Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 12 στ. 175-250
Γύρω στις άλλες πόρτες πόλεμο κρατούσαν κι οι άλλοι ωστόσο, 175
όμως θεός δεν είμαι, δύσκολο τα πάντα να ιστορήσω·
τι ολούθε γύρα στο καστρότειχο φωτιά τρανή είχε ανάψει
το πέτρινο· κι οι Αργίτες τ᾽ άρμενα, σφιγμένοι απ᾽ την ανάγκη,
με την καρδιά βαριά, διαφέντευαν· κι όλοι οι θεοί θλιβόνταν
βαθιά τους, όσοι επαραστέκουνταν στη μάχη τους Αργίτες. 180
Κι ανοίξαν οι Λαπίθες πόλεμο κι αρχίσαν να χτυπιούνται·
κι ο Πολυποίτης, ο λιοντόκαρδος γιος του Πειρίθου, τότε
το Δάμασο στο χαλκομάγουλο κοντάρεψε το κράνος·
κι ούτε και βάστηξε το χάλκινο το κράνος, μόνο η μύτη
πέρασε η χάλκινη και σύντριψε το κόκαλο, και λιώμα 185
του εγίναν τα μυαλά, κι ως χίμιζε, στο χώμα τον ξαπλώνει.
Μετά και τη ζωή του Πύλωνα και του Όρμενου θερίζει.
Κι ο γαύρος Λεοντέας του Αντίμαχου το γιο με το κοντάρι
χτυπάει και βρίσκει, τον Ιππόμαχο, κατάντικρα στη ζώνη·
το κοφτερό σπαθί απ᾽ τη θήκη του τραβά μετά, και πρώτο, 190
στο πλήθος μέσα όπως εχίμιξε, χτυπάει τον Αντιφάτη
από κοντά, και κείνος έπεσε τ᾽ ανάσκελα στο χώμα.
Μετά στον Ιαμενό, στο Μένωνα χιμάει και στον Ορέστη,
κι όλους αράδα εκεί τους ξάπλωσε στη γη την πολυθρόφα.
Την ιδίαν ώρα οι δυο τους πού ᾽γδυναν τις στραφτερές αρμάτες, 195
του Πολυδάμαντα και του Έχτορα τα παλικάρια, που ήταν
οι πιο πολλοί κι οι πιο τρανόκαρδοι κι οι πιο που λαχταρούσαν
να σπάσουν το τειχί, και τ᾽ άρμενα να τους τα κάνουν στάχτη,
μπρος στο χαντάκι εστέκαν δίγνωμοι κι ουδέ μπροστά τραβούσαν·
τι όπως να το διαβούν λαχτάριζαν, σημάδι ξάφνου βλέπουν, 200
έναν αϊτό ψηλοπετάμενο, ζερβιά μεριά απ᾽ τ᾽ ασκέρι,
κι εκράτα αιματωπό στα νύχια του θεριακωμένο φίδι,
που ζούσε ακόμα και σπαρτάριζε και πάλευε αντρειωμένα·
κι ως το κρατούσε, αναδιπλώνοντας τον δάγκασε στο στήθος,
πλάι στο λαιμό, κι αυτός το πέταξε, του πόνου αφανισμένος, 205
κι απά στη γη να πέσει το άφηκε, καταμεσός στ᾽ ασκέρι,
κι έπειτα πέταξε κλαγγάζοντας μες στις πνοές του ανέμου.
Κι οι Τρώες ανατριχιάσαν βλέποντας το πλουμιστό το φίδι
πεσμένο εκεί, του βροντοσκούταρου του Δία τρανό σημάδι.
Και τότε ο Πολυδάμας ζύγωσε τον Έχτορα και τού ᾽πε: 210
«Έχτορα, πάντα εσύ στη σύναξη ζητάς να με αποπαίρνεις,
και που μιλώ σωστά, τι αταίριαστο πολύ ν᾽ αντιμιλήσει
σε σένα του λαού ενας άνθρωπος, και συντυχιά σαν είναι,
και πόλεμος· πρεπό ν᾽ αυξαίνουμε τη δύναμή σου πάντα.
