Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 14 στ. 153-223
Κι η Ήρα η χρυσόθρονη απ᾽ τον Όλυμπο, σε μια κορφή ως ανέβη,
στη γη τα μάτια κάτω ρίχνοντας σε μια στιγμή ξεκρίνει
τον αδερφό μαζί κι αντράδερφο, που ολούθε τριγυρνούσε 155
στη δοξαντρούσα μάχη αδιάκοπα, και χάρηκε η καρδιά της.
Κι από την άλλη στην πολύπηγη ψηλά την Ίδα βλέπει
το Δία να κάθεται, κι απ᾽ όχτρητα ξεχείλισε η καρδιά της.
Κι η πολυσέβαστη στοχάστηκε βοϊδόματη Ήρα τότε
το πώς του Δία του βροντοσκούταρου το νου θα ξεπλανέψει· 160
και τούτη η πιο καλή τής φάνηκε βουλή στο λογισμό της,
ν᾽ ανέβει απά στην Ίδα με όλες της τις χάρες στολισμένη,
μήπως τυχόν τον σπρώξει ο πόθος του και δίπλα της πλαγιάσει,
να τη χαρεί ζητώντας, κι έπειτα γλυκό κι ανέγνοιον ύπνο
τού χύσει εκείνη απά στα βλέφαρα και στα βαθιά του φρένα. 165
Κινάει λοιπόν στο γυναικίτη της, χτισμένο από το γιο της
τον Ήφαιστο, που πόρτες στέριωσε γερές στις παραστάδες
με μάνταλο κρυφό, που αθάνατος κανείς δεν άνοιγε άλλος.
Κι ως μπήκε εκεί, διπλομαντάλωσε τις στραφταλούσες πόρτες·
το ποθητό κορμί με αθάνατο νερό ξεπλένει πρώτα, 170
να φύγει η λέρα, διπλοπάλαμα μετά με λάδι αλείφτη,
ευωδιαστό, θεϊκό, πανέμνοστο· να το κουνούσες μόνο
στου Δία μπροστά το χαλκοκάτωφλο, το αρχοντικό παλάτι,
γη κι ουρανό μεμιάς θα γέμιζε με τη μοσκοβολιά του.
Μ᾽ αυτό το πάγκαλό της άλειψε κορμί, μετά εχτενίστη, 175
κι έπειτα πλέκει με τα χέρια της στραφταλιστές πλεξούδες,
θεϊκές, πανώριες, απ᾽ τ᾽ αθάνατο να κρέμουνται κεφάλι.
Θεϊκό μαντί κατόπι εφόρεσε, πού ᾽χε η Αθηνά φασμένο
δουλεύοντάς το για χατίρι της με περισσά κεντίδια,
και με χρυσά στο στήθος στέριωνε ψηλά θηλυκωτήρια. 180
Τη ζώνη που εκατό τη στόλιζαν φούντες τρογύρα εζώστη,
και σκουλαρίκια πέρασε έπειτα στα τρυπημένα αφτιά της,
τρίπετρα, μόρικα, που η χάρη τους στραφτάλιζε περίσσια.
Φοράει κεφαλοπάνι η αρχόντισσα θεά από πάνω ακόμα,
αφόρετο, πανώριο, κάτασπρο, καθώς του γήλιου η λάμψη, 185
και με σαντάλια πόδεσε όμορφα τ᾽ αστραφτερά της πόδια.
Κι ως έτσι το κορμί της στόλισε κάθε λογής, προβαίνει
έξω απ᾽ την κάμαρα, και κράζοντας την Αφροδίτη ομπρός της,
μακριά απ᾽ τους άλλους τους αθάνατους, αυτά τής λέει τα λόγια:
«Θα τό ᾽θελες αλήθεια, κόρη μου, σ᾽ ό,τι θα πω ν᾽ ακούσεις; 190
γιά θ᾽ αρνηθείς, τι μες στα στήθη σου χολιάς εσύ μαζί μου,
που τους Αργίτες παραστέκουμαι κι εσύ τους Τρώες συντρέχεις;»
Τότε η Αφροδίτη απηλογήθηκε, του Δία η θυγατέρα:
«Ήρα, θεά σεβάσμια, του τρανού του Κρόνου η θυγατέρα,
τί έχεις στο νου σου, πες, κι ολόκαρδα θα κάνω εγώ ό,τι θέλεις, 195
μονάχα να περνά απ᾽ το χέρι μου και να μπορεί να γένει.»
Κι η Ήρα η σεβάσμια της απάντησε με δόλο και της είπε:
«Τον πόθο δώσ᾽ μου και τον έρωτα, που εσύ μ᾽ αυτά, σα θέλεις,
όλους δαμάζεις τους αθάνατους και τους θνητούς ανθρώπους.
