Μεταφράσεις Ν. Καζαντζάκη - Ι. Θ. Κακριδή
Ιλιάδα 10 στ. 143-217
Και τότες ο γερήνιος Νέστορας ο αλογολάτης τού ᾽πε:
«Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
συμπάθα μας! κακό ανεβάσταγο τους Αχαιούς πλακώνει. 145
Μόν᾽ έλα, ακλούθα μας, ν᾽ ασκώσουμε κι άλλον κανένα, απ᾽ όσους
κρέμεται η απόφαση, θα φύγουμε γιά εδώ θα πολεμούμε.»
Τότε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος γυρνώντας στο καλύβι
φορεί σκουτάρι απά στους ώμους του και πάει μαζί κι εκείνος.
Για το Διομήδη ευτύς εκίνησαν· απόξω απ᾽ το καλύβι 150
με τ᾽ άρματά του εκείνος πλάγιαζε· κι οι σύντροφοί του γύρα
κοιμόνταν, κι είχαν για προσκέφαλο σκουτάρια, και στο χώμα
είχαν μπηγμένα τα κοντάρια τους απ᾽ την ουρά, κι αλάργα
σαν αστραπή του Δία στραφτάλιζαν απ᾽ το χαλκό· κι εκείνος
σε στρώμα από τομάρι επλάγιαζε βοδιού καλοθρεμμένου, 155
κι είχε απλωμένο για προσκέφαλο καλόφαντο κιλίμι.
Κι ο αλογατάς γερήνιος Νέστορας σιμώνει, με το πόδι
τον σπρώχνει, τον ξυπνά φωνάζοντας και λέει μαλώνοντάς τον:
«Διομήδη, σήκω! Δεν τον χόρτασες ολονυχτίς τον ύπνο;
Και δεν ακούς οι Τρώες πως κάθουνται στο στήθωμα του κάμπου, 160
στα πλοία κοντά, και που δεν έμεινε πολύς στη μέση τόπος;»
Είπε, κι εκείνος απ᾽ τον ύπνο του μεμιάς πετάχτη ολόρθος,
και κράζοντάς τον με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια:
«Αλήθεια, γέροντα, είσαι ακούραστος κι αναπαμό δεν ξέρεις·
άλλοι Αχαιοί μαθές δε βρέθηκαν πιο νιοι από σένα τώρα, 165
που ολούθε τρέχοντας στους άρχοντες να παν να τους ξυπνήσουν;
Μα δεν μπορεί κανένας, γέροντα, να μετρηθεί μαζί σου.»
Κι απηλογιά ο γερήνιος Νέστορας του δίνει ο αλογολάτης:
«Αυτά που λες, αλήθεια, φίλε μου, πολύ σωστά και δίκια·
έχω και γιους εγώ αψεγάδιαστους, έχω κι ανθρώπους άλλους 170
πολλούς, που θα μπορούσε κάποιος τους να πάει και να τους κράξει·
όμως ανάγκη τώρα αβάσταχτη πλακώνει τους Αργίτες·
από μια τρίχα η τύχη κρέμεται την ώρα αυτή ολονών μας,
οι Αργίτες τώρα αν θα γλιτώσουμε γιά αν πάμε κατ᾽ ανέμου.
Μόν᾽ τρέχα τώρα, τι είσαι νιότερος, και το γοργό τον Αία 175
και του Φυλέα το γιο ξεσήκωσε, σπλαχνιά για μένα αν νιώθεις.»
Είπε, κι εκείνος γύρω του έριξε τομάρι από φλογάτο
λιόντα τρανό, μακρύ ως τα πόδια του, και πήρε το κοντάρι·
κινάει το δρόμο, τους ξεσήκωσε, τους έφερε μαζί του.
Κι όταν εκείνοι φτάσαν κι έσμιξαν τις συναγμένες βάρδιες, 180
τους αρχηγούς τους δεν τους πέτυχαν παραδομένους σ᾽ ύπνο,
μόνο συνάρματοι όλοι κι άγρυπνοι καθόνταν και φυλάγαν.
Πώς γύρω από τ᾽ αρνιά φυλάγοντας κακονυχτούν οι σκύλοι
μέσα στη μάντρα, αγρίμι ακούγοντας στο δάσος θρασεμένο
να φτάνει απ᾽ τα βουνά, και τάραχο μεγάλο απ᾽ αφορμή του 185
σκυλιά κι ανθρώποι ξεσηκώνουνε, και λησμονούν τον ύπνο·
όμοια είχε λείψει κι απ᾽ τα μάτια τους ο γλυκός ύπνος, όλη
τη νύχτα την κακιά που εφύλαγαν· στον κάμπο γυρισμένοι
στήναν αφτί ν᾽ ακούσουν, πάνω τους ποιάν ώρα οι Τρώες θα πέσουν.
Κι όπως τους είδε, εχάρη ο γέροντας, και λέει γκαρδιώνοντάς τους, 190
και κράζοντάς τους με ανεμάρπαστα τους συντυχαίνει λόγια:
«Έτσι, παιδιά, φυλάτε· ούτε ένας σας τον ύπνο μην αφήσει
να τον δαμάσει, κι αναγέλασμα γενούμε των οχτρώ μας.»