Όμως και τώρα την καλύτερη βουλή θα δώσω, ως ξέρω: 215
Όχι, ας μην πάμε να χτυπήσουμε τ᾽ αργίτικα καράβια·
τι έτσι θαρρώ θα γένει: αν φάνηκε στ᾽ αλήθεια το σημάδι
τούτο στους Τρώες, καθώς λογιάζαμε το σκάμα να διαβούμε,
ένας αϊτός ψηλοπετάμενος ζερβιά μεριά απ᾽ τ᾽ ασκέρι,
κι εκράτα αιματωπό στα νύχια του θεριακωμένο φίδι, 220
ακόμα ζωντανό, και το άφησε πριν φτάσει στην κουρνιά του,
και δεν κατάφερε στ᾽ αϊτόπουλα γυρνώντας να το φέρει·
όμοια και μεις, κι αν τώρα σπάσουμε των Αχαιών τις πόρτες
και το τειχί με πλήθια δύναμη κι οι Αργίτες κάμουν πίσω,
τον ίδιο δρόμο δε θα γείρουμε με τάξη απ᾽ τα καράβια. 225
Περίσσιους Τρώες εκεί θ᾽ αφήσουμε, που οι Δαναοί, ζητώντας
να διαφεντέψουν τα καράβια τους, νεκρούς θα ρίξουν κάτω.
Αυτά ενας μάντης θ᾽ αποκρίνουνταν, που θά ᾽ξερε σημάδια
να ξεδιαλύνει και θα πίστευε στις συβουλές του ο κόσμος.»
Και τότε ο κρανοσείστης Έχτορας ταυροκοιτώντας τού ᾽πε: 230
«Τα λόγια ετούτα, Πολυδάμαντα, καθόλου δε μ᾽ αρέσουν·
κι άλλη βουλή να δώσεις δύνεσαι καλύτερη από τούτη.
Όμως αλήθεια, τούτα πού ᾽λεγες, με τα σωστά σου αν τά ᾽πες,
ατοί τους οι θεοί σού σήκωσαν τα φρένα δίχως άλλο·
που θες του Δία του βροντοσκούταρου το θέλημα καθόλου 235
να μην ψηφήσουμε, που εσύγκλινε κι έδωσε λόγο ατός του.
Κι εσύ ζητάς στ᾽ ανοιχτοφτέρουγα πουλιά να δώσω πίστη,
που ούτε καθόλου εγώ τα γνοιάζομαι κι ουδέ τα λογαριάζω,
δεξιά, κατά τον ήλιο αν λάμνουνε και την αυγή, ως πετούνε,
γιά και ζερβά, κατά το σύθολο στα δυτικά σκοτάδι. 240
Στου Δία μονάχα εμείς το θέλημα ν᾽ ακούσουμε ταιριάζει,
πού ᾽ναι τρανός, και τους αθάνατους και τους θνητούς ορίζει.
Να διαφεντεύεις την πατρίδα σου το πιο καλό σημάδι!
Όμως εσύ γιατί τον πόλεμο και τη σφαγή φοβάσαι;
Κι αν όλοι τώρα εμείς στ᾽ αργίτικα καράβια σκοτωθούμε 245
εδώ τρογύρα, εσύ το θάνατο δεν έχεις να φοβάσαι·
τι δε βαστάει σφαγή και πόλεμο καθόλου εσέ η καρδιά σου.
Μ᾽ αν τραβηχτείς από τον πόλεμο, γιά εσύ γιά αν κι άλλον κάνεις
ν᾽ αλλάξει γνώμη με τα λόγια σου και τραβηχτεί απ᾽ τη μάχη,
με το κοντάρι τούτο ρίχνοντας μεμιάς θα σε σκοτώσω!» 250
Ἄλλοι δ᾽ ἀμφ᾽ ἄλλῃσι μάχην ἐμάχοντο πύλῃσιν· 175
ἀργαλέον δέ με ταῦτα θεὸν ὣς πάντ᾽ ἀγορεῦσαι·
πάντῃ γὰρ περὶ τεῖχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῦρ
λάϊνον· Ἀργεῖοι δὲ καὶ ἀχνύμενοί περ ἀνάγκῃ
νηῶν ἠμύνοντο· θεοὶ δ᾽ ἀκαχήατο θυμὸν
πάντες, ὅσοι Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι ἦσαν. 180
σὺν δ᾽ ἔβαλον Λαπίθαι πόλεμον καὶ δηϊοτῆτα.
