Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 13 στ. 155-230
Αυτά ειπε, κι όλοι επήραν δύναμη και στύλωσε η καρδιά τους· 155
κι ευτύς ο γιος του Πρίαμου, ο Δήφοβος, κινάει ξεθαρρεμένος
το στρογγυλό μπροστά σκουτάρι του κρατώντας με το χέρι,
κι ετράβα ομπρός με πόδι ανάλαφρο, ξοπίσω απ᾽ το σκουτάρι.
Με το λαμπρό κοντάρι απάνω του ρίχνει ο Μηριόνης τότε,
και δεν ξαστόχησε· τον πέτυχε στο στρογγυλό σκουτάρι 160
το ταυροτόμαρο· όμως πάνω του, πριν το περάσει, σπάζει
στη δέση το μακρύ κοντάρι του· κι ο Δήφοβος μακριά του
το ταυροσκούταρό του εκράτησε, τι τρόμαξε η ψυχή του
τον αντρειανό Μηριόνη, ως τού ᾽ριξε· κι ωστόσο εστράφη ετούτος
και πίσω εχώθη στους συντρόφους του, κι είχε φριχτά πεισμώσει 165
και για τα δυο, τη νίκη πού ᾽χασε και τ᾽ όπλο που εσυντρίφτη.
Και πήρε δρόμο για τ᾽ αργίτικα καλύβια και καράβια,
το άλλο μακρύ κοντάρι που άφησε να βρεί μες στο καλύβι.
Χτυπιόνταν οι άλλοι ωστόσο, κι άσβηστος ο αλαλητός σκωνόταν.
Πρώτος τον Ίμπριο ο Τεύκρος σκότωσεν, ο γιος του Τελαμώνα, 170
τον αντρειωμένο γιο του Μέντορα του πολυφοραδάτου·
στο Πήδαιο, πριν οι Αργίτες φτάσουνε, με τη Μηδεσικάστη,
πού ᾽χεν ο Πρίαμος κάνει απ᾽ άλλη του γυναίκα, εζούσε πρώτα·
σα φτάσαν όμως τα διπλόγυρτα των Αχαιών καράβια,
στην Τροία ξανάρθε, και ξεχώριζε μέσα στους Τρώες τους άλλους. 175
Τον είχε ο Πρίαμος στο παλάτι του και τον τιμούσε ως γιο του.
Και τώρα ο Τεύκρος τον εχτύπησε με το μακρύ κοντάρι
κάτω απ᾽ τ᾽ αφτί, και το κοντάρι του τραβάει. Σα φράξος πέφτει,
που σε κορφή βουνού, περίφαντου μακριάθε, το πελέκι
τον κόβει, και στο χώμα ξάπλωσε τα τρυφερά του φύλλα· 180
έτσι έπεσε, και γύρα εβρόντηξεν η πλουμιστή του αρμάτα.
Κι ευτύς εχύθη ο Τεύκρος θέλοντας να γδύσει τ᾽ άρματά του·
κι όπως χιμούσε, ο μέγας Έχτορας το αστραφτερό τού ρίχνει
χαλκό κοντάρι, μα το ξέφυγεν, ως τό ᾽δε ομπρός του, ο Τεύκρος,
μια τρίχα μόνο. Τον Αμφίμαχο πέτυχε εκείνος τότε, 185
το γιο του Χτέατου, πα στο στήθος του, στη μάχη όπως γυρνούσε.
Βαρύς σωριάστη, κι από πάνω του βροντήξαν τ᾽ άρματά του.
Κι ο Έχτορας χύθηκε, του αντρόκαρδου του Αμφίμαχου το κράνος,
το αρμοδεμένο στα μελίγγια του, ν᾽ αρπάξει απ᾽ το κεφάλι.
Μα όπως χυνόταν, ρίχνει απάνω του με το λαμπρό κοντάρι 190
ο μέγας Αίαντας· μα ως τη σάρκα του δε φτάνει, τι ήταν όλη
ντυμένη στο χαλκό, μόν᾽ χτύπησε στου σκουταριού τ᾽ αφάλι,
και δυνατά τον ίδιον έσπρωξε. Γυρίζει εκείνος πίσω,
κι αφήνει τους νεκρούς, που ετράβηξαν οι Δαναοί κοντά τους.
