Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 11 στ. 163-220
Απ᾽ τις ριξιές ο Δίας τον Έχτορα μακριά κρατούσε ωστόσο
κι απ᾽ τη σφαγή κι απ᾽ το ανακάτωμα κι απ᾽ το αίμα κι απ᾽ τη σκόνη·
κι ο γιος του Ατρέα χιμούσε αδιάκοπα ψυχώνοντας τους άλλους. 165
Κι οι Τρώες, σιμά στου γιου του Δάρδανου, στου Ίλου του αρχαίου το μνήμα,
στην άγρια τη συκιά μαζεύουνταν, μεσοκαμπίς, στο κάστρο
πίσω να γείρουν· κι ακατάπαυτα χουγιάζοντας χιμούσε
ο γιος του Ατρέα, κι ο λύθρος μόλευε τ᾽ ανίκητά του χέρια.
Όμως στο δρυ και στη Ζερβόπορτα σαν έφτασαν εκείνοι, 170
πήραν και στάθηκαν, προσμένοντας τους άλλους πότε θά ᾽ρθουν·
μ᾽ αυτοί στον κάμπο ακόμα εβρίσκουνταν και φεύγαν, σα γελάδες
που λιόντας κυνηγάει χιμίζοντας μες στην καρδιά της νύχτας,
σ᾽ όλες μαζί, μα μιά ειναι πού ᾽λαχε για νά ᾽βρει ο Χάρος, όποιαν
μες στα γερά τσακώσει δόντια του, κι αφού της σπάσει πρώτα 175
το σβέρκο, αναρουφάει το γαίμα της και τρώει τα σωθικά της·
όμοια κι ο ρήγας Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα, χιμούσε
τον πιο στερνό χτυπώντας πάντα του, κι αυτοί τρεχάτοι εφεύγαν.
Πολλοί κι απίστομα κι ανάσκελα κυλούσαν απ᾽ τ᾽ αμάξια
κάτω απ᾽ τα χέρια του, τι εχύνουνταν με το κοντάρι ολούθε. 180
Μα ως πια στο κάστρο κοντοζύγωναν και στ᾽ αψηλά τειχιά του,
την ώρα εκείνη των αθάνατων και των θνητών ο κύρης
στης Ίδας κάτω της πολύβρυσης τις κορυφές κατέβη
ψηλά απ᾽ τα ουράνια, και στα χέρια του κρατούσε αστροπελέκι.
Την Ίρη τότε τη χρυσόφτερη μαντατοφόρα στέλνει: 185
«Ίρη ανεμόποδη, στον Έχτορα τρέχα να πεις τί θέλω·
όσο θωράει τον Αγαμέμνονα το ρήγα μες στους πρώτους
να χύνεται μπροστά, θερίζοντας των Τρώων το ασκέρι αράδα,
πίσω ας τραβάει, και στους επίλοιπους κουράγιο ας δίνει μόνο,
με τους οχτρούς στον άγριο τάραχο να πολεμούν αντρίκεια. 190
Μ᾽ αν κονταριά τον Αγαμέμνονα χτυπήσει γιά σαγίτα
κι απά στο αμάξι ανέβει, δύναμη να σφάζει θα του δώσω,
ωσόπου πια στα καλοκούβερτα πλεούμενα σιμώσει,
και πέσει ο γήλιος βασιλεύοντας και το άγιο απλώσει σκότος.»
Αυτά ειπε, κι η ανεμόποδη Ίριδα γρικάει τον ορισμό του, 195
κι απ᾽ τα βουνά της Ίδας χύθηκε κατά την Τροία την άγια·
και κει τον Έχτορα, του αντρόκαρδου το γιο του Πρίαμου, βρίσκει
πίσω από τ᾽ άλογα να στέκεται πα στο γερό του αμάξι.