Ἔνθ᾽ αὖ Πειριθόου υἱός, κρατερὸς Πολυποίτης,
δουρὶ βάλεν Δάμασον κυνέης διὰ χαλκοπαρῄου·
οὐδ᾽ ἄρα χαλκείη κόρυς ἔσχεθεν, ἀλλὰ διαπρὸ
αἰχμὴ χαλκείη ῥῆξ᾽ ὀστέον, ἐγκέφαλος δὲ 185
ἔνδον ἅπας πεπάλακτο· δάμασσε δέ μιν μεμαῶτα·
αὐτὰρ ἔπειτα Πύλωνα καὶ Ὄρμενον ἐξενάριξεν.
υἱὸν δ᾽ Ἀντιμάχοιο Λεοντεύς, ὄζος Ἄρηος,
Ἱππόμαχον βάλε δουρὶ κατὰ ζωστῆρα τυχήσας.
αὖτις δ᾽ ἐκ κολεοῖο ἐρυσσάμενος ξίφος ὀξὺ 190
Ἀντιφάτην μὲν πρῶτον, ἐπαΐξας δι᾽ ὁμίλου,
πλῆξ᾽ αὐτοσχεδίην· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ὕπτιος οὔδει ἐρείσθη·
αὐτὰρ ἔπειτα Μένωνα καὶ Ἰαμενὸν καὶ Ὀρέστην
πάντας ἐπασσυτέρους πέλασε χθονὶ πουλυβοτείρῃ.
Ὄφρ᾽ οἱ τοὺς ἐνάριζον ἀπ᾽ ἔντεα μαρμαίροντα, 195
τόφρ᾽ οἳ Πουλυδάμαντι καὶ Ἕκτορι κοῦροι ἕποντο,
οἳ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι ἔσαν, μέμασαν δὲ μάλιστα
τεῖχός τε ῥήξειν καὶ ἐνιπρήσειν πυρὶ νῆας,
οἵ ῥ᾽ ἔτι μερμήριζον ἐφεσταότες παρὰ τάφρῳ.
ὄρνις γάρ σφιν ἐπῆλθε περησέμεναι μεμαῶσιν, 200
αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ᾽ ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων,
φοινήεντα δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον
ζωὸν ἔτ᾽ ἀσπαίροντα· καὶ οὔ πω λήθετο χάρμης·
κόψε γὰρ αὐτὸν ἔχοντα κατὰ στῆθος παρὰ δειρὴν
ἰδνωθεὶς ὀπίσω· ὁ δ᾽ ἀπὸ ἕθεν ἧκε χαμᾶζε 205
ἀλγήσας ὀδύνῃσι, μέσῳ δ᾽ ἐνὶ κάββαλ᾽ ὁμίλῳ,
αὐτὸς δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο.
Τρῶες δ᾽ ἐρρίγησαν ὅπως ἴδον αἰόλον ὄφιν
κείμενον ἐν μέσσοισι, Διὸς τέρας αἰγιόχοιο.
δὴ τότε Πουλυδάμας θρασὺν Ἕκτορα εἶπε παραστάς· 210
«Ἕκτορ, ἀεὶ μέν πώς μοι ἐπιπλήσσεις ἀγορῇσιν
ἐσθλὰ φραζομένῳ, ἐπεὶ οὐδὲ μὲν οὐδὲ ἔοικε
δῆμον ἐόντα παρὲξ ἀγορευέμεν, οὔτ᾽ ἐνὶ βουλῇ
οὔτε ποτ᾽ ἐν πολέμῳ, σὸν δὲ κράτος αἰὲν ἀέξειν·
νῦν αὖτ᾽ ἐξερέω ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα. 215
μὴ ἴομεν Δαναοῖσι μαχησόμενοι περὶ νηῶν.