Τον έναν τότε, τον Αμφίμαχο, στο ασκέρι ο Στίχιος πίσω 195
κι ο γαύρος Μενεσθέας κουβάλησαν, των Αθηναίων οι πρώτοι·
τον Ίμπριο πάλε ασκώσαν οι Αίαντες, αντρειά κι ορμή γιομάτοι.
Πώς από σκύλους σουβλερόδοντους ξεφεύγοντας δυο λιόντες
μια γίδα αρπάζουν και τη φέρνουνε μες στα πυκνά τα θάμνα,
και την κρατούν με τις μασέλες τους ψηλά απ᾽ τη γη· παρόμοια 200
κι οι δυο αντρειανοί ψηλά κρατώντας τον απ᾽ τ᾽ άρματα τον γδύσαν.
Κι ο γιος του Οιλέα, για τον Αμφίμαχο χολιώντας, τον σπαθίζει,
τον απαλό λαιμό χωρίζοντας απ᾽ το κεφάλι, κι έτσι
στριφογυρνώντας τό σφεντόνισε κατά το ασκέρι, ως σφαίρα,
κι ομπρός στου Εχτόρου επήγε κι έπεσε τα πόδια, μες στη σκόνη. 205
Μα τότε ο Ποσειδώνας ένιωσε θυμό βαρύ στα σπλάχνα,
τον εγγονό θωρώντας πού ᾽πεσε στην άγρια μέσα μάχη·
και κίνησε να πάει στ᾽ αργίτικα καλύβια και καράβια
στους Δαναούς κουράγιο δίνοντας, στους Τρώες καημούς μεγάλους.
Κι ο Ιδομενέας ο κονταρόχαρος τον πέτυχε αντικρύ του, 210
ως έφτανε από κάποιο σύντροφο, που ότι είχε βγει απ᾽ τη μάχη,
με μυτερό χαλκό στο γόνατο ξοπίσω λαβωμένος·
τον είχαν κουβαλήσει οι σύντροφοι, κι ο Ιδομενέας να τρέξουν
είπε οι γιατροί· μα ως στο καλύβι του γυρνούσε, λαχταρώντας
να πολεμήσει ακόμα, τού ᾽κραξεν ο μέγας Κοσμοσείστης, 215
το λάλο παίρνοντας του Αντραίμονα, του γιου του Θόα, που ολούθε
τους Αιτωλούς, και στην απόγκρεμη κυβέρνα Καλυδώνα
και στην Πλευρώνα, και τον δόξαζαν, θεός λες κι ήταν, όλοι:
«Των Κρητικών ρηγάρχη, λέγε μου, πού πήγαν οι φοβέρες,
που οι γιοι των Αχαιών φοβέριζαν, τους Τρώες πως θα χαλάσουν;» 220
Κι ο Ιδομενέας τού απηλογήθηκε, των Κρητικών ο ρήγας:
«Όσο κατέχω εγώ, κανένας μας δεν είναι, Θόαντα, φταίχτης·
τι όλοι μας ξέρουμε από πόλεμο, κι ουδέ κανείς μας είναι
που τον κρατάει τρομάρα ξέψυχη, κανείς που από αναμελιά
τον άγριο πόλεμο παράτησε, να φύγει· λέω μονάχα 225
πως έτσι θέλει ο τρανοδύναμος υγιός του Κρόνου τώρα,
εδώ μακριά από το Άργος άχναρα ν᾽ αφανιστούν οι Αργίτες.
Μα εσύ και πριν καλά στον πόλεμο βαστούσες, Θόαντα, πάντα
κι έσπρωχνες κι άλλον, αν τον έβλεπες στη μάχη να δειλιάζει.