Κι η Ίριδα εστάθη η φτεροπόδαρη κοντά του και μιλούσε:
«Έχτορα, γιε του Πριάμου ασύγκριτε, πού ᾽χεις του Δία τη γνώση, 200
ο αφέντης Δίας σε σένα μ᾽ έστειλε το λόγο του ν᾽ ακούσεις:
Όσο θωράς τον Αγαμέμνονα το ρήγα μες στους πρώτους
να χύνεται μπροστά, θερίζοντας των Τρώων το ασκέρι αράδα,
τραβήξου εσύ, και στους επίλοιπους κουράγιο δίνε μόνο,
με τους οχτρούς στον άγριο τάραχο να πολεμούν αντρίκεια. 205
Μ᾽ αν κονταριά τον Αγαμέμνονα χτυπήσει γιά σαγίτα
κι απά στο αμάξι ανέβει, δύναμη να σφάζεις θα σου δώσει,
ωσόπου πια στα καλοκούβερτα πλεούμενα σιμώσεις,
κι ο γήλιος πέσει βασιλεύοντας και το άγιο απλώσει σκότος.»
Ως είπε αυτά η γοργόποδη Ίριδα, μισεύει πίσω πάλε, 210
κι εκείνος πήδηξε απ᾽ τ᾽ αμάξι του συνάρματος στο χώμα,
κι έτρεξε, σειώντας τα κοντάρια του τα μυτερά, στ᾽ ασκέρι,
να μπούν στον πόλεμο φωνάζοντας, κι άγρια ξανάβει μάχη.
Κάνουν κι αυτοί στροφή και στάθηκαν στους Αχαιούς αντίκρα·
μα όπως επήραν και δυνάμωσαν κι οι Αργίτες τις γραμμές τους, 215
άνοιξε ο πόλεμος και στάθηκαν αντικριστά, κι εχύθη
μπροστά απ᾽ τους άλλους ο Αγαμέμνονας, να πολεμήσει πρώτος.
Πέστε μου τώρα, Μούσες, πού ᾽χετε τον Όλυμπο παλάτι,
ποιός ήρθε ομπρός στον Αγαμέμνονα και στάθη απ᾽ όλους πρώτος
γιά από τους Τρώες γιά από τους σύμμαχους τους κοσμοξακουσμένους; 220
Ἕκτορα δ᾽ ἐκ βελέων ὕπαγε Ζεὺς ἔκ τε κονίης
ἔκ τ᾽ ἀνδροκτασίης ἔκ θ᾽ αἵματος ἔκ τε κυδοιμοῦ·
Ἀτρεΐδης δ᾽ ἕπετο σφεδανὸν Δαναοῖσι κελεύων. 165
οἱ δὲ παρ᾽ Ἴλου σῆμα παλαιοῦ Δαρδανίδαο
μέσσον κὰπ πεδίον παρ᾽ ἐρινεὸν ἐσσεύοντο
ἱέμενοι πόλιος· ὁ δὲ κεκληγὼς ἕπετ᾽ αἰεὶ
Ἀτρεΐδης, λύθρῳ δὲ παλάσσετο χεῖρας ἀάπτους.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκοντο, 170
ἔνθ᾽ ἄρα δὴ ἵσταντο καὶ ἀλλήλους ἀνέμιμνον.
οἱ δ᾽ ἔτι κὰμ μέσσον πεδίον φοβέοντο βόες ὥς,
ἅς τε λέων ἐφόβησε μολὼν ἐν νυκτὸς ἀμολγῷ
πάσας· τῇ δέ τ᾽ ἰῇ ἀναφαίνεται αἰπὺς ὄλεθρος·
τῆς δ᾽ ἐξ αὐχέν᾽ ἔαξε λαβὼν κρατεροῖσιν ὀδοῦσι 175
πρῶτον, ἔπειτα δέ θ᾽ αἷμα καὶ ἔγκατα πάντα λαφύσσει·
ὣς τοὺς Ἀτρεΐδης ἔφεπε κρείων Ἀγαμέμνων,
αἰὲν ἀποκτείνων τὸν ὀπίστατον· οἱ δὲ φέβοντο.
πολλοὶ δὲ πρηνεῖς τε καὶ ὕπτιοι ἔκπεσον ἵππων
Ἀτρεΐδεω ὑπὸ χερσί· περιπρὸ γὰρ ἔγχεϊ θῦεν. 180
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τάχ᾽ ἔμελλεν ὑπὸ πτόλιν αἰπύ τε τεῖχος
ἵξεσθαι, τότε δή ῥα πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε
Ἴδης ἐν κορυφῇσι καθέζετο πιδηέσσης,
οὐρανόθεν καταβάς· ἔχε δ᾽ ἀστεροπὴν μετὰ χερσίν.