ὧδε γὰρ ἐκτελέεσθαι ὀΐομαι, εἰ ἐτεόν γε
Τρωσὶν ὅδ᾽ ὄρνις ἦλθε περησέμεναι μεμαῶσιν,
αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ᾽ ἀριστερὰ λαὸν ἐέργων,
φοινήεντα δράκοντα φέρων ὀνύχεσσι πέλωρον 220
ζωόν· ἄφαρ δ᾽ ἀφέηκε πάρος φίλα οἰκί᾽ ἱκέσθαι,
οὐδὲ τέλεσσε φέρων δόμεναι τεκέεσσιν ἑοῖσιν.
ὣς ἡμεῖς, εἴ πέρ τε πύλας καὶ τεῖχος Ἀχαιῶν
ῥηξόμεθα σθένεϊ μεγάλῳ, εἴξωσι δ᾽ Ἀχαιοί,
οὐ κόσμῳ παρὰ ναῦφιν ἐλευσόμεθ᾽ αὐτὰ κέλευθα· 225
πολλοὺς γὰρ Τρώων καταλείψομεν, οὕς κεν Ἀχαιοὶ
χαλκῷ δῃώσωσιν ἀμυνόμενοι περὶ νηῶν.
ὧδέ χ᾽ ὑποκρίναιτο θεοπρόπος, ὃς σάφα θυμῷ
εἰδείη τεράων καί οἱ πειθοίατο λαοί.»
Τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη κορυθαίολος Ἕκτωρ· 230
«Πουλυδάμα, σὺ μὲν οὐκέτ᾽ ἐμοὶ φίλα ταῦτ᾽ ἀγορεύεις·
οἶσθα καὶ ἄλλον μῦθον ἀμείνονα τοῦδε νοῆσαι.
εἰ δ᾽ ἐτεὸν δὴ τοῦτον ἀπὸ σπουδῆς ἀγορεύεις,
ἐξ ἄρα δή τοι ἔπειτα θεοὶ φρένας ὤλεσαν αὐτοί,
ὃς κέλεαι Ζηνὸς μὲν ἐριγδούποιο λαθέσθαι 235
βουλέων, ἅς τέ μοι αὐτὸς ὑπέσχετο καὶ κατένευσε·
τύνη δ᾽ οἰωνοῖσι τανυπτερύγεσσι κελεύεις
πείθεσθαι, τῶν οὔ τι μετατρέπομ᾽ οὐδ᾽ ἀλεγίζω,
εἴτ᾽ ἐπὶ δεξί᾽ ἴωσι πρὸς ἠῶ τ᾽ ἠέλιόν τε,
εἴτ᾽ ἐπ᾽ ἀριστερὰ τοί γε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα. 240
ἡμεῖς δὲ μεγάλοιο Διὸς πειθώμεθα βουλῇ,
ὃς πᾶσι θνητοῖσι καὶ ἀθανάτοισιν ἀνάσσει.
εἷς οἰωνὸς ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης.
τίπτε σὺ δείδοικας πόλεμον καὶ δηϊοτῆτα;
εἴ περ γάρ τ᾽ ἄλλοι γε περὶ κτεινώμεθα πάντες 245
νηυσὶν ἐπ᾽ Ἀργείων, σοὶ δ᾽ οὐ δέος ἔστ᾽ ἀπολέσθαι·
οὐ γάρ τοι κραδίη μενεδήϊος οὐδὲ μαχήμων.
εἰ δὲ σὺ δηϊοτῆτος ἀφέξεαι, ἠέ τιν᾽ ἄλλον
παρφάμενος ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις πολέμοιο,
αὐτίκ᾽ ἐμῷ ὑπὸ δουρὶ τυπεὶς ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσεις.» 250