Είπε, και το χαντάκι επέρασε· κι οι Αργίτες βασιλιάδες,
οι καλεσμένοι για τη μάζωξη, ξοπίσω του ακλουθούσαν· 195
κι ο γιος του Νέστορα ο πανέμνοστος μαζί τους κι ο Μηριόνης
ερχόνταν, τι οι ίδιοι τούς εφώναξαν να βουλευτούν ομάδι.
Κι ως το σκαφτό χαντάκι εδιάβηκαν, πηγαίνουν και καθίζουν
σε ανοιχτό τόπο, που δε σκέπαζαν κουφάρια από πεσμένους,
κείθε που πριν ο μέγας Έχτορας, χαλνώντας τους Αργίτες, 200
είχε αναγείρει πίσω, ως τύλιξε τα πάντα γύρα η νύχτα.
Εκεί καθίσαν τότε κι άρχισαν τα λόγια αναμεσό τους·
και πρώτος ο γερήνιος Νέστορας μιλούσε ο αλογολάτης:
«Φίλοι, ποιός θά ᾽ναι τώρα απ᾽ όλους μας που θα το πει η καρδιά του
και μες στους Τρώες τους αντροδύναμους να πάει θ᾽ αποκοτήσει, 205
μπας και κανένα οχτρό, που απόμεινε μονάχος πίσω, πιάσει,
γιά μες στους Τρώες κανένα λόγο τους ακούσει, για να ιδούμε
ποιάν έχουν πάρει τώρα απόφαση: στα πλοία κοντά να μείνουν
μακριά απ᾽ το κάστρο τους στοχάζουνται, γιά λεν να γείρουν πίσω
και μέσα να κλειστούν, σα νίκησαν πια τώρα τους Αργίτες; 210
Αν ήταν όλα αυτά να μάθαινε και πίσω μάς γυρνούσε
γερός εδώ, μεγάλη η δόξα του μες στους ανθρώπους όλους
κάτω απ᾽ τα ουράνια, και θα κέρδιζε λαμπρό από πάνω δώρο·
τι οι πιο τρανοί αρχηγοί, τ᾽ αργίτικα που κυβερνούν καράβια,
από μια μαύρη θα του δώσουνε καθένας προβατίνα, 215
μ᾽ αρνάκι βυζανιάρικο· όμοιο της δε βρίσκεται άλλο πλούτος·
και στις χαρές και στα τραπέζια μας μαζί μας θά ᾽ναι πάντα.»
Ὣς φάθ᾽, ὁ δὲ κλισίηνδε κιὼν πολύμητις Ὀδυσσεὺς
ποικίλον ἀμφ᾽ ὤμοισι σάκος θέτο, βῆ δὲ μετ᾽ αὐτούς.
βὰν δ᾽ ἐπὶ Τυδεΐδην Διομήδεα· τὸν δ᾽ ἐκίχανον 150
ἐκτὸς ἀπὸ κλισίης σὺν τεύχεσιν· ἀμφὶ δ᾽ ἑταῖροι
εὗδον, ὑπὸ κρασὶν δ᾽ ἔχον ἀσπίδας· ἔγχεα δέ σφιν
ὄρθ᾽ ἐπὶ σαυρωτῆρος ἐλήλατο, τῆλε δὲ χαλκὸς
λάμφ᾽ ὥς τε στεροπὴ πατρὸς Διός· αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἥρως
εὗδ᾽, ὑπὸ δ᾽ ἔστρωτο ῥινὸν βοὸς ἀγραύλοιο, 155
αὐτὰρ ὑπὸ κράτεσφι τάπης τετάνυστο φαεινός.
τὸν παρστὰς ἀνέγειρε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ,
λὰξ ποδὶ κινήσας, ὄτρυνέ τε νείκεσέ τ᾽ ἄντην·
«ἔγρεο, Τυδέος υἱέ· τί πάννυχον ὕπνον ἀωτεῖς;
οὐκ ἀΐεις ὡς Τρῶες ἐπὶ θρωσμῷ πεδίοιο 160
ἥαται ἄγχι νεῶν, ὀλίγος δ᾽ ἔτι χῶρος ἐρύκει;»
Ὣς φάθ᾽, ὁ δ᾽ ἐξ ὕπνοιο μάλα κραιπνῶς ἀνόρουσε,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«σχέτλιός ἐσσι, γεραιέ· σὺ μὲν πόνου οὔ ποτε λήγεις.
οὔ νυ καὶ ἄλλοι ἔασι νεώτεροι υἷες Ἀχαιῶν, 165
οἵ κεν ἔπειτα ἕκαστον ἐγείρειαν βασιλήων
πάντῃ ἐποιχόμενοι; σὺ δ᾽ ἀμήχανός ἐσσι, γεραιέ.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
«ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα, φίλος, κατὰ μοῖραν ἔειπες.