Πηγαίνω εγώ να ιδώ στην τέλειωση της γης της πολυθρόφας 200
τον Ωκεανό, των θεών τον πρόγονο, και την Τηθή τη μάνα,
που με αναθρέψαν και με ανάστησαν στο αρχοντικό τους, σύντας
με πήραν απ᾽ τη Ρέα, σαν έριξεν ο Δίας ο βροντολάλος
κάτω απ᾽ τη γη κι από τη θάλασσα την άκαρπη τον Κρόνο.
Σ᾽ αυτούς πηγαίνω, τις ατέλειωτες μαλιές τους να διαλύνω· 205
τι πάει καιρός πολύς που αγκάλιασμα δε χαίρουνται ουδ᾽ αγάπη·
χώρια κοιμούνται, τι έχουν μέσα τους ο ένας του αλλού μανιάσει.
Αν τώρα κάνω με τα λόγια μου και πουν ν᾽ αλλάξουν γνώμη,
ν᾽ ανέβουν πάλε στο κλινάρι τους κι ερωτικά να σμίξουν,
σ᾽ αγάπη λέω θα μ᾽ έχουν πάντα τους και σε τιμή κι οι δυο τους.» 210
Τότε η Αφροδίτη η αχνογελόχαρη της αποκρίθη κι είπε:
«Ούτε μπορώ κι ουδέ και πρέπει μου να σου αρνηθώ τη χάρη,
τι εσύ στου πρώτου απ᾽ τους αθάνατους την αγκαλιά κοιμάσαι.»
Είπε, και λύνει από τον κόρφο της το στηθοπάνι, πού ᾽χε
λογιώ λογιώ πλουμιά, κι απάνω του τα μάγια εσμίγαν όλα, 215
κι η αποθυμιά και τα γλυκόλογα της ερωτιάς κι η αγάπη
και το ξελόγιασμα, που πλάνεψε και μυαλωμένο ακόμα.
Κι ως μες στα χέρια της το απίθωσε, τούτα τής λέει τα λόγια:
«Νά, πάρε χώσε αυτό στον κόρφο σου το στηθοπάνι τώρα
το πλουμιστό, που είναι όλα μέσα του, και δίχως άλλο ξέρε 220
πως δε θα γείρεις με ακατάφερτο το πού ᾽χεις μες στο νου σου.»
Αυτά ειπε, κι η Ήρα εχαμογέλασεν, η βοϊδομάτα αφέντρα,
κι ως χαμογέλασε, στον κόρφο της το στηθοπάνι χώνει.
Ἥρη δ᾽ εἰσεῖδε χρυσόθρονος ὀφθαλμοῖσι
στᾶσ᾽ ἐξ Οὐλύμποιο ἀπὸ ῥίου· αὐτίκα δ᾽ ἔγνω
τὸν μὲν ποιπνύοντα μάχην ἀνὰ κυδιάνειραν 155
αὐτοκασίγνητον καὶ δαέρα, χαῖρε δὲ θυμῷ·
Ζῆνα δ᾽ ἐπ᾽ ἀκροτάτης κορυφῆς πολυπίδακος Ἴδης
ἥμενον εἰσεῖδε, στυγερὸς δέ οἱ ἔπλετο θυμῷ.
μερμήριξε δ᾽ ἔπειτα βοῶπις πότνια Ἥρη
ὅππως ἐξαπάφοιτο Διὸς νόον αἰγιόχοιο· 160
ἥδε δέ οἱ κατὰ θυμὸν ἀρίστη φαίνετο βουλή,
ἐλθεῖν εἰς Ἴδην εὖ ἐντύνασαν ἓ αὐτήν,
εἴ πως ἱμείραιτο παραδραθέειν φιλότητι
ᾗ χροιῇ, τῷ δ᾽ ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε
χεύῃ ἐπὶ βλεφάροισιν ἰδὲ φρεσὶ πευκαλίμῃσι. 165
βῆ δ᾽ ἴμεν ἐς θάλαμον, τόν οἱ φίλος υἱὸς ἔτευξεν
Ἥφαιστος, πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσε
κληῗδι κρυπτῇ, τὴν δ᾽ οὐ θεὸς ἄλλος ἀνῷγεν·
ἔνθ᾽ ἥ γ᾽ εἰσελθοῦσα θύρας ἐπέθηκε φαεινάς.
ἀμβροσίῃ μὲν πρῶτον ἀπὸ χροὸς ἱμερόεντος 170
λύματα πάντα κάθηρεν, ἀλείψατο δὲ λίπ᾽ ἐλαίῳ
ἀμβροσίῳ ἑδανῷ, τό ῥά οἱ τεθυωμένον ἦεν·
τοῦ καὶ κινυμένοιο Διὸς κατὰ χαλκοβατὲς δῶ
ἔμπης ἐς γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἵκετ᾽ ἀϋτμή.
τῷ ῥ᾽ ἥ γε χρόα καλὸν ἀλειψαμένη ἰδὲ χαίτας 175
πεξαμένη χερσὶ πλοκάμους ἔπλεξε φαεινοὺς
καλοὺς ἀμβροσίους ἐκ κράατος ἀθανάτοιο.