Μη σταματάς λοιπόν, ξεσήκωνε τον έναν και τον άλλον.» 230
Ὣς εἰπὼν ὤτρυνε μένος καὶ θυμὸν ἑκάστου. 155
Δηΐφοβος δ᾽ ἐν τοῖσι μέγα φρονέων ἐβεβήκει
Πριαμίδης, πρόσθεν δ᾽ ἔχεν ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην,
κοῦφα ποσὶ προβιβὰς καὶ ὑπασπίδια προποδίζων.
Μηριόνης δ᾽ αὐτοῖο τιτύσκετο δουρὶ φαεινῷ,
καὶ βάλεν, οὐδ᾽ ἀφάμαρτε, κατ᾽ ἀσπίδα πάντοσ᾽ ἐΐσην 160
ταυρείην· τῆς δ᾽ οὔ τι διήλασεν, ἀλλὰ πολὺ πρὶν
ἐν καυλῷ ἐάγη δολιχὸν δόρυ· Δηΐφοβος δὲ
ἀσπίδα ταυρείην σχέθ᾽ ἀπὸ ἕο, δεῖσε δὲ θυμῷ
ἔγχος Μηριόναο δαΐφρονος· αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἥρως
ἂψ ἑτάρων εἰς ἔθνος ἐχάζετο, χώσατο δ᾽ αἰνῶς 165
ἀμφότερον, νίκης τε καὶ ἔγχεος ὃ ξυνέαξε.
βῆ δ᾽ ἰέναι παρά τε κλισίας καὶ νῆας Ἀχαιῶν
οἰσόμενος δόρυ μακρόν, ὅ οἱ κλισίηφι λέλειπτο.
Οἱ δ᾽ ἄλλοι μάρναντο, βοὴ δ᾽ ἄσβεστος ὀρώρει.
Τεῦκρος δὲ πρῶτος Τελαμώνιος ἄνδρα κατέκτα, 170
Ἴμβριον αἰχμητήν, πολυΐππου Μέντορος υἱόν·
ναῖε δὲ Πήδαιον, πρὶν ἐλθεῖν υἷας Ἀχαιῶν,
κούρην δὲ Πριάμοιο νόθην ἔχε, Μηδεσικάστην·
αὐτὰρ ἐπεὶ Δαναῶν νέες ἤλυθον ἀμφιέλισσαι,
ἂψ ἐς Ἴλιον ἦλθε, μετέπρεπε δὲ Τρώεσσι, 175
ναῖε δὲ πὰρ Πριάμῳ· ὁ δέ μιν τίεν ἶσα τέκεσσι.
τόν ῥ᾽ υἱὸς Τελαμῶνος ὑπ᾽ οὔατος ἔγχεϊ μακρῷ
νύξ᾽, ἐκ δ᾽ ἔσπασεν ἔγχος· ὁ δ᾽ αὖτ᾽ ἔπεσεν μελίη ὥς,
ἥ τ᾽ ὄρεος κορυφῇ ἕκαθεν περιφαινομένοιο
χαλκῷ ταμνομένη τέρενα χθονὶ φύλλα πελάσσῃ· 180
ὣς πέσεν, ἀμφὶ δέ οἱ βράχε τεύχεα ποικίλα χαλκῷ.
Τεῦκρος δ᾽ ὁρμήθη μεμαὼς ἀπὸ τεύχεα δῦσαι·
Ἕκτωρ δ᾽ ὁρμηθέντος ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ.
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος
τυτθόν· ὁ δ᾽ Ἀμφίμαχον, Κτεάτου υἷ᾽ Ἀκτορίωνος, 185
νισόμενον πόλεμόνδε κατὰ στῆθος βάλε δουρί·
δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ.
Ἕκτωρ δ᾽ ὁρμήθη κόρυθα κροτάφοις ἀραρυῖαν
κρατὸς ἀφαρπάξαι μεγαλήτορος Ἀμφιμάχοιο·
Αἴας δ᾽ ὁρμηθέντος ὀρέξατο δουρὶ φαεινῷ 190
Ἕκτορος· ἀλλ᾽ οὔ πῃ χροὸς εἴσατο, πᾶς δ᾽ ἄρα χαλκῷ
σμερδαλέῳ κεκάλυφθ᾽· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἀσπίδος ὀμφαλὸν οὖτα,
ὦσε δέ μιν σθένεϊ μεγάλῳ· ὁ δὲ χάσσατ᾽ ὀπίσσω
νεκρῶν ἀμφοτέρων, τοὺς δ᾽ ἐξείρυσσαν Ἀχαιοί.
