνωτο.
τὼ δὲ πάροιθ᾽ ἐλθόντε Διὸς νεφεληγερέταο
στήτην· οὐδέ σφωϊν ἰδὼν ἐχολώσατο θυμῷ, 155
ὅττι οἱ ὦκ᾽ ἐπέεσσι φίλης ἀλόχοιο πιθέσθην.
Ἶριν δὲ προτέρην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«βάσκ᾽ ἴθι, Ἶρι ταχεῖα, Ποσειδάωνι ἄνακτι
πάντα τάδ᾽ ἀγγεῖλαι, μηδὲ ψευδάγγελος εἶναι.
παυσάμενόν μιν ἄνωχθι μάχης ἠδὲ πτολέμοιο 160
ἔρχεσθαι μετὰ φῦλα θεῶν ἢ εἰς ἅλα δῖαν.
εἰ δέ μοι οὐκ ἐπέεσσ᾽ ἐπιπείσεται, ἀλλ᾽ ἀλογήσει,
φραζέσθω δὴ ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν
μή μ᾽ οὐδὲ κρατερός περ ἐὼν ἐπιόντα ταλάσσῃ
μεῖναι, ἐπεί ἑο φημὶ βίῃ πολὺ φέρτερος εἶναι 165
καὶ γενεῇ πρότερος· τοῦ δ᾽ οὐκ ὄθεται φίλον ἦτορ
ἶσον ἐμοὶ φάσθαι, τόν τε στυγέουσι καὶ ἄλλοι.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις,
βῆ δὲ κατ᾽ Ἰδαίων ὀρέων εἰς Ἴλιον ἱρήν.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠὲ χάλαζα 170
ψυχρὴ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο,
ὣς κραιπνῶς μεμαυῖα διέπτατο ὠκέα Ἶρις,
ἀγχοῦ δ᾽ ἱσταμένη προσέφη κλυτὸν ἐννοσίγαιον·
«ἀγγελίην τινά τοι, γαιήοχε κυανοχαῖτα,
ἦλθον δεῦρο φέρουσα παραὶ Διὸς αἰγιόχοιο. 175
παυσάμενόν σε κέλευσε μάχης ἠδὲ πτολέμοιο
ἔρχεσθαι μετὰ φῦλα θεῶν ἢ εἰς ἅλα δῖαν.
εἰ δέ οἱ οὐκ ἐπέεσσ᾽ ἐπιπείσεαι, ἀλλ᾽ ἀλογήσεις,
ἠπείλει καὶ κεῖνος ἐναντίβιον πολεμίξων
ἐνθάδ᾽ ἐλεύσεσθαι· σὲ δ᾽ ὑπεξαλέασθαι ἄνωγε 180
χεῖρας, ἐπεὶ σέο φησὶ βίῃ πολὺ φέρτερος εἶναι
καὶ γενεῇ πρότερος· σὸν δ᾽ οὐκ ὄθεται φίλον ἦτορ
ἶσόν οἱ φάσθαι, τόν τε στυγέουσι καὶ ἄλλοι.»
Τὴν δὲ μέγ᾽ ὀχθήσας προσέφη κλυτὸς ἐννοσίγαιος·
«ὢ πόποι, ἦ ῥ᾽ ἀγαθός περ ἐὼν ὑπέροπλον ἔειπεν, 185
εἴ μ᾽ ὁμότιμον ἐόντα βίῃ ἀέκοντα καθέξει.
τρεῖς γάρ τ᾽ ἐκ Κρόνου εἰμὲν ἀδελφεοί, οὓς τέκετο ῾Ρέα,
Ζεὺς καὶ ἐγώ, τρίτατος δ᾽ Ἀΐδης, ἐνέροισιν ἀνάσσων.
τριχθὰ δὲ πάντα δέδασται, ἕκαστος δ᾽ ἔμμορε τιμῆς·
ἤτοι ἐγὼν ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν αἰεὶ 190
παλλομένων, Ἀΐδης δ᾽ ἔλαχε ζόφον ἠερόεντα,
Ζεὺς δ᾽ ἔλαχ᾽ οὐρανὸν εὐρὺν ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσι·
γαῖα δ᾽ ἔτι ξυνὴ πάντων καὶ μακρὸς Ὄλυμπος.
τῶ ῥα καὶ οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν, ἀλλὰ ἕκηλος
καὶ κρατερός περ ἐὼν μενέτω τριτάτῃ ἐνὶ μοίρῃ. 195
χερσὶ δὲ μή τί με πάγχυ κακὸν ὣς δειδισσέσθω·
θυγατέρεσσιν γάρ τε καὶ υἱάσι βέλτερον εἴη
ἐκπάγλοις ἐπέεσσιν ἐνισσέμεν, οὓς τέκεν αὐτός,
οἵ ἑθεν ὀτρύνοντος ἀκούσονται καὶ ἀνάγκῃ.»
Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις· 200
«οὕτω γὰρ δή τοι, γαιήοχε κυανοχαῖτα,
τόνδε φέρω Διὶ μῦθον ἀπηνέα τε κρατερόν τε,
ἦ τι μεταστρέψεις; στρεπταὶ μέν τε φρένες ἐσθλῶν.
οἶσθ᾽ ὡς πρεσβυτέροισιν Ἐρινύες αἰὲν ἕπονται.»
Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε Ποσειδάων ἐνοσίχθων· 205
«Ἶρι θεά, μάλα τοῦτο ἔπος κατὰ μοῖραν ἔειπες·
ἐσθλὸν καὶ τὸ τέτυκται, ὅτ᾽ ἄγγελος αἴσιμα εἰδῇ.
ἀλλὰ τόδ᾽ αἰνὸν ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἱκάνει,
ὁππότ᾽ ἂν ἰσόμορον καὶ ὁμῇ πεπρωμένον αἴσῃ
νεικείειν ἐθέλῃσι χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν. 210
ἀλλ᾽ ἤτοι νῦν μέν κε νεμεσσηθεὶς ὑποείξω·
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, καὶ ἀπειλήσω τό γε θυμῷ·
αἴ κεν ἄνευ ἐμέθεν καὶ Ἀθηναίης ἀγελείης,
Ἥρης Ἑρμείω τε καὶ Ἡφαίστοιο ἄνακτος,
Ἰλίου αἰπεινῆς πεφιδήσεται, οὐδ᾽ ἐθελήσει 215
ἐκπέρσαι, δοῦναι δὲ μέγα κράτος Ἀργείοισιν,
ἴστω τοῦθ᾽, ὅτι νῶϊν ἀνήκεστος χόλος ἔσται.»