ἀμφὶ δ᾽ ἄρ᾽ ἀμβρόσιον ἑανὸν ἕσαθ᾽, ὅν οἱ Ἀθήνη
ἔξυσ᾽ ἀσκήσασα, τίθει δ᾽ ἐνὶ δαίδαλα πολλά·
χρυσείῃς δ᾽ ἐνετῇσι κατὰ στῆθος περονᾶτο. 180
ζώσατο δὲ ζώνῃ ἑκατὸν θυσάνοις ἀραρυίῃ,
ἐν δ᾽ ἄρα ἕρματα ἧκεν ἐϋτρήτοισι λοβοῖσι
τρίγληνα μορόεντα· χάρις δ᾽ ἀπελάμπετο πολλή.
κρηδέμνῳ δ᾽ ἐφύπερθε καλύψατο δῖα θεάων
καλῷ νηγατέῳ· λευκὸν δ᾽ ἦν ἠέλιος ὥς· 185
ποσσὶ δ᾽ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα περὶ χροῒ θήκατο κόσμον,
βῆ ῥ᾽ ἴμεν ἐκ θαλάμοιο, καλεσσαμένη δ᾽ Ἀφροδίτην
τῶν ἄλλων ἀπάνευθε θεῶν πρὸς μῦθον ἔειπε·
«ἦ ῥά νύ μοί τι πίθοιο, φίλον τέκος, ὅττι κεν εἴπω, 190
ἦέ κεν ἀρνήσαιο, κοτεσσαμένη τό γε θυμῷ,
οὕνεκ᾽ ἐγὼ Δαναοῖσι, σὺ δὲ Τρώεσσιν ἀρήγεις;»
Τὴν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Διὸς θυγάτηρ Ἀφροδίτη·
«Ἥρη, πρέσβα θεά, θύγατερ μεγάλοιο Κρόνοιο,
αὔδα ὅ τι φρονέεις· τελέσαι δέ με θυμὸς ἄνωγεν, 195
εἰ δύναμαι τελέσαι γε καὶ εἰ τετελεσμένον ἐστίν.»
Τὴν δὲ δολοφρονέουσα προσηύδα πότνια Ἥρη·
«δὸς νῦν μοι φιλότητα καὶ ἵμερον, ᾧ τε σὺ πάντας
δαμνᾷ ἀθανάτους ἠδὲ θνητοὺς ἀνθρώπους.
εἶμι γὰρ ὀψομένη πολυφόρβου πείρατα γαίης, 200
Ὠκεανόν τε, θεῶν γένεσιν, καὶ μητέρα Τηθύν,
οἵ με σφοῖσι δόμοισιν ἐῢ τρέφον ἠδ᾽ ἀτίταλλον,
δεξάμενοι ῾Ρείας, ὅτε τε Κρόνον εὐρύοπα Ζεὺς
γαίης νέρθε καθεῖσε καὶ ἀτρυγέτοιο θαλάσσης·
τοὺς εἶμ᾽ ὀψομένη, καί σφ᾽ ἄκριτα νείκεα λύσω· 205
ἤδη γὰρ δηρὸν χρόνον ἀλλήλων ἀπέχονται
εὐνῆς καὶ φιλότητος, ἐπεὶ χόλος ἔμπεσε θυμῷ.
εἰ κείνω γ᾽ ἐπέεσσι παραιπεπιθοῦσα φίλον κῆρ
εἰς εὐνὴν ἀνέσαιμι ὁμωθῆναι φιλότητι,
αἰεί κέ σφι φίλη τε καὶ αἰδοίη καλεοίμην.» 210
Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε φιλομμειδὴς Ἀφροδίτη·
«οὐκ ἔστ᾽ οὐδὲ ἔοικε τεὸν ἔπος ἀρνήσασθαι·
Ζηνὸς γὰρ τοῦ ἀρίστου ἐν ἀγκοίνῃσιν ἰαύεις.»
Ἦ, καὶ ἀπὸ στήθεσφιν ἐλύσατο κεστὸν ἱμάντα
ποικίλον, ἔνθα τέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο· 215
ἔνθ᾽ ἔνι μὲν φιλότης, ἐν δ᾽ ἵμερος, ἐν δ᾽ ὀαριστὺς
πάρφασις, ἥ τ᾽ ἔκλεψε νόον πύκα περ φρονεόντων.
τόν ῥά οἱ ἔμβαλε χερσὶν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«τῆ νῦν, τοῦτον ἱμάντα τεῷ ἐγκάτθεο κόλπῳ,
ποικίλον, ᾧ ἔνι πάντα τετεύχαται· οὐδέ σέ φημι 220
ἄπρηκτόν γε νέεσθαι, ὅ τι φρεσὶ σῇσι μενοινᾷς.»
Ὣς φάτο, μείδησεν δὲ βοῶπις πότνια Ἥρη,
μειδήσασα δ᾽ ἔπειτα ἑῷ ἐγκάτθετο κόλπῳ.