Ἀμφίμαχον μὲν ἄρα Στιχίος δῖός τε Μενεσθεύς, 195
ἀρχοὶ Ἀθηναίων, κόμισαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν·
Ἴμβριον αὖτ᾽ Αἴαντε, μεμαότε θούριδος ἀλκῆς,
ὥς τε δύ᾽ αἶγα λέοντε κυνῶν ὕπο καρχαροδόντων
ἁρπάξαντε φέρητον ἀνὰ ῥωπήϊα πυκνά,
ὑψοῦ ὑπὲρ γαίης μετὰ γαμφηλῇσιν ἔχοντε, 200
ὥς ῥα τὸν ὑψοῦ ἔχοντε δύω Αἴαντε κορυστὰ
τεύχεα συλήτην· κεφαλὴν δ᾽ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς
κόψεν Ὀϊλιάδης, κεχολωμένος Ἀμφιμάχοιο,
ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος δι᾽ ὁμίλου·
Ἕκτορι δὲ προπάροιθε ποδῶν πέσεν ἐν κονίῃσι. 205
Καὶ τότε δὴ περὶ κῆρι Ποσειδάων ἐχολώθη
υἱωνοῖο πεσόντος ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι,
βῆ δ᾽ ἰέναι παρά τε κλισίας καὶ νῆας Ἀχαιῶν
ὀτρυνέων Δαναούς, Τρώεσσι δὲ κήδε᾽ ἔτευχεν.
Ἰδομενεὺς δ᾽ ἄρα οἱ δουρικλυτὸς ἀντεβόλησεν, 210
ἐρχόμενος παρ᾽ ἑταίρου, ὅ οἱ νέον ἐκ πολέμοιο
ἦλθε κατ᾽ ἰγνύην βεβλημένος ὀξέϊ χαλκῷ.
τὸν μὲν ἑταῖροι ἔνεικαν, ὁ δ᾽ ἰητροῖς ἐπιτείλας
ἤϊεν ἐς κλισίην· ἔτι γὰρ πολέμοιο μενοίνα
ἀντιάαν· τὸν δὲ προσέφη κρείων ἐνοσίχθων, 215
εἰσάμενος φθογγὴν Ἀνδραίμονος υἷϊ Θόαντι,
ὃς πάσῃ Πλευρῶνι καὶ αἰπεινῇ Καλυδῶνι
Αἰτωλοῖσιν ἄνασσε, θεὸς δ᾽ ὣς τίετο δήμῳ·
«Ἰδομενεῦ, Κρητῶν βουληφόρε, ποῦ τοι ἀπειλαὶ
οἴχονται, τὰς Τρωσὶν ἀπείλεον υἷες Ἀχαιῶν;» 220
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Ἰδομενεύς, Κρητῶν ἀγός, ἀντίον ηὔδα·
«ὦ Θόαν, οὔ τις ἀνὴρ νῦν γ᾽ αἴτιος, ὅσσον ἔγωγε
γιγνώσκω· πάντες γὰρ ἐπιστάμεθα πτολεμίζειν.
οὔτε τινὰ δέος ἴσχει ἀκήριον οὔτε τις ὄκνῳ
εἴκων ἀνδύεται πόλεμον κακόν· ἀλλά που οὕτω 225
μέλλει δὴ φίλον εἶναι ὑπερμενέϊ Κρονίωνι,
νωνύμνους ἀπολέσθαι ἀπ᾽ Ἄργεος ἐνθάδ᾽ Ἀχαιούς.
ἀλλά, Θόαν, καὶ γὰρ τὸ πάρος μενεδήϊος ἦσθα,
ὀτρύνεις δὲ καὶ ἄλλον, ὅθι μεθιέντα ἴδηαι·
τῶ νῦν μήτ᾽ ἀπόληγε κέλευέ τε φωτὶ ἑκάστῳ.» 230