εἰσὶν μέν μοι παῖδες ἀμύμονες, εἰσὶ δὲ λαοὶ 170
καὶ πολέες, τῶν κέν τις ἐποιχόμενος καλέσειεν·
ἀλλὰ μάλα μεγάλη χρειὼ βεβίηκεν Ἀχαιούς.
νῦν γὰρ δὴ πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς
ἢ μάλα λυγρὸς ὄλεθρος Ἀχαιοῖς ἠὲ βιῶναι.
ἀλλ᾽ ἴθι νῦν Αἴαντα ταχὺν καὶ Φυλέος υἱὸν 175
ἄνστησον —σὺ γάρ ἐσσι νεώτερος— εἴ μ᾽ ἐλεαίρεις.»
Ὣς φάθ᾽, ὁ δ᾽ ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἑέσσατο δέρμα λέοντος
αἴθωνος μεγάλοιο ποδηνεκές, εἵλετο δ᾽ ἔγχος.
βῆ δ᾽ ἰέναι, τοὺς δ᾽ ἔνθεν ἀναστήσας ἄγεν ἥρως.
Οἱ δ᾽ ὅτε δὴ φυλάκεσσιν ἐν ἀγρομένοισιν ἔμιχθεν, 180
οὐδὲ μὲν εὕδοντας φυλάκων ἡγήτορας εὗρον,
ἀλλ᾽ ἐγρηγορτὶ σὺν τεύχεσιν ἥατο πάντες.
ὡς δὲ κύνες περὶ μῆλα δυσωρήσωνται ἐν αὐλῇ
θηρὸς ἀκούσαντες κρατερόφρονος, ὅς τε καθ᾽ ὕλην
ἔρχηται δι᾽ ὄρεσφι· πολὺς δ᾽ ὀρυμαγδὸς ἐπ᾽ αὐτῷ 185
ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν, ἀπό τέ σφισιν ὕπνος ὄλωλεν·
ὣς τῶν νήδυμος ὕπνος ἀπὸ βλεφάροιιν ὀλώλει
νύκτα φυλασσομένοισι κακήν· πεδίονδε γὰρ αἰεὶ
τετράφαθ᾽, ὁππότ᾽ ἐπὶ Τρώων ἀΐοιεν ἰόντων.
τοὺς δ᾽ ὁ γέρων γήθησεν ἰδὼν θάρσυνέ τε μύθῳ 190
καί σφεας φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«οὕτω νῦν, φίλα τέκνα, φυλάσσετε· μηδέ τιν᾽ ὕπνος
αἱρείτω, μὴ χάρμα γενώμεθα δυσμενέεσσιν.»
Ὣς εἰπὼν τάφροιο διέσσυτο· τοὶ δ᾽ ἅμ᾽ ἕποντο
Ἀργείων βασιλῆες, ὅσοι κεκλήατο βουλήν. 195
τοῖς δ᾽ ἅμα Μηριόνης καὶ Νέστορος ἀγλαὸς υἱὸς
ἤϊσαν· αὐτοὶ γὰρ κάλεον συμμητιάασθαι.
τάφρον δ᾽ ἐκδιαβάντες ὀρυκτὴν ἑδριόωντο
ἐν καθαρῷ, ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο χῶρος
πιπτόντων· ὅθεν αὖτις ἀπετράπετ᾽ ὄβριμος Ἕκτωρ 200
ὀλλὺς Ἀργείους, ὅτε δὴ περὶ νὺξ ἐκάλυψεν.
ἔνθα καθεζόμενοι ἔπε᾽ ἀλλήλοισι πίφαυσκον·
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
«ὦ φίλοι, οὐκ ἂν δή τις ἀνὴρ πεπίθοιθ᾽ ἑῷ αὐτοῦ
θυμῷ τολμήεντι μετὰ Τρῶας μεγαθύμους 205
ἐλθεῖν, εἴ τινά που δηΐων ἕλοι ἐσχατόωντα,
ἤ τινά που καὶ φῆμιν ἐνὶ Τρώεσσι πύθοιτο,
ἅσσα τε μητιόωσι μετὰ σφίσιν, ἢ μεμάασιν
αὖθι μένειν παρὰ νηυσὶν ἀπόπροθεν, ἦε πόλινδε
ἂψ ἀναχωρήσουσιν, ἐπεὶ δαμάσαντό γ᾽ Ἀχαιούς. 210
ταῦτά κε πάντα πύθοιτο, καὶ ἂψ εἰς ἡμέας ἔλθοι
ἀσκηθής· μέγα κέν οἱ ὑπουράνιον κλέος εἴη
πάντας ἐπ᾽ ἀνθρώπους, καί οἱ δόσις ἔσσεται ἐσθλή·
ὅσσοι γὰρ νήεσσιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι,
τῶν πάντων οἱ ἕκαστος ὄϊν δώσουσι μέλαιναν 215
θῆλυν ὑπόρρηνον· τῇ μὲν κτέρας οὐδὲν ὁμοῖον,
αἰεὶ δ᾽ ἐν δαίτῃσι καὶ εἰλαπίνῃσι παρέσται.»