Ἶριν δ᾽ ὄτρυνε χρυσόπτερον ἀγγελέουσαν· 185
«βάσκ᾽ ἴθι, Ἶρι ταχεῖα, τὸν Ἕκτορι μῦθον ἐνίσπες·
ὄφρ᾽ ἂν μέν κεν ὁρᾷ Ἀγαμέμνονα, ποιμένα λαῶν,
θύνοντ᾽ ἐν προμάχοισιν, ἐναίροντα στίχας ἀνδρῶν,
τόφρ᾽ ἀναχωρείτω, τὸν δ᾽ ἄλλον λαὸν ἀνώχθω
μάρνασθαι δηΐοισι κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην. 190
αὐτὰρ ἐπεί κ᾽ ἢ δουρὶ τυπεὶς ἢ βλήμενος ἰῷ
εἰς ἵππους ἅλεται, τότε οἱ κράτος ἐγγυαλίξω
κτείνειν, εἰς ὅ κε νῆας ἐϋσσέλμους ἀφίκηται
δύῃ τ᾽ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθῃ.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἀπίθησε ποδήνεμος ὠκέα Ἶρις, 195
βῆ δὲ κατ᾽ Ἰδαίων ὀρέων εἰς Ἴλιον ἱρήν.
εὗρ᾽ υἱὸν Πριάμοιο δαΐφρονος, Ἕκτορα δῖον,
ἑσταότ᾽ ἔν θ᾽ ἵπποισι καὶ ἅρμασι κολλητοῖσιν·
ἀγχοῦ δ᾽ ἱσταμένη προσέφη πόδας ὠκέα Ἶρις·
«Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο, Διὶ μῆτιν ἀτάλαντε, 200
Ζεύς με πατὴρ προέηκε τεῒν τάδε μυθήσασθαι.
ὄφρ᾽ ἂν μέν κεν ὁρᾷς Ἀγαμέμνονα, ποιμένα λαῶν,
θύνοντ᾽ ἐν προμάχοισιν, ἐναίροντα στίχας ἀνδρῶν,
τόφρ᾽ ὑπόεικε μάχης, τὸν δ᾽ ἄλλον λαὸν ἄνωχθι
μάρνασθαι δηΐοισι κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην. 205
αὐτὰρ ἐπεί κ᾽ ἢ δουρὶ τυπεὶς ἢ βλήμενος ἰῷ
εἰς ἵππους ἅλεται, τότε τοι κράτος ἐγγυαλίξει
κτείνειν, εἰς ὅ κε νῆας ἐϋσσέλμους ἀφίκηαι
δύῃ τ᾽ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθῃ.»
Ἡ μὲν ἄρ᾽ ὣς εἰποῦσ᾽ ἀπέβη πόδας ὠκέα Ἶρις, 210
Ἕκτωρ δ᾽ ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χαμᾶζε,
πάλλων δ᾽ ὀξέα δοῦρα κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντῃ,
ὀτρύνων μαχέσασθαι, ἔγειρε δὲ φύλοπιν αἰνήν.
οἱ δ᾽ ἐλελίχθησαν καὶ ἐναντίοι ἔσταν Ἀχαιῶν,
Ἀργεῖοι δ᾽ ἑτέρωθεν ἐκαρτύναντο φάλαγγας. 215
ἀρτύνθη δὲ μάχη, στὰν δ᾽ ἀντίοι· ἐν δ᾽ Ἀγαμέμνων
πρῶτος ὄρουσ᾽, ἔθελεν δὲ πολὺ προμάχεσθαι ἁπάντων.
Ἔσπετε νῦν μοι, Μοῦσαι, Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχουσαι,
ὅς τις δὴ πρῶτος Ἀγαμέμνονος ἀντίον ἦλθεν
ἢ αὐτῶν Τρώων ἠὲ κλειτῶν ἐπικούρων. 220